Ο Βάρδας Φωκάς (πέθανε στις 13 Απριλίου του 989) ήταν διαπρεπής Βυζαντινός στρατηγός που πήρε μέρος σε τρεις εξεγέρσεις υπέρ και κατά της κυβερνούσας μακεδονικής δυναστείας. Ήταν γιος του Λέοντα Φωκά του Νεότερου και άγνωστης μητέρας ενώ είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, τον Νικηφόρο, τη Σοφία και τους ετεροθαλείς Πέτρο και Μανουήλ[1].

Βάρδας Φωκάς ο νεότερος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση940
Θέμα Καππαδοκίας
Θάνατος13  Απριλίου 989
Άβυδος
Αιτία θανάτουπεσών σε μάχη
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
στρατιωτικός
κυβερνητικός αξιωματούχος
Οικογένεια
ΤέκναΝικηφόρος Φωκάς Βαρυτράχηλος
Λέων Φωκάς
ΓονείςΛέων Φωκάς ο νεότερος
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςBattle of Pankalia
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Δουξ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πρώτη εξέγερση Επεξεργασία

Ο Βάρδας ήταν γόνος της οικογένειας των Φωκάδων, της πιο σημαντικής Ρωμαϊκής αριστοκρατικής οικογένειας του 10ου αιώνα. Ο πατέρας του Λέων Φωκάς ήταν κουροπαλάτης και αδελφός του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά. Ήδη από νέος ο Βάρδας απέκτησε φήμη για τη μεγάλη εμπειρία του στην επιστήμη του πολέμου[2].

Αν και η στρατιωτική του σταδιοδρομία ήταν γρήγορη σε άνοδο σε ανώτατα αξιώματα, ακόμα πιο γρήγορα κατέρρευσε. Μετά τον θάνατο του θείου του το 970, ο Βάρδας φυλακίστηκε στην Αμάσεια. Από εκεί δραπέτευσε με τη βοήθεια των ανιψιών του Θεόδωρου και Νικηφόρου και μετέβη στην Καισάρεια[3] όπου μαζί με την οικογένειά του επαναστάτησε εναντίον του νέου Αυτοκράτορα και εξαδέλφου τους, Ιωάννη Α΄ Κουρκούα του Τσιμισκή. Ο Βάρδας ανακηρύχθηκε "αυτοκράτορας" από τα στρατεύματα που στάθμευαν στην Καισάρεια, αλλά η εξέγερσή τους κατεστάλη από έναν άλλο σπουδαίο διοικητή, τον Βάρδα Σκληρό. Ο Φωκάς και οι συγγενείς του συνελήφθησαν και εξορίστηκαν στη Χίο, όπου πέρασαν τα επόμενα επτά χρόνια.

Φωκάς εναντίον του Σκληρού Επεξεργασία

 
Σύγκρουση μεταξύ των στρατών των Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά, Σύνοψις Ιστοριών του Σκυλίτζη, Μαδρίτη

Το 978 Βάρδας απελευθερώθηκε από το κελί του από τον ευνούχο Βασίλειο Λεκαπηνό και στάλθηκε στη γενέτειρά του, την Καππαδοκία για να ξεσηκώσει την τοπική αριστοκρατία εναντίον του Βάρδα Σκληρού, ο οποίος είχε επαναστατήσει ενάντια στην αυτοκρατορική αρχή και προωθούνταν στην Κωνσταντινούπολη μέσω Ελλησπόντου. Παρά τις διάφορες αρχικές αποτυχίες, και με τη βοήθεια γεωργιανού στρατεύματος με επικεφαλής τον Τορνίκιο, ο Φωκάς κατέστειλε τελικά την εξέγερση. Για τις ζωτικής σημασίας υπηρεσίες του διορίσθηκε δομέστικος των σχολών. Οδήγησε τα βυζαντινά στρατεύματα στην ανακατάληψη του Χαλέπίου από τους Σαρακηνούς και, όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός, «του δόθηκε το προνόμιο του θριάμβου και πήρε τη θέση του ανάμεσα στους προσωπικούς φίλους του κυριάρχου του»[4]. Την ίδια περίοδο και το 986-987 αναφέρεται ως Δούξ Αντιοχείας[5].

Δεύτερη εξέγερση Επεξεργασία

Ενώ αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β΄, ο Φωκάς και ο Βασίλειος Λεκαπηνός ήρθαν το 987 σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον πρώην εχθρό τους, Βάρδα Σκληρό, με την προϋπόθεση ότι η αυτοκρατορία θα διαμοιραζόταν μεταξύ τους.

Σε μια εκστρατεία ο Φωκάς αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Μετά συνέλαβε και φυλάκισε τον Σκληρό και πολιόρκησε την Άβυδο, απειλώντας έτσι να κλείσει το στενό των Δαρδανελλίων. Σε αυτό το σημείο ο Βασίλειος Β΄ έλαβε έγκαιρα ενισχύσεις από Βαράγγους μισθοφόρους και βάδισε προς την Άβυδο[6].

Οι συναντήθηκαν οι δύο στρατοί σε μάχη, ο Φωκάς κάλπασε προς τον αυτοκράτορα, επιζητώντας να τον αντιμετωπίσει σε μονομαχία. Ωστόσο, ο Φωκάς υπέστη κακοτυχία[7], καθώς έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε[8] (13 Απριλίου 989). Το κεφάλι του το έκοψαν και το παρέδωσαν στον αυτοκράτορα Βασίλειο. Έτσι έληξε η εξέγερση.

Οικογένεια Επεξεργασία

Με τον γάμο του με μία ξαδέλφη του, την Αδραλεστίνα, ο Βάρδας απέκτησε δύο γιους, τον Λέοντα και τον Νικηφόρο[9].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. | wayback=20090203091953 Charles Cawley Medieval Lands]
  2. Psellus, Michael (1966). Fourteen Byzantine Rulers: The Chronographia of Michael Psellus. New York: Penguin Classics. p. 400. ISBN 978-0-14-0441697.
  3. G. Schlumberger, Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Τσιμισκής και η Βυζαντινή εποποιία, τόμος Α΄, εκδόσεις Βεργίνα, σελ 76
  4. Psellus, Michael (1966). Fourtten Byzantine Rulers: The Chronographia of Michael Psellus. New York: Penguin Classics. p. 32. ISBN 978-0-14-044169-7.
  5. Dumbarton Oaks, Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Fogg Museum of Art απο τα Google books
  6. The Earliest Mediaeval Churches of Kiev, Samuel H. Cross, H. V. Morgilevski and K. J. Conant, Speculum, Vol. 11, No. 4 (Oct., 1936), 479.
  7. Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford: University of Stanford Press. σελ. 518. ISBN 0-8047-2630-2. 
  8. One or more of the preceding sentences incorporates text from a publication now in the public domain: Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Basil II.". Encyclopædia Britannica 3 (11th ed.). Cambridge University Press.
  9. The Phokai of Byzantium