Για την ομώνυμη ταινία, δείτε: Αμήν (ταινία).

Η λέξη Αμήν απoτελεί μεταφορά της εβραϊκής λέξης αμέν (אמן‎) και σημαίνει «έτσι ας γίνει», «βέβαια», «στην πραγματικότητα» ή «γένοιτο» ως ισχυρή επιβεβαίωση των λεγομένων ή ευχή[1][2]. Προέρχεται από το εβραϊκό ρήμα εμάν που σημαίνει «είμαι όσιος, αξιόπιστος». Μέσω της γλώσσας τής Καινής Διαθήκης πέρασε ως στερεότυπο επιφώνημα στη χριστιανική λατρεία σε όλες τις γλώσσες. Χρησιμοποιείται όμως το ίδιο και στον Ιουδαϊσμό, και τον Ισλαμισμό. Οι Χριστιανοί έχουν υιοθετήσει γενικά τον όρο στη λατρεία κατά την ολοκλήρωση των προσευχών, των δοξολογιών ή των ύμνων. Παρόμοια χρήση του όρου γινόταν από τα μέλη της κοινότητας του Κουμράν.

Στις Εβραϊκές Γραφές η λέξη χρησιμοποιείται παρά τα ουσιαστικά είτε ως επίθετο που σημαίνει «αληθινός», «πιστός», «σταθερός», είτε ως αφηρημένη έκφραση νομικής δέσμευσης κάποιου όσον αφορά κάποιον όρκο ή διαθήκη και τις παρεπόμενες συνέπειες και περισσότερο ως επίρρημα προς επικύρωση προαναφερομένων, εκ του οποίου και καθιερώθηκε να αναφέρεται στο τέλος προσευχών προς δήλωση ευχής «γένοιτο», «είθε να γίνει έτσι». (Αριθμοί 5:22· Δευτερονόμιο 27:15-26· Νεεμίας 5:13) ή ως έκφραση της συμφωνίας με μια προσευχή, μια έκφραση αίνου ή με έναν δηλωμένο σκοπό. (1 Χρονικών 16:36· Νεεμίας 8:6· 1 Βασιλέων 1:36· Ιερεμίας 11:5)

Ο Ιησούς Χριστός φέρεται να χρησιμοποίησε αυτό τον όρο στο κήρυγμα και τη διδασκαλία του, συχνά στην εισαγωγή κάποιας δήλωσης σχετικά με ένα γεγονός, μια υπόσχεση ή μια προφητεία, δίνοντας με αυτό τον τρόπο έμφαση στην πλήρη αλήθεια και αξιοπιστία των λόγων του. (Ματθαίος 5:18, Κείμενο· 6:2, 5, Κείμενο· 24:34, Κείμενο). Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη φέρεται επίσης ο ίδιος ο Χριστός να επικαλείται: «ο αμήν, ο μάρτυς, ο πιστός».


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Janse, Mark (2001). Χριστίδης, Αναστάσιος-Φοίβος, επιμ. Ιστορία τής ελληνικής γλώσσας (κεφάλαιο: «Τα Ελληνικά τής Καινής Διαθήκης»). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. σελ. 483. ISBN 960-231-094-4. 
  2. Montanari, Franco (2013). Σύγχρονο λεξικό τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας. (μτφρ. τού Vocabolario della Lingua Greca, 2013, γ΄ έκδ., Torino: Loescher). Αθήνα: Παπαδήμας. σελ. 153. ISBN 978-960-206-567-9. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Analytical Lexicon to the Greek New Testament, 1994, 2000, Timothy and Barbara Friberg, στην αγγλική
  • Easton's Bible Dictionary, Τρίτη Έκδοση, 1897, M. G. Easton, στην αγγλική
  • Louw-Nida Greek-English Lexicon of the New Testament Based on Semantic Domains, 1988, Δεύτερη Έκδοση, J. P. Louw & E. A. Nida, United Bible Societies, στην αγγλική
  • The Interpreter's Dictionary of the Bible, 1962/2000, Abingdon Press, στην αγγλική
  • Ενόραση στις Γραφές, Τόμος 1, 1989, Β. & Φ. Ε. Σκοπιά, στην αγγλική
  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τομ. 3ος, σελ. 512

Για επιπλέον ανάγνωση Επεξεργασία