Ως γελοιογραφία χαρακτηρίζεται κάθε ζωγραφική παράσταση της οποίας τα κύρια γνωρίσματα προσώπων ή πραγμάτων αποδίδονται κωμικά παραλλαγμένα. Στόχος της γελοιογραφίας είναι η διακωμώδηση προσώπων από τους λόγους ή των πράξεών τους καθώς και καταστάσεων που όμως δεν συμβιβάζονται στη κοινή αντίληψη. Η σημασία δε της γελοιογραφίας συνήθως υποδηλώνεται με σχετικό υπότιτλο ή στιχομυθία αν πρόκειται για γελοιογραφικό σύμπλεγμα.

Γεγονός πάντως είναι ότι η γελοιογραφία μεγαλοποιεί τα φυσικά γνωρίσματα και κυρίως τα ελαττώματα, ή με αντιθέσεις, καταδεικνύει την ασυμφωνία των φυσικών χαρακτηριστικών ή των ηθικών ιδιοτήτων του γελοιογραφουμένου προκειμένου ν΄ αναδείξει κωμικό στοιχείο. Ως θέματα της λαμβάνονται συνήθως άστοχοι ή ανόητες φράσεις, έργα, ή υποσχέσεις κλπ. Η αξία δε της γελοιογραφίας συνάγεται από το λεπτό και συνάμα δριμύ πνεύμα, συνδυαζόμενο με σαφήνεια και απλότητα έτσι ώστε να προκαλείται αυθόρμητα στον παρατηρητή εύθυμη διάθεση ακόμα και όταν αυτή αποσκοπεί στο σαρκασμό ή στην εχθρότητα. Αντίθετα η ψυχρότητα και η ασάφεια έχουν ως συνέπεια την αποτυχία της γελοιογραφίας.

Ιστορία Επεξεργασία

Η γελοιογραφία ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα ζούσε ο ζωγράφος Παύσων που κατά τον Αριστοτέλη παρίστανε τους ανθρώπους, όπως οι κωμικοί ποιητές, πολύ χειρότερους σε μια ρεαλιστική τάση παρωδίας και διακωμώδησης. Άλλος γνωστός γελοιογράφος ήταν ο Αντίφιλος της Αιγύπτου (β' ήμισυ 4ου π.Χ. αιώνα) που λέγεται πως αυτός εισήγαγε τη γελοιογραφία ως είδος της ζωγραφικής και του οποίου τα έργα επειδή σατίριζε κάποιον Γρύλλο ονομάσθηκαν «Γρύλλοι».

Στα ερυθρόμορφα αγγεία της Μεγάλης Ελλάδος (Νότια Ιταλία) τα καλούμενα «φλυακογραφίες» ήταν παραστάσεις από κωμικά λαϊκά δράματα τα οποία ειδικά στον Τάραντα λέγονταν «φλύακες». Σε αυτά παρωδούνταν μύθοι θεών και Ομηρικών επεισοδίων. Γνωστός εκεί ως γελοιογράφος ήταν και ο ζωγράφος Ασστέας.

Στην Ελληνιστική περίοδο η Αλεξάνδρεια εκπροσωπεί κάθε τι σκωπτικό και γελοιογραφικό είδος στη Τέχνη. Αλεξανδρινός ήταν πιθανώς και ο Γαλάτων που ζωγράφισε τον Όμηρο «ἐμοῦντα» και τους άλλους ποιητές «ἀρυομένους τὰ ἐμημεσμένα», καυτηριάζοντας έτσι τους ποιητές ότι δεν φτιάχνουν τίποτε νέο, αλλά διατηρούν ως πηγή έμπνευσης τον Όμηρο. Άλλοι γελοιογράφοι της εποχής εκείνης ήταν ο Γραφικός, ο Καλάτις κ.ά.

Στο Μεσαίωνα η γελοιογραφία αποτελεί όπλο της Εκκλησίας για να σατιρίσει τους άπιστους και αιρετικούς αλλά και την όποια εκδήλωση Τέχνης πέραν της θρησκευτικής. Αντίθετα η κοσμική Τέχνη χρησιμοποιεί τη γελοιογραφία προς διακωμώδηση έκλυτου βίου μοναχών και σατυρικής αναπαράστασης έμμετρων μεσαιωνικών μύθων.

Κατά τον 16ο αιώνα με την διάδοση της τυπογραφίας συντελείται και η ανάπτυξη της γελοιογραφίας με θέματα από τον καθημερινό βίο. Παρότι τότε η κοινωνική και πολιτική ζωή παρείχαν άφθονο υλικό τα Μοναρχικά καθεστώτα καταδίωκαν κάθε σάτιρα κατά των ισχυρών και των καθεστώτων έστω και αν εύρισκαν διέξοδο δι΄ αυτής στη σάτιρα των αντιπάλων. Έτσι η γελοιογραφία άρχισε να αναπτύσσεται επί Λουδοβίκου ΙΔ' στη Γαλλία, Αγγλία και λοιπή Ευρώπη μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση (1789) όπου και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της γενόμενη πλέον και προπαγανδιστικό μέσον με ιδιαίτερες εκδόσεις γελοιογραφικών περιοδικών.

Τέτοιο ήταν και το γαλλικό Σαριβαρί (Le Charivari) που ιδρύθηκε το 1832 που δημοσίευσαν περίφημες γελοιογραφίες ο Ονορέ Ντωμιέ, ο Γκαβαρνί, ο Γκρεβέν, ο Ζίλ κ.ά. Στη Γερμανία αντίστοιχο περιοδικό ήταν το «Φλίγκεντε Μπέττερ» με γελοιογραφίες των Μελγεντόρφερ, Ράϊνικε, Ιμπάουερ, του λαϊκότερου γελοιογράφου του Αννοβέρου του Μπους κ.ά. Στην Αυστρία τα περιοδικά της Βιέννης «Νόϋε Ιλλουστρίρτε Τσάιτουνγκ» και «Χουμοριστίσε Μπλέττερ» διακωμωδούσαν τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας, τον Βίσμαρκ, τον Βάγκνερ και την ελαφρά γυναίκα της Βιέννης. Στην Αγγλία δημιουργός της καλλιτεχνικής γελοιογραφίας ήταν ο Ουίλιαμ Ογκάρ. Το 1841 εκδίδεται το περιοδικό «Παντς» (Punch) που συγκεντρώνει την άριστη αγγλική γελοιογραφική παραγωγή από τους Κάρολο Κην, Ρίτσαρντ Ντόϋλ, Έντουαρτ Λίνλεϋ Σάμπουρν, κ.ά.

Στους ακόμη νεώτερους χρόνους αναδείχθηκαν πάμπολλοι γελοιογράφοι αξίας όπως ο Βέλγος Λέο Ζο, ο Ελβετός Ζυλλενμάχαρ, ο Ιάπωνας Ανταμαρακάρο, ο Ιταλός Καπιέλο, ο Μεξικανός Μοντενέγκρο, ο Ρώσος Ζλόνιτωφ, ο Τούρκος Χαλίντ Ρασίντ κ.ά. Επίσης ονομαστά ήταν και τα σατυρικά περιοδικά όπως το ιταλικό «Πασκουΐνο», το «Σουθέσος» του Σαντιάγκου, το «Φλόο» της Βιέννης, το «Καρέμ» της Κωνσταντινούπολης κ.ά.

Η γελοιογραφία στην Ελλάδα Επεξεργασία

Το γελοιογραφικό πνεύμα στην Ελλάδα εκπροσώπησαν τα περιοδικά «Ασμοδαίος» και «Άστυ». Πρώτος που καλλιέργησε με σαφήνεια, κομψότητα, απλότητα αλλά και πνευματώδη χαρακτήρα το είδος αυτό της τέχνης ήταν ο Θέμος Άννινος που υπήρξε και ο εκδότης των παραπάνω περιοδικών. Επόμενοι ήταν ο Δημήτριος Γαλάνης, ο Ζαχ. Παπαντωνίου, ο Φρ. Αριστεύς, ο Σταμ. Σταματίου, ο Ηλ. Κουμετάκης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης (ΣΟΦΟ), ο Φωκ. Δημητριάδης, και ο ζωγράφος Ροϊλός.

Νεότεροι αυτών μέχρι το 1950 διακρίθηκαν οι Ν. Καστανάκης, Γ. Μαυριλάκος (Noir), Δ. Παπαδημητρίου (Μιμ. Παπ.), Σ. Αντωνιάδης, Γ. Γκεϊβέλης, Αρσλόγλου, Κ. Μαραγκός (ο Κεμ Αλεξανδρείας), Κ. Ρωμανός του Καΐρου, Σ. Πολενάκης, Π. Παυλίδης, Μ. Γάλλιας, Ε. Τερζόπουλος, Α. Βλασσόπουλος, Αρχέλαος Αντώναρος, Β. Χριστοδούλου, Ν. Νομικός, Α. Θεοφιλόπουλος κ.ά.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την σκιτσογραφία (σκιαγράφημα), που δεν είναι απαραίτητα και γελοιογραφία.