Γιόχαν Νέπομουκ Χούμελ

Αυστριακός συνθέτης και πιανίστας

Ο Γιόχαν Νέπομουκ Χούμελ (Johann Nepomuk Hummel, Πρέσμπουργκ 14 Νοεμβρίου 1778Βαϊμάρη 17 Οκτωβρίου 1837) ήταν Αυστριακός συνθέτης και πιανίστας, η μουσική του οποίου σηματοδοτεί τη μετάβαση από την κλασική στη ρομαντική εποχή.

Γιόχαν Νέπομουκ Χούμελ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14  Νοεμβρίου 1778[1][2][3]
Μπρατισλάβα[4][5][3]
Θάνατος17  Οκτωβρίου 1837[6][1][7]
Βαϊμάρη[8][9][10]
Χώρα πολιτογράφησηςΑυστρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[11][12]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Μουσικής και Ερμηνευτικών Τεχνών της Βιέννης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[13]
διευθυντής ορχήστρας[13]
πιανίστας[10]
εξάρχων
μουσικός παιδαγωγός[13]
Περίοδος ακμής1789
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαcourt chapel master (1804–1811)
ΒραβεύσειςΙππότης της Λεγεώνας της Τιμής (1826)[14]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Τα πρώτα χρόνια Επεξεργασία

Ο Χούμελ γεννήθηκε στο Πρέσμπουργκ -σημερινή Μπρατισλάβα της Σλοβακίας- του Βασιλείου της Ουγγαρίας που, τότε, ανήκε στον Οίκο των Αψβούργων. Πήρε το δεύτερο συνθετικό τού επωνύμου του από τον Άγιο Ιωάννη του Νέπομουκ, άγιο της Βοημίας, και -κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την περίοδο- ήταν το μοναδικό παιδί στην οικογένειά του. Πατέρας του ήταν ο Γιοχάνες Χούμελ (Johannes Hummel), [15] διευθυντής της Αυτοκρατορικής Σχολής Στρατιωτικής Μουσικής της Βιέννης και διευθυντής της θεατρικής ορχήστρας «Εμάνουελ Σικανέντερ», και μητέρα του η Μαργαρίτα Ζόμερ (Margarethe Sommer), χήρα από προηγούμενο γάμο της. [16]

Παιδί-θαύμα, ο Γιόχαν, πήρε μαθήματα μουσικής από τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές του. Μάλιστα, διδάχθηκε και φιλοξενήθηκε από τον Μότσαρτ για δύο χρόνια δωρεάν και έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία εννέα ετών, σε μία από τις συναυλίες του δασκάλου του. Κατόπιν, τον πήρε ο πατέρας του σε μια ευρωπαϊκή περιοδεία, φθάνοντας στο Λονδίνο όπου καθοδηγήθηκε στο πιάνο από τον μεγάλο παιδαγωγό Μούτσιο Κλεμέντι· παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Αγγλίας για τέσσερα χρόνια πριν επιστρέψει στη Βιέννη. Το 1791, ο Γιόζεφ Χάιντν, ο οποίος ήταν επίσης στο Λονδίνο, εντυπωσιασμένος από τον νεαρό Χούμελ, συνέθεσε μια σονάτα αφιερωμένη σ’ αυτόν. Την έπαιξε ο ίδιος ο Χούμελ στις Βασιλικές Αίθουσες Συναυλιών του Ανόβερου, παρουσία του Χάιντν. Όταν τελείωσε η παράσταση, ο Χάιντν τον ευχαρίστησε και του έδωσε μία (1) γκινέα, αγγλικό νόμισμα της εποχής.

 
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Χούμελ στη Μπρατισλάβα

Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και η επακόλουθη Περίοδος της Τρομοκρατίας ανάγκασαν τον Χούμελ να ακυρώσει προγραμματισμένη περιοδεία σε Ισπανία και Γαλλία. Επέστρεψε στη Βιέννη, δίνοντας συναυλίες σε πόλεις που βρίσκονταν στο δρόμο του. Στην αυστριακή πρωτεύουσα πήρε περαιτέρω μαθήματα από τους Άλμπρεχτσμπέργκερ, Χάιντν και Σαλιέρι.

Χούμελ και Μπετόβεν Επεξεργασία

Περίπου εκείνη την εποχή, ο νεαρός Μπετόβεν έφθασε στη Βιέννη και πήρε, επίσης, μαθήματα από τους Χάιντν και Άλμπρεχτσμπέργκερ, με αποτέλεσμα να γίνει συμμαθητής και φίλος με τον Χούμελ. Η άφιξη του Μπετόβεν, λέγεται ότι, σχεδόν διέλυσε την αυτοπεποίθηση του Χούμελ, αν και στην πορεία ο Χούμελ ανέκαμψε χωρίς μεγάλη ζημιά. Η φιλία των δύο ανδρών χαρακτηρίστηκε από σκαμπανεβάσματα, αλλά εξελίχθηκε σε συγκατάβαση και αμοιβαίο σεβασμό. [17] Ο Χούμελ επισκέφθηκε τον Μπετόβεν στη Βιέννη, επανειλημμένα, με τη σύζυγό του σοπράνο Ελίζαμπεθ Ρέκελ (Elisabeth Röckel) και τον μαθητή του Φέρντιναντ Χίλερ (Ferdinand Hiller). Μάλιστα, κατόπιν επιθυμίας ιδίου του Μπετόβεν, ο Χούμελ αυτοσχεδίασε στη συναυλία που δόθηκε προς τιμήν του μεγάλου Γερμανού συνθέτη, μετά τον θάνατό του. Αυτό το γεγονός, οδήγησε σε φιλία του Χούμελ με τον Φραντς Σούμπερτ -που λάτρευε τον Μπετόβεν-, ο οποίος αφιέρωσε τις τελευταίες του τρεις σονάτες για πιάνο στον Χούμελ. Ωστόσο, δεδομένου ότι και οι δύο συνθέτες είχαν πεθάνει κατά την πρώτη δημοσίευση των σονατών, οι εκδότες άλλαξαν την αφιέρωση στον Ρόμπερτ Σούμαν, ο οποίος ήταν ακόμα ενεργός την εποχή εκείνη. [18]

Διευθυντικές θέσεις Επεξεργασία

Το 1804, ο Χούμελ έγινε διευθυντής ορχήστρας (Konzertmeister) στο Παλάτι του Πρίγκηπα Εστερχάζι στο Άιζενστατ. Αν και είχε πολλά από τα καθήκοντα του διευθυντή παρεκκλησίου (Kapellmeister), επειδή η υγεία του Χάιντν δεν του επέτρεπε να τα αναλάβει ο ίδιος, συνέχισε να είναι γνωστός απλώς ως Konzertmeister, από σεβασμό στον Χάιντν, παίρνοντας τον τίτλο του Kapellmeister μόνο μετά το θάνατο του γηραιού συνθέτη, τον Μάιο του 1809. Παρέμεινε στην υπηρεσία του Εστερχάζι για επτά χρόνια συνολικά πριν απολυθεί, τον Μάιο του 1811, για αμέληση των καθηκόντων του. [19] Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Βιέννη όπου, αφού πέρασε δύο χρόνια συνθέτοντας, νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια όπερας Ελίζαμπεθ Ρέκελ, το 1813. Την επόμενη χρονιά, περιόδευσε στη Ρωσία και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Χούμελ κατείχε, αργότερα, τις θέσεις του Kapellmeister στη Στουτγκάρδη από το 1816 έως το 1819, και στη Βαϊμάρη από το 1819 έως το 1837, όπου δημιούργησε στενή φιλία με τον Γκαίτε, μαθαίνοντας μεταξύ άλλων να εκτιμά την ποίηση του Σίλερ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1805. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βαϊμάρη έκανε την πόλη ευρωπαϊκή μουσική πρωτεύουσα, καλώντας τους καλύτερους μουσικούς της εποχής να την επισκεφθούν και να παίξουν μουσική, εκεί. Έθεσε σε ισχύ ένα από τα πρώτα συνταξιοδοτικά συστήματα των μουσικών, οργανώνοντας συναυλίες αλληλεγγύης όταν το συνταξιοδοτικό ταμείο τους ήταν χαμηλό. Ο Χούμελ ήταν από τους πρώτους που ανακίνησε το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας των μουσικών για την καταπολέμηση της πνευματικής πειρατείας. Το 1825, ο παρισινός εκδοτικός μουσικός οίκος «Aristide Farrenc» ανακοίνωσε ότι, απέκτησε τα γαλλικά δικαιώματα για όλα τα μελλοντικά έργα του Χούμελ.

Τα τελευταία χρόνια Επεξεργασία

Το 1832, σε ηλικία 54 ετών, εξαιτίας κακής υγείας, ο Χούμελ άρχισε να αφιερώνει όλο και λιγότερο χρόνο στα καθήκοντά του ως μουσικός διευθυντής στη Βαϊμάρη. Συνέθετε λιγότερο, αλλά εξακολουθούσε να εμπνέει σεβασμό και θαυμασμό στους συγχρόνους του. Επιπλέον, μετά το θάνατο του Γκαίτε, τον Μάρτιο του 1832, είχε λιγότερη επαφή με τους τοπικούς θεατρικούς κύκλους, που είχε ως αποτέλεσμα την μερική του αποχώρηση μέχρι το θάνατό του, στη Βαϊμάρη το 1837. [20] Τρεις μέρες αργότερα, στην κηδεία του, εκτελέστηκε μία από τις καντάτες του. Οπαδός του μασονισμού -όπως ο Μότσαρτ-, ο Χούμελ κληροδότησε σημαντική μερίδα του περίφημου κήπου του πίσω από την κατοικία του στη Βαϊμάρη, στα μασονικά ακίνητα. Ο τάφος του βρίσκεται στο Ιστορικό Νεκροταφείο της Βαϊμάρης.

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία Επεξεργασία

 
Το πιάνο στο οποίο έπαιζε και συνέθετε ο Χούμελ

Προς το τέλος της ζωής του, ο Χούμελ έζησε την άνοδο μιας καινούργιας σχολής νέων συνθετών και βιρτουόζων καλλιτεχνών, οπότε είδε τη δική του μουσική να βγαίνει σταδιακά από τη μόδα. Η πειθαρχημένη και καθαρή πιανιστική τεχνική του, στο στιλ του Κλεμέντι, καθώς και ο ισορροπημένος «κλασικισμός» του, υποχώρησαν μπροστά στην ανερχόμενη σχολή της θυελλώδους μπραβούρας που επέδειξαν οι οπαδοί της τεχνικής του Λιστ.

Η μουσική του πήρε κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη του Μπετόβεν. Κοιτάζοντας μπροστά, ο Χούμελ προχώρησε στο νεοτερισμό μέσα από κομμάτια όπως είναι η Σονάτα σε Φα# Ελάσσονα, Op. 81, και η Φαντασία Op. 18. Αυτά τα έργα είναι παραδείγματα όπου ο συνθέτης «προκαλεί» τις κλασικές αρμονικές δομές ενώ παράλληλα επεκτείνει τη φόρμα σονάτας. Τα πιανιστικά του έργα είναι εύγλωττα, με ξεκάθαρη δομή και κατάλληλα για την ελαφριά, βιεννέζικη αντίληψη της εποχής. Ωστόσο, μειονεκτούν ως προς το συναισθηματικό βάθος και τη συνοχή, στοιχεία χαρακτηριστικά του Μπετόβεν, ο οποίος έγραφε παράλληλα με αυτόν. [21]

Η κύρια εργογραφία του είναι για το πιάνο, για το οποίο έγραψε 8 κοντσέρτα, 10 σονάτες (εκ των οποίων τέσσερις είναι χωρίς αριθμούς opus και μία ακόμη δεν έχει δημοσιευθεί), 8 πιάνο τρίο, 1 πιάνο κουαρτέτο, 1 πιάνο κουιντέτο, 2 σεπτέτα με πιάνο, φαντασίες, παραλλαγές, σπουδές, χορούς, καπρίτσια, ριτσερκάρε, ρόντο και μουσική για πιάνο 4-χέρια. Επίσης, συνέθεσε 1 οκτέτο πνευστών, 1 σονάτα για βιολοντσέλο σόλο, 1 κοντσέρτο για μαντολίνο, 1 σονάτα για μαντολίνο, 1 κοντσέρτο για τρομπέτα, 1 «Μεγάλο κονσέρτο για φαγκότο», 1 κουαρτέτο για κλαρινέτο, βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο. Ακόμη, 22 όπερες, 3 λειτουργίες κ.α. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των προτιμήσεών του αποτελεί η έλλειψη συμφωνικής μουσικής.

Παρόλο που, ο Χούμελ, πέθανε πλούσιος και διάσημος, με εξασφαλισμένη μεταθανάτια φήμη, ο ίδιος και η μουσική του ξεχάστηκαν γρήγορα στην εποχή της ρομαντικής περιόδου, ίσως επειδή οι κλασσικές του ιδέες θεωρήθηκαν ντεμοντέ. Αργότερα, κατά την αναβίωση του κλασικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, ο Χούμελ προσπεράστηκε. Όπως και ο Χάιντν, για τον οποίο η αναβίωση έπρεπε να περιμένει μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ο Χούμελ επισκιάστηκε από τον Μότσαρτ. Λόγω του αυξανόμενου αριθμού των διαθέσιμων ηχογραφήσεων και του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού συναυλιών σε ολόκληρο τον κόσμο, η μουσική του αναδεικνύεται πλέον στο κλασικό ρεπερτόριο.

Επιρροή Επεξεργασία

Ο Χούμελ υπήρξε εξαιρετικός πιανίστας, με προχωρημένη τεχνική για την εποχή του. Δεν είναι τυχαίο ότι, θεωρείται ο πιο επιφανής δεξιοτέχνης κατά την περίοδο της μετάβασης από το κλασικό στο ρομαντικό ύφος. [22] Όσο βρισκόταν στη Γερμανία, δημοσίευσε το πόνημα «Μία Πλήρης Θεωρητική και Πρακτική Σειρά Μαθημάτων για την Τέχνη του Παιξίματος στο Πιανοφόρτε» (1828), το οποίο πώλησε χιλιάδες αντίτυπα μέσα σε λίγες μέρες από την έκδοσή του και έφερε ένα νέο στυλ δακτυλοθεσίας και διανθισμάτων. Στην εποχή του 19ου αιώνα, η πιανιστική τεχνική επηρεάστηκε από τον Χούμελ, μέσω της διδασκαλίας του Τσέρνι ο οποίος, αργότερα, δίδαξε τον Λιστ. Ο Τσέρνι πήγε να κάνει μαθήματα στον Χούμελ, αφού έμεινε τρία χρόνια με τον Μπετόβεν.

Η επίδραση του Χούμελ μπορεί, επίσης, να φανεί στα πρώτα έργα των Σοπέν και Σούμαν. Ειδικά για τον πρώτο, αυτό δεν είναι έκπληξη, δεδομένου ότι ο Σοπέν πρέπει να είχε ακούσει τον Χούμελ σε μία από τις συναυλίες του στην Πολωνία και τη Ρωσία, ενώ είχε αρκετά πιανιστικά έργα του Χούμελ στο ενεργό ρεπερτόριό του. Ο μουσικοκριτικός Χάρολντ Σένμπεργκ (Harold C. Schonberg) γράφει: «...οι εισαγωγές στο Κοντσέρτο σε Λα Ελάσσονα του Χούμελ και στο Κοντσέρτο σε Μι Ελάσσονα του Σοπέν, μοιάζουν πολύ για να είναι συμπτωματικές». [23] Επίσης, ο Χούμελ έκανε κάποια μαθήματα και στον Μέντελσον. [24]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb138954035. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118554751. Ανακτήθηκε στις 18  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Hummel, Johann Nepomuk» (Γερμανικά) σελ. 419.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn20000603068. Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2019.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  7. (Αγγλικά) SNAC. w6t43znw. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  9. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  10. 10,0 10,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 2242. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  11. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb138954035. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  12. CONOR.SI. 87962979.
  13. 13,0 13,1 13,2 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/34222. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  14. www2.culture.gouv.fr/LH/LH090/PG/FRDAFAN83_OL1326064v001.htm.
  15. Hust
  16. The Hummel Project
  17. Kennedy, 1435
  18. Kennedy, 1435
  19. Cummins
  20. Cummins
  21. ΠΛΜ
  22. ΠΛΜ
  23. Schonberg
  24. Sachs

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1994, τόμος 61, σ. 235
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Enciclopedia Treccani, on line
  • Eric Blom, The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Cummins, Robert. Piano Sonata No. 3 in F minor, Op. 20 at AllMusic.
  • Hust, Christoph. 2003, Hummel, Johann Nepomuk, In: Die Musik in Geschichte und Gegenwart. 2nd ed. Ludwig Finscher (ed.). Kassel: Bärenreiter, pp. 503–511
  • Harold C. Schonberg, The Great Pianists, p. 110
  • Joel Sachs, Hummel, Johann Nepomuk, §6 Performance and teaching, Oxford Music Online
  • The Hummel Project, https://web.archive.org/web/20180324212713/http://www.jnhummel.info/en/lifeearlylife.php