Ανοσοσφαιρίνη A

Αντίσωμα

Η ανοσοσφαιρίνη Α είναι μία από τις πέντε τάξεις αντισωμάτων που διαδραματίζουν καίριο λόγο στη λεγόμενη χυμική ανοσία του οργανισμού. Ιδιαίτερα η IgA παίζει σημαντικό ρόλο στη τοπική ανοσία των βλεννογόνων. Για τον λόγο αυτό πολύ περισσότερη IgA παράγεται στους ιστούς των βλεννογόνων από το άθροισμα όλων των υπολοίπων ανοσοφαιρινών. Καθημερινά 3 έως 5 gr IgA παράγονται στον εντερικό αυλό. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 75% της ολικής παραγωγής ανοσοσφαιρινών. Η IgA έχει δύο υποτάξεις, την IgA1 και την IgA2. Επιπλέον, μπορεί να εμφανίζεται σε μία διμερή μορφή, που ονομάζεται sIgA (secretory IgA ή εκκριτική IgA). Σε αυτή τη μορφή, η IgA είναι η κύρια ανοσοσφαιρίνη που ανευρίσκεται στις εκκρίσεις των βλεννογόνων, όπως στα δάκρυα, στο σάλιο, στο πρωτόγαλα, αλλά και σε εκκρίσεις του ουροποιογεννητικού συστήματος, του γαστρεντερικού σωλήνα, του προστατικού επιθηλίου, καθώς και της αναπνευστικής οδού. Ανιχνεύεται, επίσης, στο αίμα σε μικρές ποσότητες. Η εκκριτική μορφή της (sIgA) προστατεύει την ανοσοσφαιρίνη από τη δράση πρωτεολυτικών ενζύμων. Έτσι η sIgA μπορεί να επιβιώσει στο σκληρό περιβάλλον του γαστρεντερικού σωλήνα και να παρέχει προστασία ενάντια σε μικροοργανισμούς, που πολλαπλασιάζονται στις σωματικές εκκρίσεις. Η IgA ενεργοποιεί ελάχιστα το σύστημα του συμπληρώματος αλλά μπορεί να προκαλέσει οψωνινοποίηση [1] (δηλαδή την εναπόθεση προϊόντων διάσπασης των παραγόντων του συμπληρώματος πάνω στη μεμβράνη των μικροοργανισμών ή στα μακρομόρια, που προκαλούν ενεργοποίηση του συστήματος και την φαγοκυττάρωσή τους, με τη μεσολάβηση των αντίστοιχων υποδοχέων που εκφράζονται στην επιφάνεια των φαγοκυττάρων) αρκετά, όμως, αδύναμα. Οι βαριές της αλυσίδες αποτελούνται από τον τύπο α.

Μορφές της ανοσοσφαιρίνης IgA Επεξεργασία

IgA1 και IgA2 Επεξεργασία

Η IgA εκφράζεται σε δύο υποτάξεις, την IgA1 και την IgA2. Ενώ η IgA1 κυριαρχεί στον ορό (~80%), τα ποσοστά της IgA2 είναι υψηλότερα σε εκκρίσεις, παρά στον ορό (~35% στις εκκρίσεις). Η αναλογία των εκκριτικών κυττάρων που παράγουν IgA1 και IgA2 ποικίλει στους διάφορους λεμφικούς ιστούς του ανθρώπινου σώματος.
Η IgA1 είναι η κύρια IgA υπόταξη που ανευρίσκεται στον ορό. Η πλειονότητα των λεμφικών ιστών απαρτίζεται από κύτταρα που παράγουν IgA.
Στην IgA2, οι βαριές και ελαφριές αλυσίδες δεν συγκρατούνται μεταξύ τους με δισουλφιδικούς δεσμούς, αλλά με μη-ομοιοπολικούς δεσμούς. Στους εκκριτικούς λεμφικούς ιστούς (π.χ. λεμφικοί ιστοί που σχετίζονται με το έντερο), το μερίδιο παραγωγής της IgA2 είναι υψηλότερο, σε σχέση με τα μη-εκκριτικά λεμφοειδή όργανα (π.χ. σπλήνας, περιφερικοί λεμφαδένες).
Και η IgA1 και η IgA2 έχουν ανευρεθεί σε εξωτερικές εκκρίσεις, όπως στο πρωτόγαλα, το μητρικό γάλα, τα δάκρυα και το σάλιο, όπου η IgA2 είναι επικρατέστερη, απ' ό,τι στο αίμα. Πολυσακχαριδικά αντιγόνα τείνουν να προκαλούν την έκκριση της IgA2 περισσότερο απ' ό,τι πρωτεϊνικά αντιγόνα.

IgA ορού και εκκριτική IgA Επεξεργασία

Είναι επίσης δυνατό να γίνει διάκριση των μορφών της IgA ανοσοσφαιρίνης βασιζόμενη στην περιοχή που ανευρίσκονται – IgA ορού και εκκριτική IgA.
Στην εκκριτική IgA, τη μορφή που ανευρίσκεται στις εκκρίσεις, πολυμερή των 2-4 μονομερών IgA συνδέονται με δύο επιπλέον αλυσίδες. Ως εκ τούτου, η sIgA έχει μοριακό βάρος 385.000. Μία απ' αυτές είναι η J αλυσίδα (από το Joining chain), ένα πολυπεπτίδιο μοριακής μάζας 15kD, πλούσια σε κυστεΐνη και δομικά τελείως διαφορετική από άλλες ανοσοσφαιρινικές αλυσίδες. Η αλυσίδα αυτή παράγεται στα IgA-εκκριτικά κύτταρα.
Οι ολιγομερείς μορφές της IgA στις εξωτερικές (βλεννογονικές) εκκρίσεις περιέχουν κι αυτές ένα πολυπεπτίδιο, αρκετά μεγαλύτερης μοριακής μάζας (70kD), που ονομάζεται εκκριτικό στοιχείο και παράγεται από τα επιθηλιακά κύτταρα. Το μόριο αυτό προέρχεται από τον πολυ-Ig υποδοχέα, που είναι υπεύθυνος για την πρόσληψη και τη διακυτταρική μεταφορά ολιγομερών (αλλά όχι μονομερών) IgA στα επιθηλιακά κύτταρα, καθώς και σε εκκρίσεις, όπως στα δάκρυα, στο σάλιο, στον ιδρώτα και στα εντερικά υγρά.

Ενεργότητα της IgA Επεξεργασία

Η μεγάλη επικράτηση της IgA στις περιοχές των βλεννογόνων είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ πλασματοκυττάρων, που παράγουν πολυμερή IgA (pIgA) και επιθηλιακών κυττάρων βλεννογόνων, που εκφράζουν έναν ανοσοσφαιρινικό υποδοχέα, τον πολυμερή Ig υποδοχέα (pIgR). Ο pIgA ελευθερώνεται από τα κοντινά ενεργοποιημένα πλασματοκύτταρα και συνδέεται με τον pIgR. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μεταφορά της IgA, κατά μήκος των επιθηλιακών κυττάρων των βλεννογόνων και τη διάσπασή της από τον pIgR, με στόχο την έγχυσή της σε εξωτερικές εκκρίσεις.
Στο αίμα, η IgA επιδρά με έναν υποδοχέα του κλάσματος Fc της ανοσοσφαιρίνης, που ονομάζεται FcαRI (ή CD89) και εκφράζεται στα δραστικά κύτταρα του ανοσοποιητικού, ώστε να ξεκινήσει τη φλεγμονώδη αντίδραση. Η απολίνωση του FcαRI από ανοσοσυμπλέγματα που φέρουν την IgA προκαλεί την αντισωματοεξαρτώμενη, κυτταρικώς επαγόμενη κυτταροτοξικότητα (ADCC ή Antibody-Dependent Cell-mediated cytotoxicity), την αποκοκκίωση των ηωσινόφιλων και βασεόφιλων κυττάρων, την φαγοκυττάρωση από μονοκύτταρα, μακροφάγα και ουδετερόφιλα και την ενεργοποίηση του μηχανισμού αναπνευστικής έκρηξης, από τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα.

Μεταφορά της IgA στον οργανισμό Επεξεργασία

Η πολυμερής IgA (κυρίως το εκκριτικό διμερές) παράγεται από πλασματοκύτταρα στο χόριο, που συνορεύει με τις βλεννογονικές επιφάνειες. Συνδέεται με τον πολυμερή ανοσοσφαιρινικό υποδοχέα στην πλαγιοβασική επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων και εισέρχεται στο κύτταρο με τη διαδικασία της ενδοκύττωσης. Το σύμπλεγμα υποδοχέας-IgA διέρχεται τα κυτταρικά διαμερίσματα, προτού εκκριθεί στην εξωτερική επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων του εκάστοτε αυλού, προσδεδεμένη ακόμη με τον υποδοχέα. Αυτός υφίσταται πρωτεόλυση και η διμερής μορφή της IgA μαζί με ένα τμήμα του υποδοχέα, γνωστό ως εκκριτικό στοιχείο, είναι ελεύθερα να διαχυθούν στον αυλό. Στο έντερο μπορεί να προσδένεται με το στρώμα βλέννης πάνω από τα επιθηλιακά κύτταρα, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα φράγμα ικανό να εξουδετερώνει απειλές, προτού φτάσουν στα κύτταρα.

Παθολογία της IgA Επεξεργασία

Μείωση ή απουσία της IgA, γνωστή ως εκλεκτική ανεπάρκεια της IgA, μπορεί να είναι μία κλινικά σημαντική ανοσοανεπάρκεια.
Η Neisseria gonorrheae (που προκαλεί την γονόρροια), ο Streptococcus pneumoniae, και ο Haemophilus influenzae τύπου Β ελευθερώνουν μία πρωτεάση, που καταστρέφει την IgA.
Η νεφροπάθεια της IgA προκαλείται από εναπόθεση της IgA στους νεφρούς. Δεν είναι ακόμη γνωστό γιατί σχηματίζονται τα συγκεκριμένα αποθέματα της IgA στη χρόνια αυτή ασθένεια. Ορισμένες θεωρίες προτείνουν ότι κάποια ανωμαλία του ανοσοποιητικού συστήματος οδηγεί στον σχηματισμό τους. Χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης νόσου στη γενική εξέταση ούρων είναι η εμφάνιση ερυθρών και πυοσφαιρίων, χωρίς μικροοργανισμούς.[2] Η κοιλιοκάκη περιλαμβάνει παθολογία των IgA, λόγω της παρουσίας αντί-IgA ενδομύιων αυτοαντισωμάτων.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  1. Γερμενής A. (2000) Ιατρική ανοσολογία. Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ, Αθήνα. ISBN 960-02-1397-6.
  2. Καρκαλούσος Π. (2010) Νεφρικοί νόσοι. Έκδοση ΤΕΙ Αθηνών, Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων.
 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Immunoglobulin_A της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).