Ο αρσενόλιθος ή αρσενολίτης (αγγλικά: arsenolite) είναι ορυκτό οξείδιο του αρσενικού. Το όνομα του αποδόθηκε το 1854.[1]

Αρσενολίτης
Αρσενολίτης. Προέλευση: Σαξονία, Γερμανία
Γενικά
ΚατηγορίαΟξείδια
Χημικός τύποςAs2O3
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα3,88 gr/cm3
ΧρώμαΛευκό, ανοικτοκίτρινο, κίτρινο, ανοικτό ροζ, ανοικτό μπλε
Σύστημα κρυστάλλωσηςΚυβικό
ΚρύσταλλοιΜικροί οκταεδρικοί
ΥφήΣυμπαγής, σταλακτιτική, βοτρυοειδής, γαιώδης (σε επιφλοιώσεις)
ΔιδυμίαΔεν αναφέρεται
Σκληρότητα1,5
ΣχισμόςΣαφής κατά {111}
ΘραύσηΚογχοειδής
ΛάμψηΥαλώδης, μεταξώδης, αλαμπής σε επιφλοιώσεις
Γραμμή κόνεωςΛευκή έως ανοικτοκίτρινη
ΠλεοχρωισμόςΌχι
ΔιαφάνειαΔιαφανής

Εμφάνιση, παραγενέσεις Επεξεργασία

Είναι δευτερογενές ορυκτό σχηματιζόμενο από οξειδώσεις μικτών θειούχων / αρσενικούχων ορυκτών υδροθερμικής προέλευσης. Μπορεί, επίσης, να σχηματιστεί από πυρκαγιές ορυχείων.

Ορυκτά με τα οποία συνδέεται είναι η σανδαράχη (ερυθρά), η σανδαράχη (κίτρινη), ο ερυθρίτης και ο δίμορφός του κλωντετίτης (ίδιος χημικός τύπος, σύστημα κρυστάλλωσης μονοκλινές).

Ανευρίσκεται σε αρκετά σημεία της Γης. Σημαντικότερες εμφανίσεις του είναι στη Γερμανία (Μέλας Δρυμός, Σαξωνία), στην Τσεχία (περιοχή Jachymov), σε αρκετές περιοχές της Γαλλίας, στην Αγγλία (Κορνουάλη), στο Sudbury του Οντάριο και στη Βρετανική Κολομβία (Καναδάς) και στις Πολιτείες Νεβάδα και Καλιφόρνια των ΗΠΑ.

Στην Ελλάδα ανευρίσκεται στα μεταλλεία Λαυρίου και συγκεκριμένα στο ορυχείο «Αδάμη Νο 2» και στο ορυχείο «Νο 80» της περιοχής Πλάκα.

Πηγές Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Όνομα εγκεκριμένο από την ΙΜΑ, χαρακτηριζόμενο ως pre-IMA, "grandfathered"