Αστική επανάσταση (αρχαιολογία)

Στην αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, με τον όρο αστική επανάσταση εννοείται η διαδικασία μετεξέλιξης μικρών αγροτικών οικισμών σε μεγάλα, κοινωνικά σύνθετα, πολιτισμένα αστικά κέντρα. Ο όρος εισήχθη από τον αυστραλό αρχαιολόγο Βερ Γκόρντον Τσάιλντ.

Η νεολιθική επανάσταση πέραν της μόνιμης εγκατάστασης είναι η περίοδος κατά την οποία γίνονται συχνότερες οι εχθροπραξίες με κύριο στόχο την γαιοκτησία. Η ανάγκη για επιβίωση ήταν φυσικό να οδηγήσει στην κατασκευή περισσότερο εξελιγμένων όπλων και φυσικά στην ανάγκη της πληθυσμιακής αύξησης. Ο οίκος υπό την στενή του έννοια της εξ αίματος συγγενείας διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας μέλη μη συγγενικά που διεκδικούσαν ωστόσο κοινή καταγωγή από έναν κοινό και συχνά μυθικό πρόγονο και ήταν προσανατολισμένα στις ανάγκες του οίκου. Τούτη η μορφή κοινωνικής διασύνδεσης οδήγησε στην έννοια της φυλής μιας ευρύτερης κοινωνικής μονάδας που αποτελείτο από διαφορετικούς οίκους. Η ενδογαμία ήταν ένας από τους παράγοντες που εξασφάλιζε την φυλετική συνοχή.

Το ίδιο το γεγονός ότι οι κάτοικοι αυτών των νεολιθικών οικισμών δεν σχετίζονται πλέον με εξ αίματος συγγένεια, φαίνεται πως οδήγησε στην ανάγκη ενός άλλου σταθεροποιητικού και ενωτικού παράγοντα, γεγονός που κατέστησε την θρησκεία και τις κοινές λατρευτικές πρακτικές περισσότερο αναγκαίες από ποτέ. Συνεπώς η ανάπτυξη εξειδικευμένων δεξιοτήτων λειτούργησε ως επιπλέον ενωτικός παράγοντας αλληλεξάρτησης των διακριτών ομάδων. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να μάθει όλα όσα χρειαζόταν η κοινότητα προκειμένου να επιβιώσει και οι νεότερες γενιές άρχισαν να εκπαιδεύονται σε ιδιαίτερους κοινωνικούς ρόλους. Η αυξανόμενη εξειδίκευση υπήρξε η θεμελιώδης αιτία της αστικής επανάστασης.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες μας στρέφουν στην Μεσοποταμία και πιο συγκεκριμένα στην Σουμερία, -εκεί που βρίσκεται το σημερινό Ιράκ- ως κοιτίδα εμφάνισης και εξάπλωσης της αστικής επανάστασης. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες ως προς το γιατί συνεβη ή γιατί θα έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Δημοφιλέστερη είναι εκείνη του ιστορικού Άρνολντ Τόινμπι περί πρόκλησης και ανταπόκρισης. Ο Τόινμπι ισχυρίστηκε πως οι κάτοικοι των νεολιθικών οικισμών αντιμετώπισαν την πρόκληση να αυξήσουν την καλλιεργούμενη γη με αποξηράνσεις και αρδευτικά συστήματα, τα οποία απαιτούσαν πληθυσμιακή αύξηση για την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού και οργάνωση της διαχείρισης του ανθρώπινου μόχθου. Αν και η υπόθεση του Τόινπι ακούγεται ιδιαίτερα ελκυστική και καλύπτεται εν μέρει από αρχαιολογικές μαρτυρίες, ωστόσο δεν εξηγεί γιατί λαοί όπως οι Σουμέριοι ανταποκρίθηκαν σε μια τέτοια πρόκληση και πολλοί άλλοι παρακείμενοι, οι οποίοι μάλιστα ζούσαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες δεν το έπραξαν.

Είναι πιθανώς απλούστερο να θεωρήσουμε την αστική επανάσταση ως ένα συνεχές διαδικασιών στους οικισμούς της ύστερης νεολιθικής. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κατασκευής εργαλείων οδήγησε πιθανώς στην εμφάνιση ομάδων τεχνιτών με εξειδικευμένες δεξιότητες -κάτι που στηρίζεται άλλωστε με την εμφάνιση της αγγειοπλαστικής τις οποίες δεν μοιράζονταν με τους άλλους. Κάποια από αυτές τις ομάδες εξειδικευμένων τεχνιτών ανέλαβε την εκπλήρωση θρησκευτικών δραστηριοτήτων, διαμορφώνοντας διαρκώς πολυπλοκότερες τελετουργικές πρακτικές. Εφ' όσον αυτές οι μαγικο-θρησκευτικές πρακτικές είχαν ως πρωταρχικό στόχο τους την κατανόηση και τον έλεγχο της φύσης, οι συγκεκριμένες ομάδες ανέλαβαν έναν καθοδηγητικό ρόλο, αναπτύσσοντας μέσα και τεχνικές πρόβλεψης επερχόμενων γεγονότων, ημερολόγια και μια πολύπλοκη θεολογία που μπορούσε να αιτιολογήσει τις αποτυχίες τους. Εκτός αυτών, ο καθοδηγητικός τους ρόλος υπήρξε και η αιτία ανάπτυξης αποτελεσματικών μέσων διαχείρισης, υπολογισμών και καταγραφής ιδεών με τρόπο που δεν θα μπορούσε κανείς να τις ξεχάσει. Η ανάπτυξη όλων αυτών των δεξιοτήτων υπήρξε θεμελιώδης για την συγκρότηση του κοινωνικά σύνθετου αστικού περιβάλλοντος.