Με τον όρο αριστοτελισμός εννοούμε τη συνέχεια του φιλοσοφικού έργου του Αριστοτέλη τόσο στην εποχή του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, όσο και στην εποχή των Νεότερων Χρόνων. Ολόκληρο το έργο του (Λογική, Φυσική, Κοσμολογία, Βιολογία, Φυσιολογία, Πολιτική και Μεταφυσική), κατά την παραπάνω μακρά ιστορική περίοδο (5ος – 18ος αιώνες), έτυχε πολλαπλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων από βυζαντινούς, Έλληνες και Ευρωπαίους λογίους. Ο αριστοτελισμός δηλώνει έναν τρόπο σκέψης πλησιέστερο στο νεότερο ορθολογικό πνεύμα: πριμοδοτεί την παρατήρηση και το πείραμα για να ταξινομήσει τις μορφές των πραγμάτων, όπως μας τα μεταφέρουν οι αισθήσεις μας, καθώς και να τις αναλύσει με βάση συγκεκριμένους κανόνες επιστημονικής σκέψης. Δεν αποκλείει την πίστη σε μια θεϊκή τάξη πραγμάτων αλλά προϋποθέτει, για την αποκάλυψη ή την κατανόησή της, τη διαμεσολάβηση της λειτουργίας του ορθού λόγου.[1] Ειδικότερα, στο Βυζάντιο όταν μιλούμε για αριστοτελισμό εννοούμε το «σύνολο των οντολογικών και των κοσμολογικών ‐ με ισχυρή, μάλιστα, συνοδεία των περί λογικής – θεωριών του Αριστοτέλη στις οποίες κατέφυγαν οι Βυζαντινοί θεολόγοι και φιλόσοφοι, για να εξηγήσουν το ότι ο κόσμος της αισθητής εμπειρίας έχει θετικό αξιολογικό νόημα, το οποίο απορρέει εκ του ότι ο Θεός είναι η τελική αιτία του, η ανώτατη σημασιοτοδότησή του».[2]

Συνοπτική θεώρηση του αριστοτελισμού σε ανατολή και δύση Επεξεργασία

Στον ισλαμικό κόσμο τα έργα του Αριστοτέλη μεταφράστηκαν στα αραβικά από φιλοσόφους, όπως ο Αβικέννας και Αβερρόης. Αν και υπήρχε κάποια γνώση των λογικών έργων του Αριστοτέλη, στη Δυτική Ευρώπη μέχρι τις λατινικές μεταφράσεις του 12ου αιώνα, τα έργα του Αριστοτέλη μέσω των αραβικών σχολιαστών έγιναν ευρύτερα γνωστά.

Οι μελετητές όπως Αλβέρτος ο Μέγας (Albertus Magnus) και ο Θωμάς ο Ακινάτης, αλλά και ο Γεώργιος Παχυμέρης στο Βυζάντιο ερμηνεύουν και συστηματοποιούν τα έργα του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία.

Η χαρακτηριστική, όμως, αριστοτελική ιδέα της τελεολογίας διαβιβάστηκε μέσω Καντ και Χέγκελ. Έκτοτε, η μελέτη των έργων του Αριστοτέλη συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.[3]

Ο Αριστοτέλης στο Βυζάντιο Επεξεργασία

Είναι αδύνατον εδώ να επιχειρηθεί μια συστηματική έκθεση της υποδοχής που είχε η αριστοτελική φιλοσοφία στο Βυζάντιο. Ωστόσο, ενδεικτικά θα αναφέρουμε μερικούς βυζαντινούς λογίους που ασχολήθηκαν με το έργο του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου.

Ένας εξ αυτών είναι ο Ιωάννης Φιλόπονος ή Γραμματικός, ο οποίος υπήρξε κατεξοχήν αριστοτελικός φιλόσοφος κατά τον 6ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Β. Ν. Τατάκη, σύνθεσε υπομνήματα στον Αριστοτέλη, κυρίως στις Κατηγορίες, στα Αναλυτικά, στα Φυσικά, στο Περί Γνώσεως και φθοράς και στην πραγματεία Περί ψυχής[4]. Στον ίδιο, εξάλλου, οφείλεται η σύνθεση της αριστοτελικής σκέψης με τη χριστιανική πίστη. Ενώ υπήρξε «ένθερμος χριστιανός», κάποιες φορές καταλήγει και σε αιρετικές αποκλίσεις, ιδιαίτερα προς το μονοφυσιτισμό.  

Ο Λεόντιος Βυζάντιος, λόγιος του τέλους του 5ου και του πρώτου μισού του 6ου αιώνα είναι ακόμη ένα σημαντικός βυζαντινός λόγιος που επηρεάστηκε από το έργο του Αριστοτέλη. Δέχεται τον ορισμό του Αριστοτέλη για το σώμα. Ωστόσο, στην περί ψυχής αντίληψή του περισσότερο πλησιάζει την πλατωνική φιλοσοφία. Αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει να παραμείνει πιστός στη χριστιανική πίστη, εξασφαλίζοντας όπως υποστηρίζει ο Β. Ν. Τατάκης την «εντελέχεια της ανθρώπινης σύνθεσης».[5]

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, διαπρεπέστατος Πατέρας της Εκκλησίας του 8ου αιώνα, ασχολήθηκε και μελέτησε βαθύτατα την αριστοτελική θεωρία. Αρχικά, το έργο του έγινε εγχειρίδιο σπουδής της Λογικής του Αριστοτέλη. Στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει την ύπαρξη του Θεού, χρησιμοποίησε επιχειρήματα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εξ ου και το γνωστό απόφθεγμά του για το ακατάληπτο του Θεού: «άπειρον ουν το θείον και ακατάληπτον».[6]

Στην ίδια τροχιά κινείται και ο Αρέθας, λόγιος που ανήκε στον κύκλο του Πατριάρχη Φωτίου (9ος αιώνας). Κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του καιρού του επιμελήθηκε και εξέδωσε πολλά έργα κλασικών κειμένων, μεταξύ αυτών και του Αριστοτέλη.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον για την προώθηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο παρουσιάζει η προσωπικότητα του Γεωργίου Παχυμέρη (13ο αιώνας). [7]Στο έργο του Φιλοσοφία – σύμφωνα με τον Β. Ν. Τατάκη στους καταλόγους φέρει τον λατινικό τίτλο: Paraphrasis in universam philosophian Aristotelis – εντάσσονται διάφορες πραγματείες έργων του Αριστοτέλη.[8]

Ο Αριστοτέλης στην Τουρκοκρατία Επεξεργασία

Κατά την περίοδο πριν και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) γνωστή είναι διαμάχη αριστοτελιστών και πλατωνιστών Ελλήνων λογίων. Η κυριότερη είναι αυτή μεταξύ του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα με τον Γεώργιο Σχολάριο, πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη μετά την Άλωση, με το όνομα Γεννάδιος Β΄.[9]

Σημαντικότατο κεφάλαιο του αριστοτελισμού στον μεταβυζαντινό χώρο είναι το έργο του Θεόφιλου Κορυδαλέα (1570-1646), του κατεξοχήν σχολιαστή του Αριστοτέλη κατά τον 16ο αιώνα, με ισχυρότατη επίδραση σε μεταγενέστερους Έλληνες λογίους μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που στη Δύση εμφανίζεται ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και στην καθ’ ημάς Ανατολή ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.[10]

Στο παραπάνω πλουσιότατο υλικό των μεταβυζαντινών λογίων που ασχολήθηκαν με τον Αριστοτέλη, οφείλουμε να εντάξουμε και το έργο Ελλήνων λογίων, γνωστών ως Διδασκάλων του Γένους που στο διδακτικό τους έργο σε περιώνυμες σχολές του 18ο αιώνα, έργα του Αριστοτέλη αποτέλεσαν τον κυριότερο κορμό διδακτικών κειμένων. Χαρακτηριστική, εδώ, είναι η περίπτωση του Δωρόθεου Λεσβίου, λαμπρού λογίου του 18ου αιώνα, ο οποίος δίδαξε αριστοτελική φιλοσοφία και φυσική στην Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως.[11]

Ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση Επεξεργασία

Οι Άραβες κατά την περίοδο της ακμής τους (8ος-13ος αι.) καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες και δημιούργησαν το λεγόμενο αραβοϊσλαμικό πολιτισμό, που εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις θεμελιώδεις αρχές της αριστοτελικής σκέψης. Η τελευταία μεταβιβάστηκε στον ισλαμικό κόσμο με τη μεγάλη μεταφραστική κίνηση που σημειώθηκε την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων από τα ελληνικά στα αραβικά, θέτοντας, έτσι, τις βάσεις της αραβικής φιλοσοφίας (falsafa) και των αραβικών επιστημών. Τον 13ο αιώνα ο αριστοτελικός λόγος εισήλθε θριαμβευτικά στη Δύση με τις λατινικές μεταφράσεις του από την αραβική γλώσσα. Η κίνηση αυτή, γνωστή ως Σχολαστικισμός, διέδωσε την αριστοτελική φιλοσοφία στη Δύση. Συνεπώς, η Σχολαστική Φιλοσοφία του Δυτικού Μεσαίωνα φέρει αδρά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αραβικού αριστοτελισμού. Από αυτήν επηρεάστηκαν αρκετοί λόγιοι της Δύσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Θωμά Ακινάτη (13ος αιώνας). Γνωστότεροι Άραβες αριστοτελιστές φιλόσοφοι ήταν ο Αμπού Ναζρ Μουχάμαντ ιμπν αλ-Φαράχ αλ-Φαραμπί (10ος αιώνας), ο Αβικέννας (11ο αιώνας) και ο Αβερρόης (12ος αιώνας).[12]

Βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη Επεξεργασία

φιλία: Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια χαρακτηρίζει τον δούλο σαν ζωντανό εργαλείο ("έμψυχον όργανον"), την φιλία, όμως, μ' αυτόν τη θεωρεί δυνατή τόσο μόνο, όσο και ο δούλος είναι άνθρωπος. Δεν παραχωρεί καμία θέση στη σωματική εργασία μέσα στο σύστημα των αξιών, κι αυτό συμπίπτει  με τη γραμμή του φιλοσόφου, για τον οποίο η ανθρώπινη ευτυχία ολοκληρώνεται  στην πνευματική δραστηριότητα.

φύσις: Αληθινή  πραγματικότητα  εννοούσε τη φύση, που δίνει τον κανόνα. Στον άνθρωπο η φύση είναι προσιτή μόνο με θεωρητική γνώση. Σαν θέατρο παρομοιάζεται η φύση, κάθε αυτόματης κίνησης και μεταβολής, ενώ η αιτιολογία αυτών των φαινομένων ως προϋπόθεση όλων των μελετών των φυσικών επιστημών. Οι βασικές αρχές της αριστοτελικής ερμηνείας της φύσης είναι το εννοιολογικό ζευγάρι ύλη και είδος (=μορφή), χάρη στο οποίο ο Αριστοτέλης υπερπήδησε τον Πλατωνικό χωρισμό ανάμεσα σε μια καθαρή νοητική πραγματικότητα και τον κόσμο των αισθήσεων. Η διατύπωση του βασικού αξιώματος για την έρευνα (στα Μεταφυσικά) αφορά στο ότι πάντα πρέπει να ξεκινούμε από αυτό που μας δίνεται σαν βέβαιο από τις αισθήσεις και από κει να προχωρούμε προς τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης. Για να μπορούν η ύλη και το είδος να βρίσκονται σ' εκείνες τις σχέσεις που θα επιτρέπουν στη μορφή να πραγματοποιείται μέσα στην ύλη, χρειαζόταν μια τρίτη αρχή, η αρχή της κίνησης, η οποία εκτός από την τοπική κίνηση, περιλαμβάνει και την ποσοτική αύξηση και την ποιοτική μεταβολή. Η πορεία της κίνησης ή καλύτερα της μεταβολής (παράδειγμα: σπόρος-αύξηση-φυτό) εκφράζει τη μετάβαση από τη δυνατότητα μιας μορφής (δύναμις) στην πραγματοποίησή της (ενέργεια), δύο έννοιες που στη σκέψη του Αριστοτέλη παίρνουν κεντρική θέση. Ως  τέταρτη αρχή κοντά στην ύλη, το είδος και την κίνηση, εμφανίζεται ο σκοπός (τέλος), ως ο πιο βασικός εκπρόσωπος της τελεολογικής σκέψης.

ἀγαθόν: Ο Αριστοτέλης αναζητεί τη φύση της ευδαιμονίας, που είναι το ύψιστο αγαθό που μπορούμε να φτάσουμε με τη δράση μας. Οι αρετές του χαρακτήρα, όπως η ανδρεία, η υψηλοφροσύνη, η επιείκεια αντιτίθενται προς τις νοητικές αρετές. Απαραίτητη, όμως, για κάθε ηθική ενέργεια είναι η φρόνηση, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται, όχι επάνω σε μια γνώση,  αλλά σε μια σταθερή κατεύθυνση της βούλησης ως περιοχή της ανθρώπινης ψυχής. Η μεσότητα ανάμεσα σε δύο ακρότητες, την υπερβολή και την έλλειψη, αποτελεί την κεντρική σκέψη της ηθικής.

Θεός: Το όν και το έν αποτελούν ουσιαστικά μία δυσκολοσύλληπτη έννοια του Θεού, στην οποία ολοκληρώνεται η μεταφυσική του σκέψη. Ο Θεός του ως ακίνητος πρώτος κινητής, είναι ύψιστη μορφή χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της ύλης. Τον θεωρεί ολοκληρωμένη νοητική δύναμη, που μπορεί να στρέφεται μόνο προς το πληρέστατο, δηλαδή μόνο προς τον εαυτό του. Η θεότητα αυτή δεν δημιούργησε τον κόσμο και δεν τον κυβερνά με το πνεύμα της Πρόνοιας. Μίλησε για έναν χωρισμό που ξεχωρίζει τον Θεό και τον κόσμο, ένα ανώτερο πνεύμα στην κορυφή του κόσμου. Όμως, έστω κι αν δεν δέχεται ο Αριστοτέλης καμμία ενέργεια Θεού, που να επιδρά στον κόσμο, μολαταύτα η κίνηση του κόσμου κατευθύνεται σ' αυτόν. Κάθε κίνηση έχει την εντελέχειά της στη μορφή που θέλει να πραγματοποιήσει. Η ανώτατη από όλες τις εντελέχειες είναι αναγκαστικά και η ανώτατη από όλες τις μορφές, δηλαδή ο Θεός, προς τον οποίο τείνει η κίνηση ολόκληρου του κόσμου. Ακίνητος ο ίδιος, είναι η αιτία της κίνησης. "Ο δε Θεός και η φύσις ουδέν μάτην ποιούσιν". Δηλαδή, η φύση δημιουργεί με επίγνωση του σκοπού της από τον τομέα της θεϊκής επενέργειας.

σώμα-ψυχή: Η κεντρική σκέψη του Αριστοτέλης τα περιγράφει ως δυό όψεις, μιας και της ίδιας ουσίας, που  μεταξύ τους βρίσκονται σε σχέση ύλης και μορφής (ύλη-είδος). Ως μορφή του ζωντανού όντος η ψυχή είναι σύμφωνα με τη θεωρία του Αριστοτέλη  συγχρόνως και η εντελέχειά του. Το απλούστατο είδος ψυχής που το έχει ακόμα και το φυτό, διαθέτει μόνο τη δύναμη της διατροφής (θρεπτικόν), μαζί με την οποία υπάρχει και η δύναμη της αναπαραγωγής. Τα ζώα έχουν την ικανότητα, έστω και σε πολύ διαφορετικό βαθμό, να αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις (αισθητικόν), ενώ στα ανώτερα είδη προστίθενται σ' αυτά η επιθυμητική διάθεση (ορεκτικόν) και η κινητική ( κινητικόν). Μόνο στον άνθρωπο προσιδιάζει η νοητική ικανότητα (διανοητικόν). Μόνο ο νους είναι απαλλαγμένος από τον σύνδεσμο με το σωματικό. Μπαίνει προφανώς απ' έξω μέσα στο έμβρυο και σ' αυτήν τη βαθμίδα της αριστοτελικής σκέψης είναι και το μόνο τμήμα της ψυχής το οποίο επιζεί, με την έννοια της αθανασίας.

Διαίρεση φιλοσοφικών εννοιών κατά Αριστοτέλη Επεξεργασία

φιλία: "Τῆς φιλίας τρία εἴδη ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ αὐτῆς ἐστι φυσική͵ ἡ δὲ ἑταιρική͵ ἡ δὲ ξενική.φυσικὴν μὲν οὖν ταύτην λέγομεν͵ ἣν οἱ γονεῖς πρὸς τὰ ἔκγονα ἔχουσι καὶ οἱ συγγενεῖς πρὸς ἀλλήλους· ταύτην δὲ κεκλήρωται καὶ τἆλλα ζῷα. ἑταιρικὴν δὲ καλοῦμεν τὴν ἀπὸ συνηθείας γινομένην καὶ μηδὲν προσήκουσαν γένει͵ ἀλλ΄ οἷον ἡ Πυλάδου πρὸς Ὀρέστην. ἡ δὲ ξενικὴ φιλία ἡ ἀπὸ συστάσεως καὶ διὰ γραμμάτων γινομένη πρὸς τοὺς ξένους. τῆς ἄρα φιλίας ἡ μέν ἐστι φυσική͵ ἡ δὲ ἑταιρική͵ ἡ δὲ ξενική· προστιθέασι δέ τινες τετάρτην ἐρωτικήν".

Τῆς ἰατρικῆς ἐστιν εἴδη πέντε· ἡ μὲν φαρμακευτική͵ ἡ δὲ χειρουργική͵ ἡ δὲ διαιτητική͵ ἡ δὲ νοσογνωμονική͵ ἡ δὲ βοηθητική. ἡ μὲν φαρμακευτικὴ διὰ φαρμάκων ἰᾶται τὰς ἀρρωστίας. ἡ δὲ χειρουργικὴ διὰ τοῦ τέμνειν καὶ καίειν ὑγιάζει͵ ἡ δὲ διαιτητικὴ διὰ τοῦ διαιτᾶν ἀπαλλάττει τῆς ἀρρωστίας͵ ἡ δὲ νοσογνωμονικὴ διὰ τοῦ γνῶ ναι τὸ ἀρρώστημα͵ ἡ δὲ βοηθητικὴ διὰ τοῦ βοηθῆσαι εἰς τὸ παραχρῆμα ἀπαλλάττει τῆς ἀλγηδόνος. τῆς ἄρα ἰατρικῆς ἡ μέν ἐστι φαρμακευτική͵ ἡ δὲ χειρουργική͵ ἡ δὲ διαιτητική͵ ἡ δὲ νοσογνωμονική͵ ἡ δὲ βοηθητική.

Νόμου διαιρέσεις δύο, ὁ μὲν γὰρ αὐτοῦ γεγραμμένος͵ ὁ δὲ ἄγραφος. ᾧ μὲν ἐν ταῖς πόλεσι πολιτευόμεθα͵ γεγραμμένος ἐστίν· ὁ δὲ κατὰ ἔθη γινόμενος οὗτος ἄγραφος καλεῖται· οἷον τὸ μὴ γυμνὸν πορεύεσθαι εἰς τὴν ἀγορὰν μηδὲ γυναικεῖον ἱμάτιον περιβάλλεσθαι. ταῦτα γὰρ οὐδεὶς νόμος κωλύει͵ ἀλλ΄ ὅμως οὐ πράττομεν διὰ τὸ ἀγράφῳ νόμῳ κωλύεσθαι. τοῦ ἄρα νόμου ἐστὶν ὁ μὲν γεγραμμένος͵ ὁ δὲ ἄγραφος.

λόγος διαιρεῖται εἰς πέντε͵ ὧν εἷς μέν ἐστιν͵ ὃν οἱ πολιτευόμενοι λέγουσιν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις͵ ὃς καλεῖται πολιτικός· ἑτέρα δὲ διαίρεσις λόγου ὃν οἱ ῥήτορες γράφουσι καὶ εἰς ἐπίδειξίν τε προφέρουσι καὶ εἰς δικαστήριον͵ οἷον ἐγκώμια καὶ ψόγους καὶ κατηγορίας καὶ ἀπολογίας τὸ δὴ τοιοῦτον εἶδός ἐστι ῥητορικόν. τρίτη δὲ διαίρεσις λόγου͵ ὃν οἱ ἰδιῶται διαλέγονται πρὸς ἀλλήλους· οὗτος δὴ ὁ τρόπος προσαγορεύεται ἰδιωτικός. ἑτέρα δὲ διαίρεσις λόγου͵ ὃν οἱ κατὰ βραχὺ ἐρωτῶντες καὶ ἀποκρινόμενοι τοῖς ἐρωτῶσι διαλέγονται· οὗτος δὲ καλεῖ ται ὁ λόγος διαλεκτικός. πέμπτη δὲ διαίρεσις λόγου͵ ὃν οἱ τεχνῖται περὶ τῆς ἑαυτῶν.

διαιρεῖται ἡ εὐταξία εἰς τέσσαρα. ἔστι γὰρ αὐτῆς ἓν μὲν περὶ ψυχήν͵ ἓν δὲ περὶ σῶμα͵ ἓν δὲ περὶ πλῆθος͵ ἓν δὲ περὶ κινήσεις. ἡ μὲν οὖν ἐν τῇ ψυχῇ εὐταξία ἐγγινομένη κοσμιότης καλεῖται͵ ἡ δὲ ἐν τῷ σώματι εὐταξία κάλλος καλεῖται͵ ἡ δὲ ἐν κινήσει εὐταξία εὐρυθμία ὀνομάζεται͵ ἡ δὲ ἐν τῷ πλήθει͵ οἷον ἡ πρὸς ἄρχοντας πειθαρχία εὐταξία προσαγορεύεται.

διαιρεῖται ἡ ἀταξία εἰς τέσσαρα. ἔστι γὰρ αὐτῆς ἓν μὲν ἐν ψυχῇ͵ ἓν δὲ ἐν σώματι͵ ἓν δὲ ἐν πλήθει͵ ἓν δὲ ἐν κινήσει. ἡ μὲν οὖν ἐν τῇ ψυχῇ ἀταξία ἐγγινομένη ἀσωτία ἢ ἀκολασία καλεῖται͵ ἡ δὲ ἐν τῷ σώματι ἀταξία αἰσχρότης καλεῖται͵ ἡ δὲ ἐν τῷ πλήθει ἀταξία ἀπειθαρχία καλεῖται͵ ἡ δὲ ἐν κινήσει ἀρρυθμία προσαγορεύεται.

Τῆς φιλανθρωπίας ἐστὶν εἴδη τρία· ἓν μὲν διὰ τῆς προσηγορίας γινόμενον͵ οἷον ἐν ᾧ τινες τὸν ἐντυχόντα πάντα προσαγορεύουσι καὶ τὴν δεξιὰν ἐμβάλλοντες χαι ρετίζουσιν· ἄλλο εἶδος͵ ὅταν τις βοηθητικὸς ᾖ παντὶ τῷ ἀτυχοῦντι· ἕτερον εἶδός ἐστι τῆς φιλανθρωπίας͵ ἐν ᾧ τινες φιλοδειπνισταί εἰσι. τῆς ἄρα φιλανθρωπίας τὸ μέν ἐστι διὰ τοῦ προσαγορεύειν͵ τὸ δὲ διὰ τοῦ εὐεργετεῖν͵ τὸ δὲ διὰ τοῦ ἑστιᾶν καὶ φιλοσυνουσιάζειν.

τὸ κάλλος διαιρεῖται εἰς τρία· ἓν μὲν γὰρ αὐτοῦ ἐστιν ἐπαινετόν͵ οἷον ἡ διὰ τῆς ὄψεως εὐμορφία· ἄλλο δὲ χρηστικόν͵ οἷον ὄργανον καὶ οἰκία καὶ τὰ τοιαῦτα πρὸς χρῆσίν ἐστι καλά· τὰ δὲ πρὸς νόμους καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ τὰ τοιαῦτα πρὸς ὠφέλειάν ἐστι καλά. τοῦ ἄρα κάλλους τὸ μέν ἐστι πρὸς ἔπαινον͵ τὸ δὲ πρὸς χρῆσιν͵ τὸ δὲ πρὸς ὠφέλειαν.

Τῆς τελείας ἀρετῆς εἴδη ἐστὶ τέτταρα· ἓν μὲν φρόνησις͵ ἓν δὲ δικαιοσύνη͵ ἄλλο δ΄ ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη. τούτων ἡ μὲν φρό νησις αἰτία τοῦ πράττειν ὀρθῶς τὰ πράγματα· ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ ἐν ταῖς κοινωνίαις καὶ τοῖς συναλλάγμασι δικαιοπραγεῖν· ἡ δὲ ἀνδρεία τοῦ ἐν τοῖς κινδύνοις καὶ φοβεροῖς μὴ [ἐξίστασθαι] τρεῖν ͵ ἀλλὰ μένειν· ἡ δὲ σωφροσύνη τοῦ κρατεῖν τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὑπὸ μηδεμιᾶς ἡδονῆς δουλοῦσθαι͵ ἀλλὰ κοσμίως ζῆν. τῆς ἀρετῆς ἄρα τὸ μέν ἐστι φρόνησις͵ ἄλλο δικαιοσύνη͵ τρίτον ἀνδρεία͵ τέταρτον σωφροσύνη.

Διαιρεῖται ἡ κίνησις εἰς τρία. ἔστι γὰρ αὐτῆς ἓν μὲν κατὰ τόπον͵ ἓν δὲ κατὰ ἀλλοίωσιν͵ ἓν δὲ αὐτὴ καθ΄ ἑαυτὴν ἡ κίνησις. ἔστι δὲ ἡ μὲν κατὰ τόπον τὸ ἐξαλλάσσειν τόπον ἐκ τόπου͵ οἷον οἱ τρέχοντες καὶ πηδῶντες καὶ πλέοντες καὶ αἱ ἄλλαι αἱ τοιαῦται κινήσεις. ἡ δὲ κατὰ ἀλλοίωσιν͵ οἷον οἱ αὐξανόμενοι καὶ γηράσκοντες καὶ φθίνοντες καὶ ἄλλα τοιαῦτα. ἡ δὲ αὐτὴ καθ΄ ἑαυτήν͵ οἷον οἱ τροχοὶ καὶ οἱ ἔμβικες καὶ ὁ κόσμος καὶ ἄλλα τοιαῦτα.[13]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Βάρσος, Γεώργιος (1999). Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τον 18ο αι. μ.Χ. Πάτρα: ΕΑΠ. σελ. 96. ISBN 960-538-062-5. 
  2. Χρήστος Τερέζης, (2003), Εισαγωγικά στη Βυζαντινή Φιλοσοφία, Πάτρα, σσ. 210-211. 
  3. Aristotle Archive of Freie Universität Berlin
  4. Β. Ν. Τατάκης, (1977), Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, επιμ. Λίνος Μπενάκης, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ. 54. 
  5. Όπ. π. σ. 81. 
  6. Όπ. π.σσ. 116-119. 
  7. Χρήστος Τερέζης (2001), «Ο βυζαντινός Αρέθας ως σχολιαστής του Αριστοτέλη», στο: Αθήνα και Εσπερία, Αθήνα: Εταιρεία Αριστοτελικών Μελετών Το Λύκειον, σσ. 278-291. Πρβλ. PaulLemerle, (1985), Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση κα την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 192-196. 
  8. Χρήστος Τερέζης, (2003), όπ. π. σσ. 140-142. 
  9. Β. Ν. Τατάκης, (1977), όπ. π., σ. 223. Πρβλ. Ν. Ματσούκας, (1994), Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας. Με παράτημα το σχολαστικισμό του Δυτικού Μεσαίωνα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 164-165. 
  10. Παναγιώτης Κονδύλης, (1988), Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές του ιδέες, Αθήνα: Θεμέλιο. 
  11. Λίνος Μπενάκης, (1977), «Από την ιστορία του μεταβυζαντινού αριστοτελισμού στον ελληνικό χώρο. Αμφισβήτηση και υπεράσπιση του φιλοσόφου στον 18ο αιώνα. Νικόλαος Ζαρζούλης – Δωρόθεος Λέσβιος», στη: Φιλοσοφία, τ. 7, σσ. 416-454. 
  12. Ζιάκας Γρηγόριος, (1986), Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση, Θεσσαλονίκη: Έκδοση Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων ΑΠΘ. 
  13. Divisiones Aristoteleae.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Μπέρτραντ Ράσελ, Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας «Η αρχαία φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη», εκδ. Αρσενίδης ISBN 960-253-093-6
  • Μπέρτραντ Ράσελ, Η φιλοσοφική μου εξέλιξη, εκδ. Αρσενίδης, 2007 ISBN 978-960-253-207-2
  • Robert B. Todd «Bryn Mawr Classical Review», Σχόλια από τον Σιμπλίκιο και Ιωάννη Φιλόπονο, Βερολίνο και Νέα Υόρκη, 2008 ISBN 9783110195415
  • Αργυροπούλου Δ. Ρωξάνη, (2004), Προσεγγίσεις της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
  • Ζιάκας Γρηγόριος, (1986), Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση, Θεσσαλονίκη: Έκδοση Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων ΑΠΘ.
  • Κονδύλης Παναγιώτης, (1988), Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες, Αθήνα: Θεμέλιο.
  • Ματσούκας Ν., Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας. Με παράρτημα το σχολαστικισμό του Δυτικού Μεσαίωνα, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς.
  • Μπενάκης Λίνος, (2002), Βυζαντινή Φιλοσοφία. Κείμενα και Μελέτες, Αθήνα: Παρουσία.
  • Ο ίδιος, (2013), Βυζαντινή Φιλοσοφία, τ. Β΄, Αθήνα: Παρουσία.
  • Νούτσος Παναγιώτης, (2005), Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Τα όρια της Διακινδύνευσης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Παπαδόπουλος Στυλιανός, (1970) Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας. Εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου, Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών.
  • Παπανούτσος, Π. Ε., (1956), Νεοελληνική φιλοσοφία, ττ. 2. Αθήνα: Βασική Βιβλιοθήκη, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος.
  • Πέτσιος Θ. Κωνσταντίνος, (2007), Νεοελληνική φιλοσοφία. Από την έρευνα των πηγών στην προβολή των δεδομένων. Το Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας στην ψηφιακή κοινωνία, Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
  • PodskalskyGerhard, (2008), Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1453-1821. Η Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ., πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Ρωμανός Π. Κωνσταντίνος, (2001), Ελληνιστικό Ισλάμ. Ο ελλείπων κρίκος στη διαχρονική πορεία της ελληνικής παιδείας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Τατάκης Ν. Βασίλειος, (1952), «Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός στο Βυζάντιο», στο: Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Αθήναι: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σσ. 147-194.
  • Ο ίδιος, (1977), Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, επιμ. Λίνος Μπενάκης, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
  • Τερέζης Χρήστος, (2001), «Ο βυζαντινός Αρέθας ως σχολιαστής του Αριστοτέλη», στο: Αθήνα και Εσπερία, Αθήνα:Εταιρεία Αριστοτελικών Μελετών Το Λύκειον, σσ. 278-291.
  • Ο ίδιος, (2011), Πλάτων και Αριστοτέλης. Προς μια συμφιλίωση, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
  • Ψημμένος Ν., (1988-1989), Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Ανθολογία κειμένων με εισαγωγή και σχόλια, ττ. 2, Αθήνα: Γνώση.
  • WilsonG. N., Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, μτφρ. Νίκος Κονομής, Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία