Ευτύχιος (έξαρχος)

Έξαρχος της Ραβέννας

Ο Ευτύχιος ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, πατρίκιος και τελευταίος έξαρχος Ραβένας περίπου την περίοδο 727-751.

Ευτύχιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση7ος αιώνας
Θάνατος752
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακυβερνητικός αξιωματούχος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΈξαρχος της Ραβέννας

Ο Ευτίχος ανέλαβε έξαρχις σε μία περίοδο όπου η Εξαρχάτο της Ραβέννας είχε ξεσηκωθεί το 727 κατά των εικονομάχων. Ο προηγούμενος Έξαρχος Παύλος έχασε τη ζωή του προσπαθώντας να καταστείλει την εξέγερση. Σε απάντηση, ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ έστειλε τον ευνούχο πατρίκιο Ευτύχιο να αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης[1][2]. Σε ορισμένα ιστορικά έργα, ο Ευτύχιος αναφέρεται ότι έχει υπηρετήσει ως έξαρχος ήδη την περίοδο 710 / 11-713, μεταξύ των θητείες των Ιωάννη Γ΄ και Σχολαστικού. Αυτό όμως είναι μια σύγχρονη παρεμβολή που βασίζεται σε εσφαλμένη ανάγνωση του Pontificalis Liber[3]. Ο Ευτύχιος αποβιβάστηκε στη Νάπολη, όπου καλείται από πολίτες να μην δολοφονήσει τον Πάπα Γρηγόριο Β΄. Αυτός έδωσε τη δέσμευση να υπερασπιστεί τον Πάπα, κι έστρεψε την προσοχή του προς τους Λομβαρδούς, προσφέροντας στον βασιλιάς Λιουτπράνδο εάν θα εγκαταλείψουν τον Πάπα Γρηγόριο. Παρ΄όλα αυτά ο Πάπας Γρηγόριος συνέχισε τις προσπάθειές του να διατηρήσει την αυτοκρατορική εξουσία στην Ιταλία[4].

Ο Ευτύχιος έκανε προσπάθειες που τελικά έφεραν αποτελέσματα: Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος ήρθε σε συμφωνία με τον Έξαρχο, και συμφώνησε να τον υποστηρίξει σε αντάλλαγμα για την βοήθεια του σττην επιβολή του στα δουκάτα του Μπενεβέντο και Σπολέτο. Ο Πάπας Γρηγόριος, ωστόσο, συναντήθηκε με τον Λιουτπράνδο, και τον έπεισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, στη συνέχεια, με τη βοήθεια του Λιουτπράνδου προέβησαν σε συμφιλίωση με τον Ευτυχή. Όταν ο Τιβέριος Πετάσιος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Τούσκια ο Ευτύχιος βρέθηκε σε κρίσιμη έλλειψη προσωπικού, ο Πάπας Γρηγόριος διέταξε το ρωμαϊκό στρατό να τον βοηθήσει στην καταστολή της εξέγερσης, όπως κι έγινε με τον Πετάσιο να σκοτώνεται[5][2].

Σύγκρουση με τους Λομβαρδούς οδήγησε στην καταστροφή το 737, όταν η πρωτεύουσα της Εξαρχίας, η Ραβέννα, λεηλατήθηκε από τους Λομβαρδούς. Περαιτέρω πόλεμος ξέσπασε σε 739. ο Πάπας Γρηγόριος Γ΄ είχε υποστηρίξει τους δούκες του Μπενεβέντο και Σπολέτο κατά του Λιουτπράνδου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να εισβάλει στην κεντρική Ιταλία. Η Εξαρχία καθώς και το Δουκάτο της Ρώμης, λεηλατήθηκαν και η Ραβένα έπεσε στα χέρια των Λομβαρδών. Ευτύχιος αναγκάστηκε να πάει στα Ενετικά νησιά. Έκανε έκκληση στους κατοίκους να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ραβέννας, και ο ενετικός στόλος έπλευσε μαζί του για να ανακτήσει την πόλη[6].

Λίγο μετά την προσχώρηση του Πάπα Ζαχαρία στους Λομβαρδούς το 741, ο Λιουτπράνδος προγραμμάτισε να επιστρατεύσουν μαζί εναντίον του Δουκάτου του Σπολέτο, το οποίο τον είχε αψήφησε. Ο Ζαχαρίας, ωστόσο, βάδισε βόρεια προς την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας της Παβίας και έπεισε τον Λιουτπράνδο να ματαιωθεί η αποστολή και να αποκαταστήσει ένα μέρος της επικράτειας του εξαρχάτου που είχε καταλάβει[7]. Παρ' όλα αυτά, ο Λιουτπράνδος είδε αυτή την συνθήκη μόνο μεταξύ αυτού και του Πάπα. Το 743, ο Λιουτπράνδος βάδισε προς τη Ραβέννα, και ο Ευτύχιος που αδυνατούσε να βρει πόρους, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Ε' της Ραβέννας, και εξέχοντες πολίτες ζήτησαν να τον Πάπα να παρέμβει. Ο Πάπας Ζαχαρίας άρχισε διπλωματική επίθεση για να αποτρέψει τον Λιουτπράνδο από την κατάκτηση της Ραβέννας, και τον συνάντησε στην εκκλησία του Αγίου Χριστόφορου στην Ακουίλα με τον Έξαρχο τον Ευτυχή και τους πολίτες της Ραβέννας. «Το θέαμα του εξάρχου όπου παρακαλούσε τον παπά να τον σώσει από τους Λομβαρδούς μαρτυρεί την παντελή αποδυνάμωση της Εξαρχίας και την αποτελεσματική μεταβίβαση της εξουσίας της Καθολικής Βυζαντινής Ιταλίας από τον αυτοκρατορικό κυβερνήτη στον Πάπα», παρατηρεί ο Ρίτσαρντς[8]. Ο Πάπας Ζαχαρίας κατάφερε να πείσει τον Λιουτπράνδο να αναβάλει την εκστρατεία του και να επιστρέψει στις αγροτικές περιοχές γύρω από τη Ραβέννα που είχε καταλάβει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, όμως, το 751, ο Λομβαρδός βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε τη Ραβέννα[2]. Η Εξαρχία έφτασε στο τέλος της, και Βυζαντινή Ιταλία περιοριζόταν σε Σικελία και τις νότιες, ελληνικά-μιλώντας περιοχές.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Richards, 1979, p 220f
  2. 2,0 2,1 2,2 Kazhdan, 1991, p 759-760
  3. Brown, 1993
  4. Richards, 1979, p 221
  5. Richards, 1979, p 221f
  6. Richards, 1979, p 224
  7. Richards, 1979, p 228
  8. Richards, 1979, p 229

Πηγές Επεξεργασία

 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Eutychius (exarch) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).