Ο Αρσάκης Α΄, βασιλεύς των Πάρθων (247 π.Χ.-217 π.Χ.) ήταν ο ιδρυτής και ο επώνυμος στην Δυναστεία των Αρσακιδών της Παρθίας που κυβέρνησε την Παρθική Αυτοκρατορία για πολλούς αιώνες. Η δυναστεία συνεχίστηκε με το νέο βασίλειο της Περσίας, συνέχεια της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών όπως και μετά από τον 1ο αιώνα μ.χ. για 5 αιώνες με το βασίλειο της Αρμενίας. Η Αρμενία με τους Αρσακίδες θα ανεξαρτητοποιηθεί (180 μ.Χ.) και θα δεχτεί γρήγορα τον χριστιανισμό. Ο Αρσάκης Α΄ ήταν ο αρχηγός της νομαδικής φυλής Πάρνοι, μιας από τις τρεις φυλές της Ομοσπονδίας των Δάων, Σκύθες στην καταγωγή οι οποίοι εξ-Ιρανίστηκαν πλήρως. Η δυναστεία ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. όταν ο Σατράπης της Παρθίας Ανδραγόρας εξεγέρθηκε απέναντι στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε κάμψη και ανεξαρτητοποιήθηκε. Οι Πάρνοι επιτέθηκαν στην Παρθία, ανέτρεψαν τον Ανδραγόρα και τοποθέτησαν στην θέση του τον αρχηγό τους Αρσάκη. Τα επόμενα χρόνια που κυβέρνησε θα ισχυροποιήσει την εξουσία του, θα καταλάβει πολλές περιοχές ακόμα από τους Σελευκίδες οι οποίοι απέτυχαν σε κάθε προσπάθεια ανακατάληψης.

Αρσάκης της Παρθίας
Αργυρή δραχμή 247-211 π.Χ. Εμπρός όψη: ο Αρσάκης Α΄ φέρει μπασλύκ. Πίσω όψη: Ο Αρσάκης καθήμενος επί δίφρου κρατά τόξο, επιγρ.: ΑΡΣΑΚΟΥ [ΑΥ]ΤΟΚΡΑΤΟΡ[ΟΣ]. 19 χλστ., 4,01 γραμ. Kόπηκε στη Νίσα.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ἀρσάκης (Αρχαία Ελληνικά)
Θάνατος217 π.Χ.[1]
Παρθική Αυτοκρατορία
ΚατοικίαΠαρθική Αυτοκρατορία
Χώρα πολιτογράφησηςΠαρθική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΖωροαστρισμός
Proto-Indo-Iranian religion
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΤέκναΑρτάβανος Α΄ της Παρθίας
ΓονείςPhriapites
ΟικογένειαΔυναστεία των Αρσακιδών της Παρθίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαPersian Empire (Ashkanian Empire) (247 π.Χ.–217 π.Χ.)
βασιλιάς (247 π.Χ.–211 π.Χ., Παρθία)[2]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα κατορθώματα του θα τον καταστήσουν θρυλική μορφή στους διαδόχους του και ιερό πρόσωπο, θα χρησιμοποιήσουν όλοι την επιγραφή του ως τίτλο τιμής. Την εποχή που πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος ή ανεψιός του Αρσάκης Β΄ ήταν ήδη ένα ισχυρό κράτος.[3] Ο δισέγγονος του Μιθριδάτης Α΄ της Παρθίας που θα πάρει τον τίτλο "Βασιλεύς των Βασιλέων" θα μετατρέψει το κράτος σε πανίσχυρη αυτοκρατορία η οποία θεωρείται ο απ΄ευθείας διάδοχος της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών της Περσίας.[4] Οι ιστορικές πηγές για τον ίδιο ήταν ανύπαρκτες στην εποχή του, οι πληροφορίες προέρχονται από μεταγενέστερους συγγραφείς και είναι αντιφατικές. Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβήτησαν ακόμα και την ύπαρξη του ως ιστορικό πρόσωπο αλλά τα τελευταία ευρήματα την δεκαετία του 1960 την θεωρούν βέβαιη. Το όνομα Αρσάκης έχει Περσική προέλευση και μεταφράζεται ως ήρωας. Το ίδιο όνομα χρησιμοποιούσε και ο Αχαιμενίδης βασιλιάς Αρταξέρξης Β΄ της Περσίας τον οποίο ο Αρσάκης Α΄ τον θεωρούσε προπάτορα και διεκδικούσε καταγωγή από τον ίδιο.[5] Η διαδοχή του είναι άγνωστη, σύμφωνα με τις πηγές το 246 π.Χ. συγκυβερνούσε με τον αδελφό του Τιριδάτη. Πρωτεύουσα του βασιλείου του έκανε την Εκατόμπυλο. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Αρσάκης Β΄ της Παρθίας γιος του Τιριδάτη.

Θεωρίες καταγωγής Επεξεργασία

Οι πηγές που σχετίζονται με τον Αρσάκη Α΄ διαφέρουν σημαντικά, προέρχονται από μετέπειτα Ελληνικές και Ρωμαϊκές πηγές την εποχή που βρέθηκαν σε σύγκρουση με τους Πάρθους.[6] Στην εθνική ιστορία των Περσών σχετίζεται με σημαντικές μορφές της Περσικής μυθολογίας η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ο Άρας ο τοξότης. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τον τοξότη που εμφανίζεται στην πίσω πλευρά, στα πρώτα νομίσματα των Πάρθων βασιλέων.[7] Ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος υποστηρίζει ότι ήταν ένας νομάς ληστής ταπεινής καταγωγής που εισέβαλλε στην Παρθία και δολοφόνησε τον Σατράπη Ανδραγόρα ο οποίος είχε μόλις ανεξαρτητοποιηθεί από τους Ελληνιστές Σελευκίδες.[8] Η πιο αποδεκτή θεωρία είναι του Στράβωνα, τον καταγράφει σαν έναν Σκύθη οπλαρχηγό που έγινε αρχηγός των Πάρνων, μιας από τις τρεις φυλές από την Ομοσπονδία των Δάων οι οποίοι ζούσαν στην κεντρική Ασία.[9] Οι Πάρνοι ήταν εκπληκτικοί και γρήγοροι χειριστές των ίππων, αυτό τους επέτρεπε να μπορούν να οπισθοχωρήσουν νότια από την Αράλη όταν βρίσκονταν σε κίνδυνο.[10] Οι μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής ήρθαν σε δύσκολη θέση, δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν.[11] Οι Δάοι ζούσαν τον 4ο αιώνα π.Χ. σε μια περιοχή στις όχθες του ποταμού Συρ Ντάρια, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. ξεκίνησαν την μετακίνηση προς τα νότια.[12]

Στην αρχή μετακινήθηκαν στην νοτιοανατολική Βακτρία, εκδιώχθηκαν από τους κατοίκους και προχώρησαν προς τα δυτικά.[13] Η εγκατάσταση τους στην Παρθία έγινε σταδιακά τον 3ο αιώνα π.Χ., σε μια περιοχή που βρισκόταν νοτιοανατολικά από την Κασπία Θάλασσα, στην επαρχεία του Ιράν Χορασάν και στο νότιο Τουρκμενιστάν.[14][15] Η περιοχή βρισκόταν εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών αλλά βρέθηκε σύντομα υπό την επίδραση των Πάρνων.[16] Οι Πάρνοι δεν ήταν η μοναδική από τις βόρειες Ιρανικές φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Παρθία, δέχτηκε κύματα και από τις υπόλοιπες φυλές των Δαών.[17] Οι Πάρνοι την εποχή που ζούσαν στην αρχική τους κοιτίδα λάτρευαν τον πανάρχαιο Ιρανικό πολυθεϊσμό.[18] Με την μετακίνηση τους στην Παρθία στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ασπάστηκαν τον Ζωροαστρισμό των δυτικών Περσικών φυλών. Τα ονόματα τους έγιναν επίσης Ζωροαστρικά, ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας του Αρσάκη Α΄ Φριαπίτης, το όνομα του μεταφράζεται ως "πατέρας-ερωμένος".[19][20][21] Ο Αρσάκης Α΄ γεννήθηκε, μεγάλωσε στην Παρθία και μιλούσε την Παρθική γλώσσα.[22] Σύμφωνα με τους ιστορικούς έζησε σε εδάφη των Σελευκιδών και ανήκε στην τοπική αριστοκρατία της Παρθίας.[23] Οι φυλές των Δαών ήταν περίφημοι ιππείς και τοξότες, υπηρέτησαν Έλληνες αυτοκράτορες όπως ο Αλέξανδρος ο Μέγας και ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας. Ο ίδιος ο Αρσάκης Α΄ υπηρετούσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του τους Σελευκίδες βασιλείς και κυβερνήτες ως μισθοφόρος.[24]

Βασιλεία Επεξεργασία

 
Ο βασιλιάς Σέλευκος Β΄ Καλλίνικος από τον οποίο δέχθηκε επίθεση

O Αρσάκης Α΄ και οι Πάρνοι ακόλουθοι του επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Κούτσαν (250 π.Χ.).[25] Σε λίγα χρόνια (247 π.Χ.) στέφτηκε βασιλιάς στο Αρσάκ, μια πόλη που ίδρυσε ο ίδιος και έγινε η βασιλική Νεκρόπολη των Αρσακιδών.[26] Η στέψη του σηματοδότησε την έναρξη της εξουσίας για την νέα δυναστεία των Αρσακιδών.[27] Ο Σατράπης Ανδραγόρας που κυβερνούσε την Επαρχεία των Σελευκιδών της Παρθίας επαναστάτησε αμέσως μετά (245 π.Χ) και κήρυξε την ανεξαρτησία του από τον βασιλιά Σέλευκο Β΄.[28] Με την άρνηση της υποτέλειας στους Σελευκίδες αρνήθηκαν και οι ίδιοι να τον υποστηρίξουν όταν δέχτηκε επίθεση από τους Πάρνους (238 π.Χ.) υπό τον Αρσάκη Α΄ και τον αδελφό του Τιριδάτη.[29][30] Οι Πάρνοι προχώρησαν γρήγορα, κατέλαβαν αρχικά το βόρειο τμήμα και στην συνέχεια ολόκληρη την Παρθία δολοφονώντας και τον ίδιο τον Ανδραγόρα. Μετά την κατάληψη της περιοχής οι Πάρνοι έμειναν γνωστοί στις Ελληνικές και τις Ρωμαικές πηγές ως Πάρθοι. Ο ιστορικός Στέφαν Ρ. Χάουζερ διαφωνεί με την χρήση του συγκεκριμένου όρου, όπως τονίζει πρόκειται για έναν "πολυεθνικό πληθυσμό".[31] Η γειτονική επαρχεία της Υρκανίας κατακτήθηκε επίσης σύντομα από τους Πάρνους.[32]

Μια γρήγορη αντεπίθεση από τον Σέλευκο Β΄ έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρσάκη Α΄ επειδή εκείνη την εποχή βρισκόταν σε πόλεμο μαζί του ο Διόδοτος Β΄ της Βακτρίας. Με στόχο να αποφύγει την σύγκρουση σε δύο μέτωπα ο Αρσάκης Α΄ έκλεισε ειρήνη με τον Διόδοτο Α΄ και ετοιμάστηκε για σύγκρουση μόνο με τον Σέλευκο Β΄.[33] Παρά το κλείσιμο του μετώπου δεν μπόρεσε να σταματήσει τους Σελευκίδες που κατέλαβαν το βασίλειο του, ο ίδιος δραπέτευσε βόρεια στους Σκύθες.[34] Η κυριαρχία των Σελευκιδών ήταν ωστόσο πολύ σύντομη, ο Σέλευκος Β΄ αντιμετώπιζε προβλήματα στα δυτικά του σύνορα και εγκατέλειψε την Παρθία, ο Αρσάκης Α΄ επανήλθε.[35] Η κίνηση του Αρσάκη Α΄ να αποχωρήσει ήταν συμβολική επειδή γνώριζε ότι οι Σελευκίδες δεν είχαν ούτε χρήματα, ούτε στρατό για να τον αντιμετωπίσουν, κατέκτησε από αυτούς και άλλες περιοχές.[36] Ο Αρσάκης Α΄ προχώρησε σε συμμαχία με το βασίλειο των Ελληνο-Βακτριανών, γεγονός που επιβεβαίωσε την γνωριμία τους για πολλά χρόνια.[37][38] Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιουστίνο ο Αρσάκης Α΄ "ίδρυσε την Παρθική κυβέρνηση, πολλές νέες πόλεις, κάστρα, τείχη, επέκτεινε τις προηγούμενες πόλεις και οχυρώσεις".[39] Μια νέα πόλη που θα ιδρυθεί από τον Αρσάκη Α΄ η Νίσα θα γίνει από τον 1ο αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα του βασιλείου των Αρσακιδών.[40]

Νομίσματα Επεξεργασία

 
Νόμισμα με παράσταση του Αρσάκη Α΄ από το νομισματοκοπείο της Νίσα

Τα νομίσματα του Αρσάκη Α΄ μας παρείχαν το πρωτότυπο για ολόκληρη την νομισματοκοπεία των Αρσακιδών μοναρχών με ελάχιστες αλλαγές.[41] Ο Χονταντάντ Ρεζαχάνι προσθέτει ότι τα νομίσματα του είχαν πολλά στοιχεία τόσο από τους Αχαιμενίδες Σατράπηδες όσο και από τους Ελληνιστές βασιλείς αλλά ξεκίνησε σαφείς προσπάθειες να διαφοροποιηθεί σε σχέση με τους Σελευκίδες.[42] Ο Αλιρεζά Σαπούρ Σαχμπάζι τονίζει ότι οι προσπάθειες του για διαφοροποίηση δείχνουν ότι εμφάνιζε ο ίδιος τάσεις εθνικισμού, διαφοροποίησης και αυτοκρατορικής εξουσίας. Η τυπική μορφή του Απόλλωνα που κάθεται στον ομφαλό και κρατά ένα τόξο αντικαταστάθηκε με έναν τοξότη που κάθεται σε ένα σκαμνί, φορά Σακκική ενδυμασία και ένα μαλακό καπέλο γνωστό ως "βασιλικόν".[43] Μερικοί νέοι τίτλοι του σχετίζονται με αντίστοιχους αυτοκρατορικούς των Αχαιμενιδών, έναν από αυτούς κατείχε ο Κύρος ο νεότερος.[44] Με τους τίτλους αυτούς τοποθετούσε τον εαυτό του σε θέση υψηλότερη από αυτή του Σατράπη, απέφευγε ωστόσο να χρησιμοποιήσει τον τίτλο των Σελευκιδών "Βασιλεύς" επειδή τον θεωρούσε υποτιμητικό για τα σχέδια του, οι στόχοι του ήταν μεγαλύτεροι.[45] Ο Αρσάκης Α΄ δημιούργησε το νομισματοκοπείο του στην Νίσα, πόλη που ίδρυσε ο ίδιος.[46] Τα νομίσματα του κόπηκαν από ασήμι ή μπρούτζο.[47] Οι ασημένιες δραχμές του Αρσάκη Α΄ είχαν την παράσταση ενός άνδρα χωρίς γενειάδα να κοιτάει προς τα δεξιά, στα πρότυπα των Σελευκιδών.[48] Ο Φαμπρίτσιο Σινίζι παρατηρεί ότι ο καθιστός τοξότης από την άλλη πλευρά του νομίσματος έχει το κεφάλι στραμμένο προς τα αριστερά.[49] Η Ελληνική επιγραφή "ΑΡΣΑΚΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ" σε δύο γραμμές μοιάζει εκπληκτικά με την αντίστοιχη μορφή των Αχαιμενιδών στα δικά τους νομίσματα.[50] Η προσπάθεια διαφοροποίησης με τα Ελληνικά ωστόσο είναι έντονη καταλήγει ο Σινίζι.[51] Η ενδυμασία του, το καπέλο του και η παράσταση του τοξότη αποτελούν μια εμφανή στροφή προς τα παλιά Περσικά έθιμα.[52]

Θρύλοι Επεξεργασία

 
Η Παρθία με τα γειτονικά της βασίλεια

Η φήμη του Αρσάκη Α΄ έγινε δημοφιλής αμέσως μετά τον θάνατο του, όπως περιγράφει ο Ισίδωρος ο Χαρακηνός μιά στήλη φωτιάς διατηρήθηκε στην Αρσχάκ μετά τον θάνατο του για περισσότερους από δύο αιώνες.[53] Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ανακηρύχθηκε βασιλιάς με θρησκευτικές τελετές.[54] Η εστία της φωτιάς πιθανότατα ήταν έμπνευση των Αρσακιδών βασιλέων με στόχο να δείξουν με στοιχεία ότι είναι απόγονοι των Αχαιμενιδών.[55] Με την τελετή αυτή έγινε γνωστός ως "πατέρας του έθνους", το όνομα του έγινε ιερό από τους Αρσακίδες βασιλείς ώστε να τιμήσουν τον γενάρχη τους για τα κατορθώματα του.[56][57] Το όνομα του συνδέει επιπλέον την δυναστεία των Αρσακιδών με τον μυθολογικό ήρωα των Ιρανών Άρας τον Τοξότη, οι απόγονοι του απομνημονεύονται από τους κατοίκους του ανατολικού Ιράν, τους Πάρθους και τις φυλές των Δαών. Μιά παράδοση αργότερα που δημιουργήθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. καταγράφει τον Αρσάκη Α΄ σαν απ΄ευθείας απόγονο από πατέρα του Μέγα βασιλέα των Περσών Αρταξέρξη Β΄.[58] Η οικογένεια του Αρσάκη Α΄ κυβέρνησε την Ασία για πέντε περίπου αιώνες μέχρι την εποχή που αντικαταστάθηκε από την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών (224 μ.Χ.). Οι απόγονοι του Αρσάκη Α΄ συνέχισαν να κατέχουν την απόλυτη εξουσία με σημαντικές προσωπικότητες στην Περσική ιστορία όπως ο Βεζύρης του 6ου αιώνα μ.Χ. Μποζοργκμέρ και ο πρίγκιπας και επαναστάτης του 9ου αιώνα μ.Χ. Μαζάρ.[59] Η δυναστεία των Αρσακιδών συνέχισε να έχει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Καυκάσου με κλάδους της δυναστείας των Αρσακιδών στην Αλβανία του Καυκάσου και την Ιβηρία. Σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο ακόμα και στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. η αριστοκρατία της Αρμενίας εξακολουθούσε να ισχυρίζεται την καταγωγή της από την δυναστεία των Αρσακιδών και τον γενάρχη της Αρσάκη Α΄.[60]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. www.britannica.com/EBchecked/topic/1349777/Arsaces.
  2. list of Parthian kings.
  3. Kia 2016, σ. 34
  4. Dąbrowa 2012, σ. 179; Schippmann 1986, σσ. 525–536
  5. Olbrycht 2021, σ. 253
  6. Kia 2016, σ. 171
  7. Shahbazi 1986, σ. 525
  8. Marcellinus, xxiii. 6.
  9. Στράβων, 11. 9
  10. Axworthy 2008, σ. 32
  11. Axworthy 2008, σ. 32
  12. Gaslain 2016, σ. 3
  13. Gaslain 2016, σ. 3
  14. Gaslain 2016, σ. 4
  15. Ghodrat-Dizaji 2016, σ. 42
  16. Gaslain 2016, σ. 4
  17. Pourshariati 2008, σ. 20
  18. Boyce 1986, σσ. 540–541
  19. Shahbazi 1986, σ. 525
  20. Boyce 1986, σσ. 540–541
  21. Lecoq 1986, σ. 151
  22. Boyce 1984, σ. 81
  23. Gaslain 2016, σ. 4
  24. Olbrycht 2021, σ. 165
  25. Dąbrowa 2012, σ. 168
  26. Dąbrowa 2012, σσ. 179-180
  27. Schippmann 1986, σσ. 525–536
  28. Schippmann 1986, σσ. 525–536
  29. Curtis 2007, σ. 7
  30. Bivar 1983, σ. 29
  31. Hauser 2013, σ. 730
  32. Justin, xli. 5
  33. Dąbrowa 2012, σ. 168
  34. Schmitt 1986, σσ. 151–152
  35. Dąbrowa 2012, σ. 168
  36. Gaslain 2016, σ. 5
  37. Gaslain 2016, σ. 4
  38. Dąbrowa 2012, σ. 169
  39. Justin, xli. 5
  40. Dąbrowa 2012, σσ. 179-180
  41. Rezakhani 2013, σ. 766
  42. Rezakhani 2013, σσ. 766–767
  43. Shahbazi 1986, σ. 525
  44. Shahbazi 1986, σ. 525
  45. Olbrycht 2021, σσ. 251-252
  46. Curtis 2007, σ. 8
  47. Rezakhani 2013, σ. 766
  48. Sinisi 2012, σσ. 276, 279
  49. Sinisi 2012, σ. 279
  50. Sinisi 2012, σσ. 279-280
  51. Sinisi 2012, σ. 280
  52. Sinisi 2012, σ. 280
  53. Isidore of Charax, 11
  54. Frye 1984, σ. 217
  55. Boyce 1986, σ. 87
  56. Dąbrowa 2012, σ. 169
  57. Kia 2016, σ. 23
  58. Dąbrowa 2012, σ. 179
  59. Pourshariati 2017
  60. Pourshariati 2008, σ. 44

Πηγές Επεξεργασία

  • ιστολ. Livius org.:Ιστορία των Πάρθων Αρχειοθετήθηκε 2015-02-15 στο Wayback Machine.
  • Axworthy, Michael (2008). A History of Iran: Empire of the Mind. New York: Basic Books.
  • Boyce, Mary (1984). Zoroastrians: Their Religious Beliefs and Practices. Psychology Press.
  • Frye, Richard Nelson (1984). The History of Ancient Iran. C.H.Beck.
  • Bickerman, Elias J. (1983). "The Seleucid Period". In Yarshater, Ehsan (ed.). The Cambridge History of Iran, Volume 3(1): The Seleucid, Parthian and Sasanian Periods. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Bivar, A.D.H. (1983). "The Political History of Iran under the Arsacids". In Yarshater, Ehsan (ed.). The Cambridge History of Iran, Volume 3(1): The Seleucid, Parthian and Sasanian Periods. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Boyce, M. (1986). "Arsacids iv. Arsacid religion". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica, Volume II/5: Armenia and Iran IV–Art in Iran I. London and New York: Routledge & Kegan Paul.
  • Curtis, Vesta Sarkhosh (2007), "The Iranian Revival in the Parthian Period", in Curtis, Vesta Sarkhosh; Stewart, Sarah (eds.), The Age of the Parthians: The Ideas of Iran, vol. 2, London & New York: I.B. Tauris & Co Ltd., in association with the London Middle East Institute at SOAS and the British Museum.
  • Dąbrowa, Edward (2012). "The Arsacid Empire". In Daryaee, Touraj (ed.). The Oxford Handbook of Iranian History. Oxford University Press.
  • Foltz, Richard (2013). Religions of Iran: From Prehistory to the Present. Oneworld Publications.
  • Gaslain, Jérôme (2016). "Some Aspects of Political History: Early Arsacid Kings and the Seleucids". In Curtis, Vesta Sarkhosh; Pendleton, Elizabeth J.; Alram, Michael; Daryaee, Touraj (eds.). The Parthian and Early Sasanian Empires: Adaptation and Expansion. Oxbow Books.
  • Ghodrat-Dizaji, Mehrdad (2016). "Remarks on the Location of the Province of Parthia in the Sasanian Period". In Curtis, Vesta Sarkhosh; Pendleton, Elizabeth J.; Alram, Michael; Daryaee, Touraj (eds.). The Parthian and Early Sasanian Empires: Adaptation and Expansion. Oxbow Books.
  • Hauser, Stefan R. (2013). "The Arsacids (Parthians)". In Potts, Daniel T. (ed.). The Oxford Handbook of Ancient Iran. Oxford University Press.
  • Kia, Mehrdad (2016). The Persian Empire: A Historical Encyclopedia [2 volumes].
  • Hoover, Oliver D. (2009). Handbook of Syrian Coins: Royal and Civic Issues, Fourth to First Centuries BC [The Handbook of Greek Coinage Series, Volume 9]. Lancaster/London: Classical Numismatic Group.
  • Lecoq, P. (1986). "Aparna". Encyclopaedia Iranica, Vol. II, Fasc. 2. p. 151.
  • Olbrycht, Marek Jan (2021). Early Arsakid Parthia (ca. 250-165 B.C.). Brill.
  • Pourshariati, Parvaneh (2017). "KĀRIN". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica, Online Edition. Encyclopædia Iranica Foundation.
  • Pourshariati, Parvaneh (2008). Decline and Fall of the Sasanian Empire: The Sasanian-Parthian Confederacy and the Arab Conquest of Iran. London and New York: I.B. Tauris.
  • Rezakhani, Khodadad (2013). "Arsacid, Elymaean, and Persid Coinage". In Potts, Daniel T. (ed.). The Oxford Handbook of Ancient Iran. Oxford University Press.
  • Schippmann, K. (1986). "Arsacids ii. The Arsacid dynasty". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica, Volume II/5: Armenia and Iran IV–Art in Iran I. London and New York: Routledge & Kegan Paul.
  • Schmitt, R. (1986). "Apasiacae". Encyclopaedia Iranica, Vol. II, Fasc. 2. pp. 151–152.
  • Sellwood, David (1983). "Parthian Coins". In Yarshater, Ehsan (ed.). The Cambridge History of Iran, Volume 3(1): The Seleucid, Parthian and Sasanian Periods. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Shahbazi, A. Sh. (1986). "Arsacids i. Origins". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica, Volume II/5: Armenia and Iran IV–Art in Iran I. London and New York: Routledge & Kegan Paul.
  • Sinisi, Fabrizio (2012). "The Coinage of the Parthians". In Metcalf, William E. (ed.). The Oxford Handbook of Greek and Roman Coinage. Oxford University Press.
  • Jean Foy-Vaillant, Arsacidarum imperium, sive, Regum Parthorum historia : ad fidem numismatum accommodata, Paris, 1725.
  • Weiskopf, Michael (1993). "Dārā (city)". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica, Volume VI/6: Daf(f) and Dāyera–Dārā. London and New York: Routledge & Kegan Paul.
  • Józef Wolski, "L'Historicité d'Arsace Ier", in Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 8, H. 2 (Apr., 1959),

$——, "Arsace II et la Généalogie des Premiers Arsacides", in Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, Bd. 11, H. 2 (Apr., 1962).