Στην ελληνική μυθολογία ο Ερευθαλίωνας (Ερευθαλίων) ήταν ένας ευγενής Αρκάδας, τον οποίο σκότωσε ο βασιλιάς της Πύλου Νέστορας σε κάποιο πόλεμο μεταξύ των Αρκάδων και των Πυλίων. Ο Ερευθαλίωνας αναφέρεται στην Ιλιάδα (ραψωδία Η, στίχος 136 κ.ε.), σε μία διήγηση του Νέστορα, ως «άνδρας ισόθεος», που έφερε τα όπλα του Αρηιθόου. Τα όπλα αυτά, δώρα του θεού του πολέμου `Αρη, τα είχε πάρει ο φονιάς του Αρηιθόου Λυκούργος «και αφού στο σπίτι εγήρασε τα χάρισε ο Λυκούργος / εις τον Ερευθαλίωνα, καλόν θεράποντά του. / Τούτος μ' εκείνα τ' άρματα τους πολεμάρχους όλους / επροκαλούσε κι έτρεμε καθείς, δεν είχε τόλμην. / Κι εμ' έφερε ν' αγωνισθώ η θαρρετή ψυχή μου, / αν κι ήμουν ο νεότερος απ' όλους τους ανδρείους. / Πολέμησα κι η Αθηνά μου χάρισε την νίκην. / Τρανόν και ανδρείον ως αυτόν δεν φόνευσ' άλλον άνδρα. / Φαρδύς μακρύς απέραντος εκείτετο στο χώμα.» (η 148-156, μετάφραση Ι. Πολυλά). Ο Ερευθαλίων λοιπόν περιγράφεται και ως γιγάντιος στο ανάστημα. Αλλά και σε προηγούμενη ραψωδία ο Νέστορας αναφέρεται στο περιστατικό: «Ατρείδη, το 'θελα κι εγώ να είμαι ως ήμουν πρώτα / που τον Ερευθαλίωνα εφόνευσα τον θείον. / Αλλά δεν δίδουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλ' αντάμα. / Αγόρι τότε ήμουν κι εγώ, τώρα το γήρας μ' ήβρε...» (δ 318-321).

Πηγές Επεξεργασία

  • Κρουσίου: Λεξικόν Ομηρικόν, διασκευή από την έκτη γερμανική έκδ. υπό Ι. Πανταζίδου, έκδοση «Βιβλιεκδοτικά καταστήματα Αναστασίου Δ. Φέξη», Αθήνα 1901, σελ. 327