Αρραβώνας (ως όρος και έννοια του Ενοχικού Δικαίου) είναι το πράγμα (χρηματικό ποσό ή οτιδήποτε άλλο) που δίνει ο ένας αντισυμβαλλόμενος στον άλλον κατά την κατάρτιση της σύμβασης και για τη διασφάλιση ότι η σύμβαση θα εκτελεσθεί. Η λέξη "αρραβώνας" στην ελληνική γλώσσα εμφανίζεται από τους ελληνιστικούς χρόνους και είναι μάλλον αραβικής προελεύσεως.

Στη γλώσσα των συναλλαγών, αντί του νομικού όρου "αρραβώνας", συνηθέστερη είναι η χρήση της λέξεως "καπάρο". Στην καθημερινή νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε τη λέξη "αρραβώνας" για να δηλώσουμε την αμοιβαία υπόσχεση δύο ανθρώπων για μελλοντική σύναψη γάμου, δηλαδή τη μνηστεία. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο ότι παραδοσιακώς η σύναψη μνηστείας γινόταν με την καταβολή "αρραβώνα", δηλαδή ενός αντικειμένου αξίας (συνήθως δακτυλιδιού ή κάτι άλλου), το οποίο είχε χαρακτήρα επιβεβαιωτικό συνήθως, δηλαδή ότι όντως συνάφθηκε μνηστεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 402 του ισχύοντος Αστικού Κώδικα, "αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης δόθηκε αρραβώνας, εφόσον δεν ορίστηκε τίποτε άλλο, θεωρείται ότι δόθηκε για την κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης". Ο κανόνας αυτός είναι ενδοτικού δικαίου. Συνεπώς, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο αρραβώνας δόθηκε για κάποια άλλη αιτία, όπως α) για να χρησιμεύσει ως απόδειξη ότι όντως καταρτίσθηκε η σύμβαση (επιβεβαιωτικός αρραβώνας), ή β) υπό την έννοια ότι αυτός που δίνει τον αρραβώνα θα δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση με μόνη συνέπεια σε βάρος του ότι θα χάσει τον αρραβώνα (αρραβώνας ως επιτίμιο μεταμέλειας) ή γ) ότι αυτός που δίνει τον αρραβώνα, εάν δεν εκπληρώσει τη σύμβαση, θα χάσει τον αρραβώνα και επιπλέον θα οφείλει πλήρη αποζημίωση στον αντισυμβαλλόμενο για τη ζημία που θα υποστεί από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως (αρραβώνας ως ποινή).

Ενδεικτικές Πηγές Επεξεργασία

  • Ν. Παπαδόπουλος, Γενικές Αρχές Δικαίου, εκδόσεις Δίσιγμα, 2010, σελ. 135-137

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία