Δημήτριος Οικονόμου (ναύαρχος)


Ο Δημήτριος Οικονόμου (4 Ιουνίου 1883 – 11 Σεπτεμβρίου 1957) ήταν Έλληνας ναύαρχος. Αφού συμμετείχε ως κατώτερος αξιωματικός στους Βαλκανικούς Πολέμους, αποτάχθηκε από το στράτευμα την περίοδο 1917-1920 ως βασιλόφρων. Επανήλθε στο Ναυτικό, υπήρξε διοικητής σε διάφορες διοικήσεις στον Μεσοπόλεμο, καθώς και αρχηγός ΓΕΝ την περίοδο 1935-36. Από το πόστο του επικεφαλής του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξε εκ των ηγετών του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 10ης Οκτωβρίου 1935 που ανέτρεψε τη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία και επανέφερε τη Βασιλευομένη Δημοκρατία.

Δημήτριος Οικονόμου
Δημήτριος Οικονόμου (άκρη αριστερά), Γεώργιος Κονδύλης, Γεώργιος Ρέππας, Αλέξανδρος Παπάγος, μετά την ανατροπή της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημήτριος Οικονόμου (Ελληνικά)
Γέννηση4  Ιουνίου 1883
Χαλκίδα
Θάνατος11  Σεπτεμβρίου 1957
Σύρος
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
στρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος/Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό
Πόλεμοι/μάχεςΒαλκανικοί Πόλεμοι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑρχηγός Γενικού Επιτελείου Ναυτικού

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Δημήτριος Οικονόμου γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 4 Ιουνίου 1883, γιος του Αλέξανδρου Οικονόμου. Εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων τον Σεπτέμβριο του 1899 και αποφοίτησε ως μάχιμος σημαιοφόρος τον Ιούλιο του 1903. Ως νέος αξιωματικός συμμετείχε στο Κίνημα στο Γουδί τον Αύγουστο 1909, καθώς και στο αποτυχημένο κίνημα του υποπλοίαρχου Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Αλφονσάτου τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.

Προήχθη σε ανθυποπλοίαρχο το 1910, πολέμησε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912-13 με το θωρηκτό "Ψαρά", συμμετέχοντας στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου και την απελευθέρωση πολλών νησιών του Αιγαίου. Προήχθη σε υποπλοίαρχο Β΄ Τάξης τον Ιούνιο 1913, λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας, κατά τον οποίο πολέμησε στην ξηρά με το 29ο Ναυτικό Σύνταγμα. Τον Ιούλιο του 1913 προήχθη σε υποπλοίαρχο Α΄ Τάξης.

Το 1914 παρακολούθησε μαθήματα στη Ναυτική Σχολή Πυροβολικού. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συντάχθηκε με τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ στη διαμάχη του με τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Ως πλωτάρχης πλέον από τον Μάρτιο του 1917, απελύθη από την υπηρεσία τον Ιούνιο του ιδίου έτους, μετά την επικράτηση των βενιζελικών και τη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Μετά τη νίκη των αντιβενιζελικών-βασιλοφρόνων στις εκλογές του 1920, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία τον Νοέμβριο. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς προήχθη σε αντιπλοίαρχο. Μετά τη σύντομη συμμετοχή του στις ναυτικές επιχειρήσεις στη Μικρασιατική Εκστρατεία με το αντιτορπιλικό "Αετός", ανέλαβε τη θέση του διοικητή του ναυτικού αεροδρομίου του Παλαιού Φαλήρου.

Κατόπιν υπήρξε διοικητής του αντιτορπιλικού "Πάνθηρ" (1923), και του ελαφρού καταδρομικού "Έλλη" (1923-25). Τον Ιούνιο του 1924, ως καπετάνιος της "Έλλης", συμμετείχε στη λεγόμενη Απεργία του Ναυτικού. Τον Οκτώβριο του 1925 προήχθη στον βαθμό του πλοιάρχου, αναλαμβάνοντας εκ νέου τη διοίκηση της "Έλλης" το 1926-27, πριν αναλάβει τη διοίκηση του εκπαιδευτικού "Άρης" (1927–28), και των θωρηκτών "Κιλκίς" και "Λήμνος" το 1929. Το 1929-30 υπηρέτησε ως Διοικητής της Διοίκησης Υποβρυχίων, θέση στην οποία διακρίθηκε για τη δραστική επιθεώρηση και εκμοντερνισμό της εκπαίδευσης των πληρωμάτων. Το 1931 υπηρέτησε βραχύβια ως Διοικητής του Στολίσκου Αντιτορπιλικών, και ακολούθως, μέχρι το 1934, ως Διοικητής της Μοίρας Εκπαιδεύσεως. Προαχθείς σε υποναύαρχο τον Φεβρουάριο του 1934, τοποθετήθηκε στις 3 Μαρτίου 1935 στη θέση του Αρχηγού ΓΕΝ, καθώς και στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Ναυτικών. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς διετέλεσε πρόεδρος του Εκτάκτου Ναυτικού Στρατοδικείου που δίκασε τους αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού που συμμετείχαν στο αποτυχημένο βενιζελικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Παρόλα αυτά, ζήτησε άμεσα και με επιτυχία, οι θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαν να μην εκτελεστούν. Στις 10 Οκτωβρίου του 1935, μαζί με τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο (διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού στην Αθήνα), και τον υποπτέραρχο Γεώργιο Ρέππα (αρχηγό ΓΕΑ), ανέτρεψαν την κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη και τη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, αποκαθιστώντας τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία, και τοποθέτησαν τον Υπουργό των Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη, που κινούσε τα νήματα των ενεργειών, στη θέση του Πρωθυπουργού, και στη θέση του Αντιβασιλέα έως την άφιξη του βασιλέα Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα.

Τον Φεβρουάριο του 1936 προήχθη σε αντιναύαρχο. Παρέμεινε στη θέση του αρχηγού ΓΕΝ έως τις 19 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, όταν και μετακινήθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή του Πολεμικού Ναυτικού. Το 1938-39 κατείχε παράλληλα τη θέση του Αρχηγού Στόλου. Ο Οικονόμου παρέμενε ακόμη Γενικός Επιθεωρητής με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μέχρι τη συνθηκολόγηση της χώρας μετά τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, παρέμεινε στη θέση αυτή και παράλληλα κατείχε τη θέση του Αρχηγού του Στολίσκου Τορπιλοβόλων, του Διοικητή Αεράμυνας, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Επιτήρησης Συναγερμού Αέρος-Θαλάσσης, καθώς και του Διοικητή των Ναυτικών Περιοχών 1 και 3. Τελικώς, στις 25 Απριλίου 1941, καθώς το κύριο μέρος του Στόλου και η κυβέρνηση είχαν φύγει για τη Μέση Ανατολή, ο Οικονόμου εξουσιοδοτήθηκε να εκπροσωπήσει τον Υπουργό Ναυτικών, διοικώντας ό,τι απέμενε από το Ναυτικό, μέχρι την τελική συνθηκολόγηση δύο μέρες αργότερα. Ο Οικονόμου παρέμεινε στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής, και υπηρέτησε στη Γενική Διεύθυνση του Πολεμικού Ναυτικού στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης συνεργατών των κατακτητών την περίοδο 1941-43.

Μετά την Απελευθέρωση παρασημοφορήθηκε από το ελληνικό κράτος με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξης και το Μετάλλιο Διακεκριμένων Πράξεων για τον ρόλο του στη σύγκρουση του 1940-41, έως τη συνθηκολόγηση της χώρας με τους Γερμανούς. Συνταξιοδοτήθηκε τον Απρίλιο του 1947 και απεβίωσε στη Σύρο στις 11 Σεπτεμβρίου 1957.

Ο Οικονόμου αποτελούσε το 1935 μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, και από το 1940 έως το 1944 ήταν πρόεδρος του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος. Μετά τη συνταξιοδότησή του, την περίοδο 1953-57 υπήρξε πρόεδρος του ΔΣ του Ν.Π.Δ.Δ. "Ελληνική Θαλάσσια Ένωση", καθώς και του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος. Ο Οικονόμου ασχολήθηκε και με τη συγγραφή, καθώς δημοσίευσε έναν αριθμό ιστορικών έργων, μεταξύ αυτών το αρχείο του αγωνιστή του 1821, στρατηγού Κωνσταντίνου Μπότσαρη, μια μελέτη για τους Σουλιώτες και την οικογένεια Μπότσαρη (Το Σούλι, οι Σουλιώται και η Οικογένεια Μπότσαρη, 1952), μελέτες για τη δράση του Πολεμικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Πεπραγμένα του Βασιλικού Ναυτικού, 1947), καθώς και μια μελέτη για τον Πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας και της Δανίας και το ναυτικό πρόγραμμα της Ελλάδος (Η Α.Β.Υ. ο Πρίγκηψ Γεώργιος και το Ναυτικόν Πρόγραμμα της Χώρας, 1952).