Θέμα Σικελίας

θέμα (διοικητική διαίρεση) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Το Θέμα Σικελίας ήταν θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το οποίο δημιουργήθηκε μεταξύ του 687 και του 695. Το 831, με την κατάληψη του Παλέρμο από τους Άραβες άρχισε η απώλεια των εδαφών του, το 842 το αραβικό πριγκιπάτο κατέλαβε τη Μεσσήνη, το 878 τις Συρακούσες και το 902 το Ταυρομένιο, καταλύοντας το Θέμα της Σικελίας.

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία του 717, λίγο μετά τη δημιουργία του Θέματος της Σικελίας
Χάρτης της Ιταλικής χερσονήσου μετά το 751

Το θέμα της Σικελίας τον 7ο αιώνα Επεξεργασία

Μετά την κατάληψη του Παλέρμο το 535 και την ολοκληρωτική κατάκτηση της Σικελίας, αυτή διατήρησε ένα ειδικό καθεστώς το οποίο δημιούργησε ο Ιουστινιανός Α´, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μεταξύ 687 και 695 ορίστηκε «στρατηγός» (στρατιωτικό διοικητής) και πιθανότατα την εποχή αυτή η Σικελία έγινε «Θέμα»[1]

Σημαντικός αριθμός επί των στρατηγών του θέματος προέρχονταν από το σώμα των ευνούχων. Πρώτος γνωστός στρατηγός του νησιού ήταν ο Σαλβέντιος, τον οποίο διαδέχτηκε ο Θεοφύλακτος, ο οποίος αφίχθη στη Σικελία μεταξύ του 698 και του 701. Προερχόμενος από το σώμα των ευνούχων, ήταν, επίσης, ο πρώτος γνωστός παρακοιμώμενος. Το 710, ήταν ο Θεόδωρος που ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού και του ανατέθηκε η καταστολή της εξέγερσης στη Ραβέννα. Κατέστη, τότε, έξαρχος της Ιταλίας. Το 717, φήμες έκαναν λόγο για άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες[2]. Ως αντίδραση, οι Σικελοί όρισαν κάποιον Σέργιο ως διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. Ο τελευταίος, σε σύντομο διάστημα τέθηκε υποτελής στον αυτοκράτορα και βρήκε καταφύγιο στους Λογγοβάρδους πριν την άφιξη των στρατευμάτων του νέου στρατηγού του νησιού, Παύλου. Εικάζεται, ενδεχομένως, ο Σέργιος να έγινε εκ νέου στρατηγός του νησιού το 731[3] και ότι εκείνη την εποχή, τέθηκε ενάντια στην εικονοκλαστική πολιτική του Λέοντα Γ΄. Όπως συνέβη και με τον Θεόδωρο, ο στρατηγός Παύλος κατέστη έξαρχος της Ραβέννας από το 723 και μέχρι το 726[4]. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως στρατηγού, ο Παύλος απέτυχε να αποτρέψει μία μουσουλμανική επιδρομή την περίοδο μεταξύ 720/721. Μετά την επιστροφή του Σεργίου στο αξίωμα του στρατηγού έως το 735, ήταν ο λογοθέτης του Δρόμου Αντίοχος που διορίστηκε στη Σικελία προς τα τέλη της δεκαετίας του 760. Κατέχων χαρτοφυλάκιο στο γραφείο εξωτερικών υποθέσεων, στάλθηκε στη Σικελία σε μία περίοδο κατά την οποία οι ιταλικές κτήσεις της αυτοκρατορίας κινδύνευαν όλο και περισσότερο από τους Λογγοβάρδους και τους Φράγκους.

Μετά την πτώση του εξαρχάτου της Ραβέννας, ο στρατηγός της Σικελίας κληρονόμησε τις υποχρεώσεις του αναφορικά με την επίβλεψη της εφαρμογής της αυτοκρατορικής πολιτικής στην Ιταλία[5]. Το 763, φαίνεται να πέτυχε μια σημαντική νίκη ενάντια σε έναν στόλο Σαρακηνών ο οποίος προερχόταν από την Αφρική, ωστόσο απέτυχε σε διαπραγματεύσεις με τους Φράγκους αναφορικά με την τύχη της Ιταλίας. Πιθανολογείται ότι αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο συμμάχησε με τον στρατηγό της Θράκης για την ανατροπή του Κωνσταντίνου και τη διατήρησή του εντός των διοικητικών αξιωμάτων της αυτοκρατορίας. Παρά το γεγονός ότι η εξέγερση αυτή του 766 είναι σχετικά ασαφής, ωστόσο καταδεικνύει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική σημασία του στρατηγού της Σικελίας. Η συνωμοσία αυτή δεν ξεπέρασε το επίπεδο του απλού σχεδίου, ωστόσο έδωσε στον Κωνσταντίνο Ε΄ την κατάλληλη αφορμή για να προχωρήσει στη σύλληψη ανώτατων εικονολατρών εκκλησιαστικών αξιωματούχων[6]. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Αντίοχος παρέμεινε στη Σικελία μέχρι, περίπου, και τη δεκαετία του 780. Την ημερομηνία εκείνη, ήταν ο Ελπίδιος που ορίστηκε ως διοικητής του νησιού τον Φεβρουάριο του 781. Ωστόσο, η συμμετοχή του στη συνωμοσία του 780 που στόχευε στην υποστήριξη του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄, Νικηφόρου, ενάντια στην Ειρήνη την Αθηναία δεν έγινε γνωστή παρά μόνο τον Απρίλιο του 781, ημερομηνία κατά την οποία απομακρύνθηκε των καθηκόντων του. Ο Ελπίδιος επιχείρησε να εξεγερθεί, ωστόσο, ηττήθηκε το 782 και αναζήτησε καταφύγιο στην Αφρική μαζί με τον δούκα της Καλαβρίας, όπου ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων[7]. Η εξέγερση αυτή καταδεικνύει, για μία ακόμη φορά, την πολιτική σημασία του Σικελικού θέματος.

Την εξέγερση του Ελπίδιου κατέστειλε κάποιος Θεόδωρος ο οποίος και έγινε στρατηγός το 782. Εγκατέλειψε την πολιτική της συμμαχίας με τη Νάπολι και το Μπενεβέντο, προκειμένου να στραφεί προς την Παποσύνη, προτού αντιδράσει έντονα στην πολιτική του Καρλομάγνου αναφορικά με το Μπενεβέντο (καθεμία από τις δύο αυτοκρατορίες στήριζε και διαφορετικό διεκδικητή). Το 797, ο Θεόδωρος αντικαταστάθηκε με τον Νικήτα, έναν έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης της Αθηναίας. Ο διορισμός αυτός οφείλετο, κυρίως, στην ανάγκη για την Ειρήνη να εξασφαλίσει την πίστη της Ιταλίας προς το πρόσωπό της, λίγο πριν από το πραξικόπημα της σε βάρος του γιου της, Κωνσταντίνου ΣΤ΄[8]. Το 799, ο Νικήτας αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Γανγλιανό, επίσης έμπιστο σύμμαχο της Ειρήνης, ο οποίος οργάνωσε την άμυνα της Σικελίας απέναντι σε μία ενδεχόμενη επίθεση του Καρλομάγνου[9]. Οι διάδοχοι του Μιχαήλ συνέχισαν την έντονη διπλωματική δραστηριότητα σε βάρος των Φράγκων, ιδιαιτέρως μετά και την άνοδο στον θρόνο του Νικηφόρου, ο οποίος ακολούθησε μία εχθρική πολιτική απέναντι στους Φράγκους.

Ο ρόλος του Θέματος της Σικελίας και το τέλος του το 902 Επεξεργασία

Η σημασία αυτή της Σικελίας στις σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων τονίζεται από τη σημασία των φραγκικών πηγών κατά την προσπάθεια εύρεσης και καταγραφής των διαφορετικών στρατηγών που διοίκησαν τη Σικελία κατά την περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί. Πράγματι, οι βυζαντινές πηγές φαίνεται να ενδιαφέρονται για τη Σικελία, μονάχα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι στρατηγοί της αποτελούσαν πηγή κινδύνου για τον αυτοκρατορικό θρόνο.

Η Σικελία διέθετε, συνεπώς, στρατηγική σημασία πρώτης τάξεως για τους Βυζαντινούς, ωστόσο, αποτελούσε, ταυτόχρονα και πηγή κινδύνου για την αυτοκρατορική εξουσία, λόγω των συχνών εξεγέρσεών της (τρίτο θέμα συνολικά με τον μεγαλύτερο αριθμό εξεγέρσεων κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα)[10]. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις αυτές δεν σχετίζονταν με την άρνηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, εκείνη του 766 αφορούσε αποκλειστικά τον στρατηγό Αντίοχο ο οποίος επιθυμούσε να διατηρήσει το αξίωμά του, ενώ αυτή της περιόδου 780-782 αφορούσε εν μέρη τη διαδοχή της Ειρήνης. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, η ιδιαιτερότητα του διορισμού των Βυζαντινών στρατηγών εκ των οποίων κανένας δεν ήταν ξένος, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων προέρχονταν από το σώμα των ευνούχων. Αυτό εξηγείται από τη ναυτική σημασία του θέματος, ενώ οι ξένοι στρατηγοί προέρχονταν, συνήθως, από τα σώματα του πεζικού. Επιπλέον, η Σικελία βρισκόταν κυρίως μπλεγμένη σε διπλωματικά και οικονομικής φύσεως ζητήματα.

Τέλος, οι στρατηγοί προέρχονταν συχνά από την τάξη των πατρικίων, κάτι που καταδεικνύει και τη σημασία του θέματος, παρά το γεγονός ότι το Τακτικόν Ουσπένσκι (κατάλογος αξιωμάτων) της περιόδου μεταξύ 842/843 κατατάσσει τη Σικελία ως 14ο θέμα με βάση τη σημασία του. Η θέση αυτή εξηγείται από το σχετικά αδύναμο στράτευμα που διέθετε ο στρατηγός της Σικελίας, ο ρόλος του οποίου ήταν κυρίως στο επίπεδο της διπλωματίας, σε αντίθεση με τα μεγάλα θέματα της Μικρά Ασία τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανικό κίνδυνο, ο οποίος και μπορούσε να αποβεί πιο μοιραίος για την επιβίωση της ίδιας της αυτοκρατορίας. Εξάλλου, μετά το 827, η Σικελία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την εισβολή των Αράβων οι οποίοι κατέλαβαν το Παλέρμο το 831. Εκεί, ίδρυσαν ένα αραβικό πριγκιπάτο το οποίο σταδιακά άρχισε να αποσπά τμήματα των βυζαντινών κτήσεων στη Σικελία.

Ως αποτέλεσμα, οι Άραβες κατέλαβαν τη Μεσσήνη το 842 και τις Συρακούσες το 878, έπειτα από πολιορκία διάρκειας 10 ετών και τέλος την Ταυρομένιο το 902, η οποία αποτελούσε και την τελευταία βυζαντινή κτήση στη Σικελία, κάτι που αποτέλεσε και το τέλος της ύπαρξης του θέματος.

Σφραγίδες Επεξεργασία

 
Σφραγίδα του Ελπίδιου με το μονόγραμμα (η πλευρά που φαίνεται στα αριστερά) με το κείμενο «Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ»

Κατά τον 8ο - 9ο αιώνα, ανώτατοι αξιωματούχοι της Καλαβρίας και της Σικελίας, χρησιμοποιούσαν, σε δήλωση της χριστιανικής τους πίστης το μονόγραμμα σε μορφή σταυρού με το κείμενο «Θεοτόκε βοήθει τῷ σῷ δούλῳ»[εκκρεμεί παραπομπή] στις σφραγίδες τους, ακολουθώντας την πρακτική των Εξάρχων της Ραβένας[11]. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι σφραγίδες των Προκοπίου, («Θεοτόκε βοήθει (σε μονόγραμμα μορφής σταυρού) τῷ σῷ δούλῳ Προκοπ(ίῳ) πατρικ(ίῳ) β(ασιλικῷ) (πρωτο)σπαθαρ(ίῳ) (καὶ) στρα(τηγῷ) Σικελ(ίας)»[12] και Κωνσταντίνου[13] Στρατηγών της Σικελία και Θεοδότου, διοικητή της Σικελίας[14], αλλά και η εικονιζόμενη σφραγίδα του Ελπιδίου.

Στρατηγοί / διοικητές του Θέματος της Σικελίας Επεξεργασία

Παρακάτω ακολουθεί πίνακας γνωστών στρατηγών / διοικητών του θέματος της Σικελίας:

Επιπλέον βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Borsari, S., "L'amministrazione del tema di Sicilia", Rivista storica italiana (RSI) 66 (1954), σελ. 133-158

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Oikonomidès 1972, σελ. 351.
  2. Théophane, σ. 387
  3. Liber Pontificalis, I 92, σ. 416-417
  4. Liber Pontificalis, I 91, σ. 405
  5. Prigent & Nichanian 2003, σελ. 107
  6. Prigent & Nichanian 2003, σελ. 113
  7. Théophane, σ. 455-456
  8. Théophane, σ. 472
  9. Prigent & Nichanian 2003, σελ. 127
  10. Prigent & Nichanian 2003, σελ. 134
  11. The Symbolic Language of Royal Authority in the Carolingian World (c.751-877), Ildar H. Garipzanov, BRILL, 2008, σελ. 176
  12. Prokopios 10 Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine., Prosopography of the Byzantine Empire (PBE I) (641-867), John Robert Martindale, Editor, ανακτήθηκε στις 19/4/2015
  13. Konstantinos 77 Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine., Prosopography of the Byzantine Empire (PBE I) (641-867), John Robert Martindale, Editor, ανακτήθηκε στις 19/4/2015
  14. Theodotos 14[νεκρός σύνδεσμος], Prosopography of the Byzantine Empire (PBE I) (641-867), John Robert Martindale, Editor, ανακτήθηκε στις 19/4/2015

Πηγές Επεξεργασία

  • (Γαλλικά) Cheynet, Jean-Claude (2007). Le Monde byzantin, tome II : l'Empire byzantin (641-1204). Nouvelle Clio. Παρίσι: Presses Universitaires de France. 
  • (Γαλλικά) Guillou, A. (1977). «La Sicile byzantine. État des recherches». Byzantinische Forschungen 5: 95-145. 
  • (Γαλλικά) Prigent, Vivien; Nichanian, Mikaël (2003). «Les stratèges de Sicile. De la naissance du thème au règne de Léon V». Revue des études byzantines 61. 
  • (Γαλλικά) Oikonomidès, Nicolas (1972). Les Listes de Préséance Byzantines des IXe et Xe Siècles. Παρίσι, Γαλλία: Éditions du Centre National de la Recherche Scientifique.