Αυτό το λήμμα αφορά τη μουσική φόρμα της Αναγεννησιακής περιόδου. Για την ομώνυμη μουσική φόρμα του 20ου αι., δείτε: Σανσόν.

Το σανσόν είναι ένα είδος αναγεννησιακής μουσικής. Το εκκλησιαστικό πολυφωνικό μοτέτο υπήρξε βάση για την σύνθεση κοσμικών πολυφωνικών τραγουδιών, των ονομαζόμενων σανσόν, που αναδείκνυαν μια τρυφερή μελαγχολία και στέκονται ανάμεσα σε μια περασμένη εποχή και τον σύγχρονο κόσμο.[1] Το σανσόν αναπτύχθηκε κυρίως στην Βουργουνδία του 15ου αιώνα, μια περιοχή που κάλυπτε περιοχές της σημερινής βόρειας Γαλλίας, Φλάνδρας και Κάτω Χωρών και υπήρξε κέντρο πολιτικής σταθερότητας. Εκεί υπήρξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα που ανάπτυξε παλιότερες μορφές μουσικής σύνθεσης σε νεότερες γραμμές.

Η Ars Nova στη Γαλλία δεν ήρθε σε τόσο μεγάλη ρήξη με τη μουσική του παρελθόντος. Τα σανσόν αναπτύχθηκαν από συνθέτες κατά κύριο λόγο λειτουργικής μουσικής που αποκαλούνται σήμερα η Γαλλο-φλαμανδική σχολή, με κυριότερους τους Γκιγιώμ Ντυφαί, Ζιλ Μπενσουά, Γιοχάνες Όκεγχεμ, Ορλάντο ντι Λάσσο και Ζοσκέν ντε Πρε και ήταν το αντιπροσωπευτικό είδος μουσικής που επικράτησε στις ηγεμονικές αυλές της Βουργουνδίας και της Γαλλίας.[2] Τα παλιότερα σανσόν ήταν μονοφωνικά και είχαν αποκτήσει μεγάλη δημοφιλία με τους τρουβέρους του 13ου αιώνα και οι μουσικοποιητικές μορφές τους αναπτύχθηκαν στις μορφές των ποιητικών formes fixes - του ροντώ, της μπαλάντας και του βιρελαί. Αυτές χρησιμοποιήθηκαν για τα νεότερα μονοφωνικά και πολυφωνικά σανσόν με προτίμηση στο ροντώ.[3]

Από το 14ο αιώνα το σανσόν είναι μια σύνθεση πολυφωνική συνήθως με τρεις φωνές (αργότερα με τέσσερις), στην οποία οι χαμηλότερες φωνές (τενόρος και άλτο) περιορίζονται στο να συνοδεύουν την υψηλότερη (discantus) στην ίδια κύρια μελωδία. Πολύ συχνά οι χαμηλότερες φωνές εκτελούνταν από μουσικά όργανα όπως το λαούτο. Τα σανσόν (μαζί με το μαδριγάλι) έκαναν χρήση του κοντούκτους, μια πολυφωνική φόρμα σύνθεσης του εκκλησιαστικού ρεπερτορίου. Στο κοντούκτους ο τενόρος δεν τραγουδά υποχρεωτικά λειτουργικό κείμενο, επιτρέποντας την ελεύθερη ανάπτυξη της μελωδίας και της φαντασίας.[4]

Από τον 15ο αιώνα συνθέτες όπως ο Όκεγχεμ πέρασαν από το να χρησιμοποιούν τις formes fixes και έκλειναν προς την αντιστικτική μίμηση (όλες οι φωνές μοιράζονται το ίδιο θέμα και κινούνται σε παρόμοιες ταχύτητες) η οποία έδινε στο έργο διαρκή συνοχή.[5] Ο άλλος μεγάλος συνθέτης, ο Ζοσκέν ντε Πρε, έδωσε σημασία στο λόγο και απομακρύνθηκε από τον σχολαστικισμό. Στα σανσόν του προτίμησε τον κανόνα, φτάνοντας σε μια εξάφωνη διασκευή έργου του να παίζει με ένα τετράφωνο κανόνα ο οποίος συμπληρώθηκε με άλλους δυο κανόνες. Ο Ζοσκέν σε αντίθεση με τον Όκεγχεμ δεν διαχώριζε την θρησκευτική από την κοσμική μουσική, εισάγοντας περισσότερα κοσμικά εκφραστικά χαρακτηριστικά στην εκκλησιαστική μουσική και προωθώντας περισσότερο την πολυφωνία στην κοσμική σύνθεση.[6]

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. Headington C, Ιστορία της Δυτικής Μουσικής, Gutenberg, Αθήνα 2000, σ. 82.
  2. Machlis J., Η Απόλαυση της Μουσικής, Fagotto, 1993, σ. 106.
  3. Machlis, σ. 106.
  4. Vuillermoz E., Ιστορία της μουσικής, Υποδομή, 1ο τόμος, 1979, σελ. 56
  5. Μάμαλης Ν., Η μουσική στην Ευρώπη, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 47.
  6. Μάμαλης, σ. 51.