Γερμανικός Νεοπαγανισμός

Ο Γερμανικός Νεοπαγανισμός είναι νεοπαγανιστική θρησκεία. Οι θρησκειολόγοι την κατατάσσουν στα νέα θρησκευτικά κινήματα. Αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, τις αρχές του 20ου αιώνα και βασίζεται στις προ-Χριστιανικές θρησκείες που ακολουθούσαν τα γερμανικά φύλα από την Εποχή του Σιδήρου μέχρι τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Αποτελεί μια προσπάθεια ανασύστασης αυτών των αρχαίων θρησκευτικών συστημάτων. Ο Γερμανικός Νεοπαγανισμός χρησιμοποιεί ιστορικά, αρχαιολογικά και λαογραφικά στοιχεία ως τον σκελετό του, αν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις στο υπάρχον υλικό.

Σύγχρονο αντίγραφο ενός φυλακτού της εποχής των Βίκινγκ, που αναπαριστά το Μγιόλνιρ, το σφυρί του θεού Θωρ. Παρόμοια κοσμήματα φοριούνται συχνά από τους νεοπαγανιστές.

Οι νεοπαγανιστές δεν ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο δόγμα, αν και τυπικά όλοι τους είναι πολυθεϊστές και πιστεύουν σε ένα πάνθεον προ-χριστιανικής γερμανικής προέλευσης. Έχουν υιοθετήσει τις κοσμολογικές πεποιθήσεις αυτών των αρχαίων φύλων, συμπεριλαμβανομένης της ανιμιστικής κοσμοθεωρίας ότι το σύμπαν είναι διαποτισμένο με πνεύματα. Οι θεότητες και τα πνεύματα της θρησκείας τιμούνται σε τελετουργικές θυσίες, γνωστές ως Blót, στις οποίες τους προσφέρονται τρόφιμα και σπονδές. Οι τελετές τους συχνά περιλαμβάνουν και το symbel, την τελετουργική πρόποση στους θεούς με κάποιο αλκοολούχο ποτό. Κάποιοι πιστοί συμμετέχουν σε τελετουργικά σχεδιασμένα να προκαλέσουν αλλοιωμένη συνειδησιακή κατάσταση και οράματα, τα οποία ονομάζονται seiðr. Σκοπός αυτών των τελετουργικών είναι να φέρει τους πιστούς σε επαφή με τις θεότητες και να τους δώσει πρόσβαση στη σοφία και τις συμβουλές τους. Πολλοί πιστοί ακολουθούν τη θρησκεία μόνοι τους, άλλοι συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες, γνωστές ως kindred, στις οποίες εκτελούν συλλογικά τις τελετές τους στη φύση ή σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Ο Γερμανικός Νεοπαγανισμός δίνει έμφαση σε ηθικές αξίες όπως η τιμή, η ακεραιότητα και η πίστη. Οι απόψεις σχετικά με την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής διίστανται ανάμεσα στους νεοπαγανιστές και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην επίγεια ζωή παρά στο τι συμβαίνει μετά τον θάνατο.

Οι ρίζες του Γερμανικού Νεοπαγανισμού εντοπίζονται στο κίνημα του Ρομαντισμού, που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα ρομαντικά έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη αυτή την περίοδο εγκωμίαζαν τις προ-χριστιανικές κοινωνίες των γερμανικών φύλων. Λαϊκά (Völkisch) κινήματα που λάτρευαν τις θεότητες των αρχαίων βορειοευρωπαϊκών πολιτισμών εμφανίστηκαν στη Γερμανία και την Αυστρία τις δεκαετίες του 1900 και του 1910. Αυτά τα κινήματα παρέμειναν ενεργά μέχρι την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γερμανικός Νεοπαγανισμός επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970 στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική και σύντομα οι πιστοί του συσπειρώθηκαν σε πολυμελείς οργανώσεις. Ένα ζήτημα που διχάζει του νεοπαγανιστές είναι αυτό της φυλής. Παλαιότερες ομάδες ακολούθησαν μια ρατσιαλιστική στάση, θεωρώντας τον νεοπαγανισμό ως μια φυλετική και εθνική θρησκεία, έμφυτα συνδεδεμένη με τη γερμανική φυλή. Οι οπαδοί αυτής της άποψης πιστεύουν ότι μόνο οι λευκοί άνθρωποι, και συγκεκριμένα αυτοί με βόρεια ευρωπαϊκή καταγωγή, μπορούν να ακολουθήσουν τη θρησκεία και συχνά τη συνδυάζουν με την άκρα δεξιά και τη λευκή υπεροχή. Ωστόσο, η πλειοψηφία των νεοπαγανιστών υιοθετεί μια «καθολική» οπτική γωνία, πιστεύοντας ότι η θρησκεία είναι ανοιχτή σε όλους, ανεξάρτητα από εθνικό και φυλετικό υπόβαθρο. Ο αριθμός των νεοπαγανιστών παγκοσμίως υπολογίζεται σε 20.000 άτομα, με ενεργές κοινότητες να υπάρχουν στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία.