Ο Αμών (εβραϊκά: אָמוֹן‎‎, αγγλικά: Amon‎‎) είναι πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης και της Εβραϊκής βίβλου και ένας απο τους φερόμενους βασιλείς του Ιούδα του 7ου αιώνα π.Χ. Ήταν γιος και διάδοχος του Μανασσή και προκάτοχος του Ιωσία. Ο Αμών είναι κυρίως γνωστός για τις ειδωλολατρικές του πρακτικές, που οδήγησαν σε μια επανάσταση εναντίον του και τελικά τη δολοφονία του, περί τα 641 π.Χ.

Αμών
Βασιλέας του Ιούδα
Μονάρχης
Περίοδος643/642 π.Χ. – 641/640 π.Χ.
ΠροκάτοχοςΜανασσής
ΔιάδοχοςΙωσίας
Γέννησηπερί τα 664 π.Χ.
Βασίλειο του Ιούδα
Θάνατοςπερί τα 641 π.Χ.
Ιερουσαλήμ
Τόπος ταφήςΚήπος του Οζά
ΣύζυγοςΙεδιδά
ΕπίγονοιΙωσίας
ΟίκοςΟίκος του Δαβίδ
ΠατέραςΜανασσής
ΜητέραΜεσολλάμ
ΘρησκείαΕιδωλολατρία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Βίος Επεξεργασία

Ο Αμών ήταν γιος του βασιλιά Μανασσή του Ιούδα και της Μεσολλάμ, κόρη του Αρούς (ή Χαρούζ) απο την Ιετέβα της Παλαιστίνης.[1] Αν και η ημερομηνία είναι άγνωστη, η Αγία Γραφή καταγράφει ότι παντρεύτηκε την Ιεδιδά. Ο Αμών άρχισε τη βασιλεία του Ιούδα στην ηλικία των 22 ετών και βασίλεψε για δύο χρόνια.[2]

Βασιλεία Επεξεργασία

Ο βιβλικός μελετητής και αρχαιολόγος William F. Albright χρονολογεί την βασιλεία του την περίοδο 642-640 π.Χ., ενώ ο καθηγητής Ε. Ρ. Thiele προτείνει τις ημερομηνίες 643/642 - 641/640 π.Χ. Οι ημερομηνίες του Thiele συνδέονται με τη βασιλεία του γιου του Αμών, Ιωσία, του οποίου ο θάνατος στα χέρια του Φαραώ Νεχώ Β' συνέβη το καλοκαίρι του 609 π.Χ.. Η μάχη στην οποία λέγεται ότι ο Ιωσίας πέθανε επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα από την Αιγυπτιακή ιστορία[3] και θέτει το τέλος της βασιλείας του Αμών, 31 χρόνια νωρίτερα, στα 641 ή 640 π.Χ. και την αρχή της κυριαρχίας του το 643 ή το 642 π.Χ.[4]

Η Βίβλος καταγράφει ότι ο Αμών συνέχισε την πρακτική της ειδωλολατρίας του πατέρα του Μανασσή και ανέπτυξε παγανιστικές εικόνες όπως έκανε ο πατέρας του.[5] Το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης "Δ' Βασιλειών" δηλώνει ότι ο Αμών "έκανε το κακό στα μάτια του Ιεχωβά, όπως και ο Μανασσής ο πατέρας του, και "επορεύθη εις όλον τον δρόμον, τον οποίον είχε πορευθή ο πατέρας του, ελάτρευσε τα είδωλα, όπως και ο πατέρας του, και προσεκύνησεν αυτά.".[6] (Δ' Βασ. 21:21)

Ομοίως, το Β' Παραλειπομένων καταγράφει ότι «Διέπραξε και αυτός το μέγα αμάρτημα της ειδωλολατρείας, όπως και ο πατήρ του ο Μανασσής, εθυσίαζεν εις αυτά και τα υπηρετούσε δουλικώς.».[7] (Β' Παρ. 33:22) Η παράδοση του Ταλμούδ των ραββίνων αναφέρει ότι "ο Αμών έκαψε την Τορά και επέτρεψε στις αράχνες να καλύψουν το θυσιαστήριο [με πλήρη αχρησία]... Ο Αμμών αμάρτησε πάρα πολύ".[8] Όπως και άλλες κειμενικές πηγές, Ο Ιώσηπος Φλάβιος επικρίνει επίσης την βασιλεία του Αμών, περιγράφοντας την βασιλεία του όμοια με την περιγραφή της Βίβλου.[9]

Θάνατος Επεξεργασία

Μετά από δύο χρόνια, ο Αμών δολοφονήθηκε από τους υπηρέτες του, οι οποίοι συνομώτησαν εναντίον του, και τον διαδέχτηκε ο γιος του Ιωσίας, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν οκτώ χρονών.[10] Μετά τη δολοφονία του Αμών οι δολοφόνοι του έγιναν αντιπαθείς στον λαό και τελικά σκοτώθηκαν.[11] Ο ίδιος τάφηκε στον Κήπο του Οζά, στην Ιερουσαλήμ.[6]

Κάποιοι μελετητές, όπως ο Αβραάμ Μαλαμάτ, ισχυρίζονται ότι ο Αμών δολοφονήθηκε επειδή στον λαό του δεν άρεσε η επιρροή που είχε η νεο-Ασσυριανή Αυτοκρατορία επάνω στον Αμών, η οποία ήταν ένας χρόνιος εχθρός του βασιλείου του Ιούδα, υπεύθυνος για την καταστροφή του Βασιλείου του Ισραήλ.[12]

Εποχή Επεξεργασία

Η βασιλεία του Αμών βρισκόταν στη μέση μιας μεταβατικής περιόδου για το Λεβάντες και για ολόκληρη την περιοχή της Μεσοποταμίας. Στα ανατολικά του Ιούδα, η Ασσυριακή Αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται, ενώ η Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία δεν είχε ανέβει ακόμη να την αντικαταστήσει. Στα δυτικά, η Αίγυπτος εξακολουθούσε να αναρρώνει κάτω από τον Ψαμμήτιχο Α΄ από την Ασιατική κατοχή της,[13] μεταμορφώνοντας από ένα υποτελές κράτος σε έναν αυτόνομο σύμμαχο.[14]

Σε αυτό το κενό ισχύος, πολλά μικρότερα κράτη όπως ο Ιούδας κατάφεραν να κυβερνούν χωρίς ξένη παρέμβαση από μεγαλύτερες αυτοκρατορίες.[15]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Flavius Josephus (c. 93 CE). Antiquities of the Jews. Book X, Chapter 3, Section 2. Translated from the Latin by William Whiston from The Christian Classics Ethereal Library». www.ccel.org. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  2. «Bible Gateway passage: 2 Kings 21:18-26 - Revised Standard Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  3. «D.J. Wiseman (1956). Chronicles of Chaldean Kings. Trustees of the British Museum. pp. 94–95.». [νεκρός σύνδεσμος]
  4. Thiele, Edwin R. (2004). The mysterious numbers of the Hebrew kings. Kregel. ISBN 0-8254-3825-X. 635266834. 
  5. «AMON, KING OF JUDAH - JewishEncyclopedia.com». jewishencyclopedia.com. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  6. 6,0 6,1 «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ' ΚΕΦ. 21». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  7. «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' ΚΕΦ. 33». users.sch.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  8. Ginzberg, Louis· Cohen, Boaz (1913). The Legends of the Jews. Jewish publication society of America. 
  9. BEGG, CHRISTOPHER (1996). «Jotham and Amon: Two Minor Kings of Judah According to Josephus». Bulletin for Biblical Research 6: 1–13. ISSN 1065-223X. http://www.jstor.org/stable/26422137. 
  10. «Bible Gateway passage: 2 Kings 22:1 - Revised Standard Version». Bible Gateway. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  11. Fowler, Henry Thatcher (1920). Great Leaders of Hebrew History from Manasseh to John the Baptist. Macmillan. 
  12. «"History of Biblical Israel: Major Problems and Minor Issues". Bulletin of the American Schools of Oriental Research». 
  13. Kitchen, K. A. (Kenneth Anderson) (1986). The Third Intermediate Period in Egypt, 1100-650 B.C. (2nd ed. with suppl έκδοση). Warminster, England: Aris & Phillips. ISBN 0-85668-298-5. 15629577. 
  14. «James Allen and Marsha Hill (2004). "Egypt in the Late Period (ca. 712–332 B.C.)". The Metropolitan Museum of Art.». www.metmuseum.org. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. 
  15. Schipper, Bernd U. (2010-11-01). «Egypt and the Kingdom of Judah under Josiah and Jehoiakim». Tel Aviv 37 (2): 200–226. doi:10.1179/033443510x12760074470865. ISSN 0334-4355. https://doi.org/10.1179/033443510x12760074470865. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία