Θερμιδοριανή Αντίδραση

Τρίτη περίοδος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, από τις 27 Ιουλίου 1794 έως την εγκαθίδρυση του Διευθυντηρίου στις 26 Οκτωβρίου 1795

Θερμιδοριανή αντίδραση (Γαλλικά: Réaction thermidorienne ή Convention thermidorienne) στην ιστοριογραφία της Γαλλικής Επανάστασης, είναι η περίοδος μεταξύ της πτώσης του Ροβεσπιέρου στις 27 Ιουλίου 1794 (9 Θερμιδόρ), έως την εγκαθίδρυση του Διευθυντηρίου στις 26 Οκτωβρίου 1795. Έλαβε το όνομα από τον μήνα Θερμιδόρ, σύμφωνα με το Γαλλικό Επαναστατικό Ημερολόγιο, κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα κατά του Ροβεσπιέρου, και ήταν η τελευταία περίοδος της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης της Γαλλίας.

Η 9η Θερμιδόρ, πίνακας του Βαλερί Γιακόμπι, 1864

Σηματοδοτείται από το τέλος της Τρομοκρατίας, την αποκέντρωση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας και την απομάκρυνση από την ριζοσπαστική πολιτική της Συμβατικής των Ορεινών προς πιο συντηρητικές θέσεις. Ο οικονομικός και γενικός λαϊκισμός, η αποχριστιανοποίηση και τα σκληρά μέτρα του πολέμου εγκαταλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό, καθώς τα μέλη της Συμβατικής, απογοητευμένα και φοβισμένα από την κυβέρνηση της Τρομοκρατίας, προτιμούσαν μια πιο σταθερή πολιτική κατάσταση που είχε την έγκριση των ευκατάστατων πολιτών.

Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου Επεξεργασία

Μετά τα γεγονότα της 9ης Θερμιδόρ, ένας αγώνας ξέσπασε μέσα στη Συμβατική ανάμεσα αφενός στους Ορεινούς με ηγέτες τον Μπαρέρ, τον Μπιγιό-Βαρέν και τον Κολό ντ’ Ερμπουά, που υποστήριζαν τη διατήρηση της επαναστατικής κυβέρνησης και της Τρομοκρατίας καθώς και τον οικονομικό παρεμβατισμό (με τις ανώτατες τιμές και τη φορολογία της τιμής των σιτηρών), και αφετέρου τη μετριοπαθή πλειοψηφία της Συνέλευσης, που αποτελούνταν από τους Δαντονιστές Ορεινούς γύρω από τον Ταλιέν και τον Φρερόν και τους βουλευτές των Πεδινών, γύρω από τον Σιεγές, τον Καμπασερές κ.ά. που υποστήριζαν την επιστροφή στον οικονομικό φιλελευθερισμό και τη συνταγματική κυβέρνηση. Τον Δεκέμβριο 1794 και τον Μάρτιο 1795, επανήλθαν στη Συμβατική όσοι από τους ηγέτες των Γιρονδίνων επιβίωσαν, συνολικά 78 βουλευτές, ενισχύοντας έτσι σαφώς το συντηρητικό στρατόπεδο. Υπήρχε επίσης μια μικρή «νεοεμπερτική» παράταξη, που στηριζόταν σε μια «Λέσχη Εκλογέων», απαιτούσε την αποκατάσταση της Κομμούνας και το Σύνταγμα του 1793, κι αυτοί όμως επιθυμούσαν την καταδίκη του ροβεσπιερισμού.

Ωστόσο, την πλειοψηφία διατηρούσαν οι μετριοπαθείς που περιλάμβαναν όλες τις αποχρώσεις, από τους συντηρητικούς δημοκρατικούς μέχρι τους λίγο-πολύ συνεσταλμένους μοναρχικούς.[1]

Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης της γαλλικής πολιτικής, οι ηγέτες που είχαν λάβει μέρος στο καθεστώς Ροβεσπιέρου (και συμμετείχαν στην πτώση του) κλήθηκαν να απολογηθούν. Μερικοί όπως ο Ταλιέν, ο Μπαρά, ο Φουσέ και ο Φρερόν επανήλθαν στην ηγεσία. Άλλοι όπως ο Μπιγιό-Βαρέν, ο Κολό ντ’ Ερμπουά και ο Μπαρέρ καταδικάστηκαν σε εξορία στη Νότια Αμερική, αν και ο τελευταίος κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη.

Η επαναστατική κυβέρνηση διαλύθηκε σταδιακά, με την καθιέρωση της ανανέωσης κάθε μήνα του ενός τετάρτου όλων των μελών των επιτροπών, οι οποίες αυξήθηκαν σε 16. Έτσι όλοι οι οπαδοί του Ροβεσπιέρου αποχώρησαν από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, η οποία πλέον ήταν υπεύθυνη μόνο για τα στρατιωτικά ζητήματα και τη διπλωματία. Στο τέλος, μόνον ο Λαζάρ Καρνό διατήρησε τη θέση του σαν «Πατέρας της νίκης». Πολλά από τα μέτρα που είχε λάβει η προηγούμενη κυβέρνηση καταργήθηκαν. Την 1η Αυγούστου καταργήθηκε ο νόμος του Πραιριάλ. Τον Φεβρουάριο 1795 αποκαταστάθηκε η ελευθερία θρησκευτικής λατρείας.

Η κοινωνία Επεξεργασία

Ο χειμώνας του 1794-95 ήταν ιδιαίτερα σκληρός, η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε και ο λαός του Παρισιού βίωσε ένα σοβαρό λιμό, που επιδεινώθηκε από την φιλελεύθερη πολιτική της Συμβατικής.[2] Η μικρή καθημερινή μερίδα ψωμιού που εξασφαλιζόταν με δελτίο μειώθηκε στο μισό ή και στο ένα τέταρτο του κιλού. Στον αποκλεισμό του θαλάσσιου εμπορίου και στην κακή σοδειά του 1794 είχε προστεθεί και η δυσαρέσκεια των αγροτών να πουλάνε σ’ ένα χαρτονόμισμα (ασινιάτο) που υφίστατο αχαλίνωτη υποτίμηση. Λόγω του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη και η τιμή του ασινιάτου, την οποία η επαναστατική κυβέρνηση είχε καταφέρει σχεδόν να σταθεροποιήσει το 1793, υπέστη ιλιγγιώδη πτώση, καθώς η Γαλλία βρισκόταν σε οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, έτσι η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξάνονταν. [3]

Η φιλελευθεροποίηση του οικονομικού συστήματος επέδρασε αρνητικά κυρίως στα μέσα και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Οι κερδοσκόποι και οι προμηθευτές του στρατού, οι τραπεζίτες, οι αγοραστές εθνικών κτημάτων, οι εισαγωγείς και οι λαθρέμποροι συναλλάγματος βγήκαν κερδισμένοι και εκπροσωπούσαν τη νέα τάξη των εκατομμυριούχων, οι οποίοι αντικατέστησαν την ιακωβινική αυστηρότητα των ηθών με προκλητική επίδειξη χλιδής και εκκεντρικές υπερβολές της μόδας σε θορυβώδεις χορούς που προέρχονταν από υπερβολική δίψα για ζωή. Η κραυγαλέα διαφορά ανάμεσα στον νέο πλούτο και την παλιά φτώχεια, που η δικτατορία των Ιακωβίνων είχε κάπως εξομαλύνει, έσπρωχνε τις μάζες στην αγανάκτηση και οδήγησε σε νέες εξεγέρσεις.[1]

Η διάλυση της κυριαρχίας των Ιακωβίνων Επεξεργασία

 
Σε αντίδραση στον Ιακωβινισμό, εμφανίστηκαν οι Μουσκαντίνοι

Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος των υπόπτων που φυλακίστηκαν υπό την Τρομοκρατία - μοναρχικοί, ομοσπονδιακοί, κερδοσκόποι - απελευθερώθηκαν, ενώ πολλοί κατηγορούμενοι για συνενοχή με τον Ροβεσπιέρο συνελήφθησαν και αξιωματούχοι απολύθηκαν. Επίσης, αποκαλύφθηκαν οι υπερβολές που διαπράχθηκαν στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου των Ομοσπονδιακών εξεγέρσεων το 1793 και του πολέμου της Βανδέας. Ορισμένοι εκπρόσωποι σε αποστολή δικάστηκαν και εκτελέστηκαν (ο Καριέρ, ο υπεύθυνος για τους πνιγμούς στη Νάντη καρατομήθηκε όπως και τα μέλη του Επαναστατικού δικαστηρίου στο Παρίσι. Όλα αυτά συνέβαιναν με την ενθάρρυνση των οικογενειών των θυμάτων και των υπόπτων που ελευθερώθηκαν και τη μοχθηρή επευφημία των αριστοκρατών, η δε θερμιδοριανή αστική τάξη δεν έκανε τίποτε για να σταματήσει τις αποτρόπαιες πράξεις.

Μέσα στα πλαίσια αυτής της αντίδρασης, στο Παρίσι ο μετριοπαθής και βασιλικός τύπος εξαπολύθηκε εναντίον των συμμετεχόντων στην Τρομοκρατία, χαρακτηρίζοντάς τους ως «Τυράννους» και «Αιμοδιψείς». Ο Φρερόν, ο Ταλιέν και ο Μπαρά, παρότι είχαν διακριθεί για τη βία και τις λεηλασίες τους ως εκπρόσωποι σε αποστολή, επανεμφανίστηκαν από τον Σεπτέμβριο 1794 και με άρθρα στην εφημερίδα Ο Αγορητής του Λαού, καταφέρονταν κατά των Ιακωβίνων. Ομοίως, μια προκήρυξη του μοναρχικού Μεέ ντε λα Τους Η ουρά του Ροβεσπιέρου στις 26 Αυγούστου άρχισε τη συντονισμένη επίθεση εναντίον των Ιακωβίνων. Ο Φρερόν και ο Ταλιέν οργάνωσαν αχαλίνωτες συμμορίες. Αυτοί οι κομψευόμενοι Μουσκαντίνοι ( ονομάστηκαν από το άρωμα που φορούσαν) αποτελούνταν από τη «χρυσή νεολαία» (jeunesse dorée) των «καλών οικογενειών», από κατώτερο προσωπικό καταστημάτων και ξεπεσμένα στοιχεία, ιδιαίτερα χαραμοφάηδες και λιποτάκτες.[1] Εξοπλισμένοι με μπαστούνια και ρόπαλα, επιτίθονταν στους Ιακωβίνους και έσπερναν την τρομοκρατία στους δρόμους, καταστήματα και θέατρα, ενώ η κρατική εξουσία τους ανέχονταν. Εκμεταλλευόμενες τις συγκρούσεις, οι αρχές έκλεισαν τη λέσχη των Ιακωβίνων, και όλες τις λέσχες, τον Νοέμβριο του 1794.

Εξεγέρσεις Επεξεργασία

Οι Ιακωβίνοι, αντιμέτωποι με τη διπλή εχθρότητα των μετριοπαθών δημοκρατών και των μοναρχικών, εξώθησαν μερικούς τομείς πόλεων να εξεγερθούν, όπως στην Τουλόν, όπου οι Ιακωβίνοι ανέλαβαν τον έλεγχο για μια εβδομάδα. Οι Ιακωβίνοι της Τουλόν και οι σύντροφοί τους σφαγιάστηκαν.

Επίσης, οι παρισινές εξεγέρσεις στις 12 Ζερμινάλ και 1 Πραιριάλ έτους Γ' (Απρίλιος και Μάιος 1795) απέτυχαν και έθεσαν τέλος στα σχέδια των Ιακωβίνων για εγκαθίδρυση επαναστατικής κυβέρνησης υπό τους Ορεινούς. Οι αρχές διέταξαν τον αφοπλισμό των «τρομοκρατών». Αυτές ήταν οι τελευταίες λαϊκές εξεγέρσεις πριν από την Επανάσταση του 1830.

Λευκή τρομοκρατία Επεξεργασία

 
Μέλη των Συντρόφων του Ιησού κατά τη Λευκή Τρομοκρατία

Εκμεταλλευόμενοι την αποδυνάμωση των Ιακωβίνων, αυθόρμητα κινήματα εκδίκησης, στα οποία συμμετείχαν μοναρχικοί, μέλη οικογενειών θυμάτων της Τρομοκρατίας και φανατικοί Καθολικοί, αναπτύχθηκαν κατά το 1795, στη Νοτιοανατολική Γαλλία, ειδικότερα στην κοιλάδα του Ροδανού, εναντίον των παλιών τρομοκρατών. Είναι η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας. Οι Εταιρείες Οι Σύντροφοι του Ιησού στη Λυών και Σύντροφοι του Ήλιου στην Προβηγκία κυνήγησαν και σφαγίασαν Ιακωβίνους, δημοκρατικούς, συνταγματικούς ιερείς, Προτεστάντες, πολιτικούς κρατούμενους σε φυλακές, στο Λονς-λε-Σωνιέ, Μπουρ-αν-Μπρες, Λυών, Σαιντ-Ετιέν, Αιξ, Μασσαλία, Τουλόν, Οράνζ κλπ., κυρίως πόλεις που είχαν υποστεί φοβερές διώξεις κατά την καταστολή των Ομοσπονδιακών εξεγέρσεων, δρώντας γενικά με τη συνενοχή ή την αδιαφορία των δημοτικών και νομαρχιακών αρχών στον αγώνα κατά των Ιακωβίνων.[4]

Αποτυχία των Μοναρχικών Επεξεργασία

 
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης διατάζει επίθεση κατά τη μοναρχική εξέγερση της 13 Βαντεμιαίρ

Ωστόσο, με την αποτυχημένη αποβίβαση των εμιγκρέ στο Κιμπερόν τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1795 κατά την εξέγερση των Σουάνων, που την κατέστειλε ο στρατηγός Λαζάρ Ος, και τη μοναρχική εξέγερση της 13ης Βαντεμιαίρ έτους Δ' (5 Οκτωβρίου 1795), που την κατέστειλε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, η Συντακτική συνειδητοποίησε την απειλή που εκπροσωπούσαν οι μοναρχικοί και για μερικούς μήνες επιχείρησε να συμφιλιώσει τους δημοκρατικούς ενάντια στον κοινό τους εχθρό. Ο Φρερόν στάλθηκε στη Μασσαλία στα τέλη του 1795, για να καταστείλει τη Λευκή Τρομοκρατία (θα ανακληθεί από τον Ιανουάριο του 1796). Οι απότακτοι Ιακωβίνοι αξιωματικοί  επανεντάχθηκαν στο στρατό (Ζαν Αντουάν Ροσινιόλ, Ναπολέων Βοναπάρτης…). Οι διώξεις κατά των Ορεινών σταμάτησαν με το διάταγμα της 13ης Οκτωβρίου. Μια γενική αμνηστία «για γεγονότα που σχετίζονται με την Επανάσταση» (από την οποία εξαιρέθηκαν οι εμιγκρέ, οι ανυπότακτοι ιερείς, οι κατηγορούμενοι για το πραξικόπημα του Βαντεμιαίρ, καθώς και οι πλαστογράφοι) ψηφίστηκε στις 26 Οκτωβρίου 1795. Η λέσχη του Πάνθεον, αποτελούμενη από παλιούς συμμετέχοντες στην Τρομοκρατία και Ιακωβίνους, όλοι από την μικροαστική τάξη, άνοιξε στις 6 Νοεμβρίου.[5]

Προς το Διευθυντήριο Επεξεργασία

Εν τω μεταξύ, οι γαλλικές στρατιές κατέλαβαν τις Κάτω Χώρες και ίδρυσαν τη Βαταβική Δημοκρατία, κατέλαβαν την αριστερή όχθη του Ρήνου και ανάγκασαν την Ισπανία, την Πρωσία και πολλά γερμανικά κράτη να συνάψουν ειρήνη, ενισχύοντας το κύρος της κυβέρνησης.

Τον Αύγουστο του 1795 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα του έτους Γ', μετριοπαθές αλλά αντιβασιλικό. Το Σύνταγμα αυτό περιόριζε τη λαϊκή βούληση, καθώς δικαίωμα ψήφου αναγνωρίζονταν μόνο στους κατόχους περιουσίας. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσαν πλέον δύο σώματα: η Βουλή με 500 μέλη και η Γερουσία με 250 μέλη. Η εκτελεστική εξουσία ανατέθηκε σε πενταμελές Διευθυντήριο, με το οποίο η εξουσία άρχισε να επανέρχεται στους αστούς.

Στις 25 Οκτωβρίου, η Συμβατική Εθνοσυνέλευση κήρυξε τη διάλυσή της και αντικαταστάθηκε από το Διευθυντήριο στις 26 Οκτωβρίου 1795.

Παραπομπές Επεξεργασία