Θηβαΐς (Στατίου)

επικό ποίημα του Στατίου

Η Θηβαΐς (λατινικά: Thebais) είναι έπος του λατίνου ποιητή Στατίου[2]σε δακτυλικό εξάμετρο (9.748 στίχοι) με θέμα του παρμένο από τον αρχαιοελληνικό Θηβαϊκό κύκλο και συγκεκριμένα την εκστρατεία των επτά Αργείων στρατηγών (βλ. και την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας) κατά της πόλεως των Θηβών, ως συνέπεια της διαμάχης των δύο γιών του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή για τον θρόνο. Άρχισε να γράφεται από τον ποιητή όταν ήταν 35 ετών και περατώθηκε μετά από δώδεκα χρόνια (90-92 μ.Χ.), οπότε και δημοσιεύθηκε. Ως πρότυπο έχει το αρχαιοελληνικό έπος Θηβαΐς, αγνώστου συγγραφέα. Η Θηβαΐς του Στατίου είναι χωρισμένη σε 12 βιβλία κατά το σχέδιο της Αινειάδας του Βιργιλίου, από την οποία επίσης επηρεάστηκε.

Θηβαΐς (Στατίου)
ΣυγγραφέαςΣτάτιος
ΤίτλοςThēbaïs
Γλώσσακλασική λατινική[1]
ΕπόμενοSilvae

Δομή του έργου Επεξεργασία

Η Θηβαΐς αποτελείται από δώδεκα βιβλία. Τα βιβλία 1 έως 4 αφηγούνται την ιστορία της προέλευσης και των προετοιμασιών για τον πόλεμο. Τα βιβλία 5 και 6 αποτελούν ένα διάλειμμα στην κύρια αφήγηση: Η Υψιπύλη διηγείται το Λημναίο έγκλημα [3]- το παιδί που έχει υπό την προστασία της, ο Αρχέμορφος, σκοτώνεται από ένα φίδι και ο αργειακός στρατός διοργανώνει νεκρώσιμους αγώνες προς τιμήν του. Τα βιβλία 7 έως 11 περιγράφουν τον ίδιο τον πόλεμο, ο οποίος κορυφώνεται με τη μονομαχία του Ετεοκλή και του Πολυνείκη στο βιβλίο 11. Το βιβλίο 12 αφηγείται τις αντιπαραθέσεις που συνδέονται με την απαγόρευση του Κρέοντα να αποδώσει νεκρικές τιμές στο πτώμα του Πολυνείκη και την παρέμβαση του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας.

Περίληψη ανά βιβλίο Επεξεργασία

Βιβλίο Ι Επεξεργασία

Μετά από μια αναδρομή στην αρχαία ιστορία των Θηβών με αναφορές στην αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία και την ίδρυση των Θηβών από τον αδερφό της Κάδμο, καθώς επίσης και στη Σεμέλη, στην Ινώ και στον Αμφίονα, ο ποιητής επικεντρώνεται στην ιστορία του οίκου του Οιδίποδα και τη θανάσιμη διαμάχη των δύο γιων του για τη βασιλεία.[4] Ο Οιδίποδας, τυφλός από τα ίδια του τα χέρια, επικαλείται την τρομερή Ερινύα Τισιφόνη για να προκαλέσει μια θανάσιμη διαμάχη μεταξύ των δύο γιων του, Πολυνείκη και Ετεοκλή, που τους είχε αποκτήσει με την ίδια του τη μητέρα Ιοκάστη. Το αίτημά του εισακούεται από την Ερινύα, που προκαλεί αμοιβαίο μίσος μεταξύ των δύο αδερφών. Αυτοί είχαν αποφασίσει να ασκούν εναλλάξ τη βασιλεία και ο Πολυνείκης, δυσαρεστημένος επειδή είχε τραβήξει τον λαχνό που έχασε και αναγκάστηκε να αφήσει τη βασιλεία στον Ετεοκλή, ο οποίος αρνήθηκε στη συνέχεια να του παραδώσει την εξουσία ως όφειλε, αυτοεξορίστηκε στο Άργος. Στο μεταξύ ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο και τους ανακοινώνει τη βούλησή του να καταστρέψει εντελώς τη γενιά του Οιδίποδα, στρέφοντας την πόλη του Άργους κατά των Θηβών.

Η Ήρα, αν και εχθρική κατά των Θηβών, δεν θέλει να εμπλακεί το αγαπημένο της Άργος, με κίνδυνο να καταστραφεί και αυτό από τον πόλεμο, και διαμαρτύρεται. Ο Δίας όμως είναι αμετακίνητος και στέλνει τον Ερμή στον Άδη για να φέρει το φάντασμα του Λαΐου στον Πάνω Κόσμο. Στο μεταξύ, ο Πολυνείκης, εξαντλημένος από μία καταιγίδα, φτάνει τη νύχτα μπροστά στο ανάκτορο του βασιλιά του Άργους Αδράστου. Την ίδια στιγμή φτάνει μέσα στη θύελλα και ο Τυδέας, κυνηγημένος από την Καλυδώνα. Οι δύο τους φιλονικούν άγρια για το ποιος θα φιλοξενηθεί στο ανάκτορο. Ο Άδραστος ξυπνά, τους χωρίζει και τους φιλοξενεί και τους δύο. Από τα ρούχα τους αντιλαμβάνεται ότι οι δυο τους είναι αυτοί με τους οποίους πρέπει να παντρέψει, σύμφωνα με ένα χρησμό, τις κόρες του. Καθώς εκείνη τη μέρα ήταν γιορτή του Φοίβου Απόλλωνα, ανάβει ξανά τους δαυλούς και τους παραθέτει δείπνο μέσα στη νύχτα, ενώ προστάζει να φροντιστούν οι πληγές τους. Τους εξηγεί ότι εόρταζαν τη νίκη του Φοίβου επί του Πύθωνα καθώς και τον εξαγνισμό του ήρωα Κοροίβου από τον θεό. Ο Πολυνείκης αποκαλύπτει τότε στον Άδραστο ποιος είναι.

Βιβλίο ΙΙ Επεξεργασία

Ο Ερμής μαζί με την ψυχή του Λαΐου περνούν τον Κέρβερο και βγαίνοντας από την πύλη του Ταινάρου στον Πάνω Κόσμο φτάνουν στη Θήβα. Εκεί, κατά τις διαταγές που έχει από τον Δία, το φάντασμα του Λαΐου (έχοντας πάρει πρώτα τη μορφή του μάντη Τειρεσία και μετά τη δική του) εξεγείρει μέσα σε όνειρο τον Ετεοκλή, που κοιμόταν μετά από μια εορτή προς τιμήν του Βάκχου, κατά του αδερφού του. Την άλλη μέρα στο Άργος ο Άδραστος υπόσχεται στον Πολυνείκη και τον Τυδέα να τους δώσει για συζύγους τις κόρες του, Αργεία και Δηιπύλη, που ήταν περιζήτητες, έχοντας μνηστήρες από όλη την Ελλάδα. Ο Πολυνείκης χαρίζει στη μελλοντική σύζυγό του Αργεία το μοιραίο περιδέραιο της Αρμονίας, κόρης της Αφροδίτης και του Άρη και γυναίκας του Κάδμου, που είχε τεχνουργήσει ο Ήφαιστος και του οποίου η κατασκευή και οι αναπαραστάσεις που περιείχε περιγράφοναται από τον ποιητή λεπτομερώς.[5]

Τώρα ο εξόριστος Πολυνείκης είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει τη βασιλεία από τον Ετεοκλή. Για να μην κινδυνεύσει ο ίδιος ο Πολυνείκης, ο Άδραστος αποφασίζει να στείλει τον Τυδέα ως πρεσβευτή στη Θήβα, για να διεκδικήσει τη βασιλεία από τον Ετεοκλή επ' ονόματι του Πολυνείκη. Αυτός, μόλις ακούει από τον Τυδέα την αξίωση του Πολυνείκη να του παραδώσει τον θρόνο, αποπέμπει τον Τυδέα σκαιά και στέλνει μάλιστα πενήντα Θηβαίους να τον σκοτώσουν σε ενέδρα μέσα στη νύχτα καθώς θα επιστρέφει στο Άργος. Ο Τυδέας καταφέρνει να τους εξουδετερώσει σκαρφαλώνοντας πρώτα πάνω στον βράχο όπου καθόταν η Σφίγγα προτού τη σκοτώσει ο Οιδίποδας. Από το ύψωμα αυτό ο Τυδέας πετά τεράστιους βράχους που καταπλακώνουν πολλούς από τους αντιπάλους του. Τους λοιπούς τους εξοντώνει με το κοντάρι και το σπαθί του, όλους εκτός από τον Μαίονα, τον οποίο κρατά ζωντανό μετά από επέμβαση της Αθηνάς Παλλάδας, για να πάει τα νέα στον Ετεοκλή. Ο Τυδέας ανεγείρει από τα όπλα των νεκρών τρόπαιο προς τιμήν της Αθηνάς και υπόσχεται να στήσει προς τιμή της ένα ακόμη μεγαλύτερο όταν καταληφθεί η Θήβα.

Βιβλίο ΙΙΙ Επεξεργασία

Ο Ετεοκλής περιμένει στο παλάτι γεμάτος αγωνία μέσα στη νύχτα να του αναγγείλουν τον θάνατο του Τυδέα.[6] Γίνεται μεγάλος σεισμός, κατά τον οποίον ακόμα και ο Κιθαιρώνας σείεται. Φτάνει ο Μαίων και αναγγέλει τον θάνατο όλων των υπολοίπων από τον Τυδέα. Έπειτα βγάζει το σπαθί του και αυτοκτονεί μπροστά στον Ετεοκλή. Μόλις διαδίδονται τα φοβερά νέα, οι Θηβαίοι σπεύδουν στον τόπο της σφαγής και αρχίζουν να αναζητούν τους δικούς τους σκοτωμένους. Στον Όλυμπο ο Δίας παρακινεί τον Άρη να εξεγείρει επιτέλους τους Αργείους στον πόλεμο. Η Αφροδίτη προσπαθεί να πείσει τον Άρη να μην το κάνει. Πώς θα στραφείς κατά της Θήβας, του λέει, όταν η πρώτη βασίλισσά της, η γυναίκα του Κάδμου, Αρμονία, ήταν κόρη σου; Ο Τυδέας εν τω μεταξύ φτάνει καταματωμένος και εξαντλημένος στο Άργος και ανακοινώνει στο συμβούλιο των αρχηγών, που συνεδρίαζε εκείνη τη στιγμή, την ενέδρα που του έστησαν και τη νίκη του εναντίον των πενήντα Καδμείων. Ο Άδραστος απευθύνεται στον μάντη Αμφιάραο, που παρατηρεί τις κινήσεις των πουλιών. Οι οιωνοί είναι κακοί, αλλά ο Αμφιάραος αρχικά δεν το αποκαλύπτει. Πολεμική έξαψη επικρατεί στον πληθυσμό του Άργους. Ο Καπανέας πιέζει τον Αμφιάραο να αποκαλύψει τι προβλέπει και ο Αμφιάραος του ανακοινώνει ότι ο πόλεμος θα φέρει καταστροφή στους Αργείους. Ο Καπανέας τον χλευάζει. Η Αργεία, βλέποντας τον σύζυγό σε άσχημη κατάσταση, πιέζει τον πατέρα της, βασιλιά Άδραστο, να κηρύξει τον πόλεμο κατά του Ετεοκλή για να βοηθήσει τον Πολυνείκη να πάρει τον θρόνο της Θήβας.

Βιβλίο ΙV Επεξεργασία

Περνούν τρία χρόνια και οι Αργείοι είναι έτοιμοι για την εκστρατεία κατά των Θηβών. Όλος ο στρατός του Άργους και των συμμάχων συγκεντρώνεται και τελούνται θυσίες προς τιμήν του Δία και του Άρη. Οι επτά Αργείοι στρατηγοί - αρχηγοί της εκστρατείας είναι ο Άδραστος, ο Πολυνείκης, ο Τυδέας, ο Ιππομέδοντας, ο Καπανέας, ο Αμφιάραος και ο Παρθενοπαίος, ο νεότερος από τους επτά. Ο Αμφιάραος, αν και γνωρίζει για την επικείμενη καταστροφή και τον θάνατό του, ως μάντης που είναι, αναγκάζεται να συμμετάσχει στην εκστρατεία, γιατί η γυναίκα του, Εριφύλη, θέλει να αποκτήσει το περιδέραιο της Αρμονίας, που της το υποσχέθηκε ο Πολυνείκης. Η Αταλάντη, μητέρα του Παρθενοπαίου, μάταια προσπαθεί να τον μεταπείσει να μη συμμετάσχει στην εκστρατεία. Το στράτευμα αναχωρεί για τη Θήβα.[7]

Στο μεταξύ στη Θήβα προετοιμάζονται επίσης για πόλεμο. Ο Ετεοκλής ζητά τη συμβουλή του μάντη Τειρεσία, ο οποίος, μαζί με την κόρη του Μαντώ καλεί από τον Άδη τα πνεύματα των ένδοξων Θηβαίων: έρχονται πρώτα ο Κάδμος και η Αρμονία και μετά η Αυτονόη, η Ινώ, η Σεμέλη, η Αγαύη και ο Πενθέας, ο Αθάμας, ο Ακταίωνας, η Νιόβη και ο Λάιος, ο οποίος έχει επιστρέψει στον Άδη και κάθεται πιο μακριά από τους άλλους. Από τον Άδη καλούνται και τα πνεύματα των ένδοξων Αργείων: έρχονται ο Άβαντας, ο Φορωνέας, ο Φηγέας, ο Προίτος, ο Πέλοπας και ο Οινόμαος. Τα πνεύματα των Αργείων είναι δακρυσμένα και ο Τειρεσίας συνάγει από αυτό ότι οι Θηβαίοι θα βγουν νικητές στον πόλεμο. Ρωτά το πνεύμα του Λάιου, το οποίο ναι μεν το επιβεβαιώνει, αφήνει όμως δυσάρεστα υπονοούμενα για το μέλλον της Θήβας: ότι το βασίλειο θα ανήκει στις Ερινύες μέχρι το τέλος του.

Ο στρατός των Αργείων έχει φτάσει τώρα στη Νεμέα. Ο Βάκχος, φοβούμενος ότι η αγαπημένη του ειρηνική Θήβα θα καταστραφεί, διατάζει τους ποταμούς να αποσυρθούν στις πηγές τους, προκαλώντας έτσι ξηρασία και μεγάλη δίψα στον στρατό του Άργους. Πολεμιστές και άλογα υποφέρουν. Τότε συναντούν την Υψιπύλη, που κρατούσε στα χέρια ένα μικρό παιδί, του οποίου ήταν ο τροφός. Αφήνει το παιδί στη χλόη και συνοδεύει τους Αργείους στη μοναδική πηγή που έχει ακόμα νερό, τη Λαγγεία. Όλοι τρέχουν στα νερά της κρήνης για να ξεδιψάσουν. Στο μεταξύ το παιδί που είχε αφήσει η Υψιπύλη στη χλόη είχε σηκωθεί και άρχιζε να περπατά μέσα στο δάσος. Έπειτα, κουρασμένο από την πορεία, κοιμήθηκε μέσα στο δάσος.

Βιβλίο V Επεξεργασία

Μόλις ξεδιψούν οι Αργείοι, ο Άδραστος ρωτά την Υψιπύλη ποια είναι και αυτή του λέει ότι ήταν η κόρη του βασιλιά της Λήμνου Θόαντα. Τους διηγείται έπειτα πώς οι Λημνιάδες σκότωσαν τους άντρες τους και πώς αυτή κατάφερε να διασώσει, με τη βοήθεια του Βάκχου, τον πατέρα της φυγαδεύοντάς τον στη θάλασσα. Τους λέει στη συνέχεια ότι οι Λημνιάδες την εξέλεξαν βασίλισσά τους και ότι όταν μετά ήρθαν οι Αργοναύτες, πρώτα αντιμετωπίστηκαν εχθρικά, μετά όμως οι γυναίκες της Λήμνου τους πήραν για συζύγους και απέκτησαν παιδιά μαζί τους. Αυτή η ίδια απέκτησε από τον Ιάσονα δύο δίδυμα αγόρια, που τώρα θα έπρεπε να είναι είκοσι χρονών. Όταν οι Αργοναύτες έπρεπε να φύγουν για την Κολχίδα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, ο Ιάσων την εγκατέλειψε. Στη συνέχεια, όταν μαθεύτηκε ότι ο Θόας είχε δραπετεύσει με τη βοήθειά της στη νήσο Χίο, όπου βασίλευε ο αδερφός του, ο Οινοπίων, αναγκάστηκε αυτή να φύγει, αλλά στην ακτή της Λήμνου την έπιασαν πειρατές και την πούλησαν σκλάβα. Τώρα ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά Λυκούργου της Νεμέας ως τροφός του γιου του, Οφέλτη.[8]

Ενώ η Υψιπύλη διηγείται όλα αυτά, ακούγεται από μακριά η σπαραχτική κραυγή του παιδιού που είχε η ίδια αφήσει στη χλόη για να τους δείξει την πηγή. Αλαφιασμένη η Υψιπύλη τρέχει και πίσω της οι υπόλοιποι. Αντικρίζουν να έχει τυλιχτεί γύρω από το παιδί ένα τεράστιο φίδι, που ήταν ο ιερός όφις του Ινάχου Διός. Οι Αργείοι επιτίθενται στο φίδι, αλλά διστάζουν να το σκοτώσουν. Αυτό το κάνει ο Καπανέας, που δεν φοβόταν την οργή του Δία. Η Υψιπύλη θρηνεί για το παιδί και για την άτυχη μοίρα της. Ο βασιλιάς Λυκούργος, μόλις μαθαίνει τα νέα, καταφτάνει και θέλει να σκοτώσει την Υψιπύλη, αλλά την προστατεύουν οι Αργείοι, που τους έσωσε αυτή από την αβάσταχτη δίψα. Εν τω μεταξύ είχαν μόλις καταφτάσει στο παλάτι του Λυκούργου και οι δίδυμοι γιοι της Υψιπύλης, που είχε αποκτήσει από τον Ιάσονα έψαχναν τη μητέρα τους και τώρα βρίσκονται και πάλι μαζί της. Ο Αμφιάραος καθησυχάζει τον Λυκούργο λέγοντάς του ότι το παιδί του, που θα ονομάζεται εφεξής Αρχέμορος ("αρχή των μοιραίων", υπονοώντας και τη μοίρα των Αργείων στρατηγών), είναι τώρα ένας θεός στον ουρανό. Ορίζεται έπειτα να γίνουν μαζί με την κηδεία του παιδιού νεκρικοί αγώνες προς τιμήν του. Αυτοί οι αγώνες ήταν η απαρχή των Νεμέων, των αγώνων προς τιμήν του Διός που γίνονταν στη Νεμέα.

Βιβλίο VI Επεξεργασία

Ο Αρχέμορος κηδεύεται υπό τους θρήνους του πατέρα του και της μητέρας του, Ευρυδίκης (ή Αμφιθέας), η οποία μέσα στον πόνο της καλεί την Υψιπύλη να πέσει στη νεκρική πυρά, για την κατασκευή της οποίας κόπηκαν τα δέντρα ενός πανάρχαιου άλσους από τους Αργείους.[9] Οι Αργείοι κυκλώνουν την πυρά ξεχωριστά με τα επτά στρατιωτικά τμήματά τους, επικεφαλής των οποίων είναι οι επτά στρατηγοί, αποδίδοντας τιμές στον νεκρό. Στη συνέχεια ανεγείρεται και διακοσμείται μέσα σε εννέα μέρες λαμπρός ναός για τον θεοποιημένο Οφέλτη. Μετά από αυτά τελούνται οι νεκρικοί αγώνες, οι οποίοι παρακολουθούνται από πλήθος κόσμου. Στο αγώνισμα της αρματοδρομίας προηγείται ο Πολυνείκης με το ξακουστό άλογο του Αδράστου, τον Αρίωνα. Ο Απόλλων, όμως, που επιθυμούσε να νικήσει ο ευνοούμενός του, μάντης Αμφιάραος, εμφανίζει ένα τρομαχτικό φάντασμα μπροστά στον Αρίωνα, πράγμα που επιφέρει την πτώση του Πολυνείκη από το άρμα και τη νίκη του Αμφιάραου. Στον αγώνα δρόμου επικρατεί ο Ίδας με δόλο εις βάρος του Παρθενοπαίου, αλλά ο Άδραστος διατάζει επανάληψη του αγωνίσματος και ο Περθενοπαίος αναδεικνύεται νικητής. Ο Ιππομέδοντας νικά στον δίσκο, ο Καπανέας στην πυγμαχία και στην πάλη ο Τυδέας. Ο Άδραστος πείθεται να οργανώσει και αγώνα τοξοβολίας, στον οποίο νικητής είναι ο ίδιος. Μάλιστα, το βέλος που ρίχνει πετυχαίνει τον στόχο του και επιστρέφει πίσω στη φαρέτρα του. Τούτο σημαίνει ότι από τους επτά στρατηγούς μόνο ο Άδραστος θα επιστρέψει στο Άργος.

Βιβλίο VII Επεξεργασία

Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στον παγωμένο Βορρά, όπου βρίσκεται η τρομαχτική κατοικία του Άρη, για να τον διατάξει να ενεργήσει ώστε ο πόλεμος να αρχίσει αμέσως. Ο Άρης δημιουργεί έναν κουρνιαχτό συνοδευόμενο από κλαγγές όπλων και ποδοβολητά αλόγων, που όταν τον βλέπουν οι Αργείοι νομίζουν ότι οι Θηβαίοι τους επιτίθενται και σπεύδουν να τους αντιμετωπίσουν. Ο Βάκχος παρακαλεί τον Δία να λυπηθεί τους Θηβαίους και ο Δίας τον καθησυχάζει λέγοντάς του ότι προς το παρόν η Θήβα δεν θα καταστραφεί. Αυτό θα γίνει από τους Επιγόνους. Οι Αργείοι τώρα πλησιάζουν την πόλη και ο Ετεοκλής, που έχει ειδοποιηθεί από έναν αγγελιοφόρο, συγκεντρώνει και οργανώνει τα θηβαϊκά και τα συμμαχικά στρατεύματα. Ο γέροντας υπηρέτης του Λάιου Φόρβαντας δείχνει με κάθε λεπτομέρεια από τα τείχη της Θήβας στην Αντιγόνη τα στρατεύματα των Αργείων (τειχοσκοπία). Οι Αργείοι, έχοντας φτάσει στις όχθες του ποταμού Ασωπού, στρατοπεδεύουν σε ένα ύψωμα κοντά στην πόλη. Η Ιοκάστη πηγαίνει στο στρατόπεδο για να παρακαλέσει δακρυσμένη τον Πολυνείκη να συνδιαλλαγεί με τον Ετεοκλή και αυτός δέχεται, αλλά επεμβαίνει ο Τυδέας και τον μεταπείθει. Τέλος, δύο εξημερωμένες τίγρεις, που τις είχε φέρει ο Βάκχος από την Περσία και που κάποτε τραβούσαν το άρμα του, τρελαίνονται από την Τισιφόνη, επιτίθενται και σκοτώνουν τον ηνίοχο του Αμφιαράου. Οι Αργείοι τις θανατώνουν, πράγμα που εξοργίζει τους Θηβαίους.[10] Η Ιοκάστη αποπέμπεται πίσω στη Θήβα και μέσα σε αυτήν τη σύγχυση αρχίζουν οι εχθροπραξίες.

Ο ποιητής επικαλείται τις Μούσες να τον βοηθήσουν να εξιστορήσει τα ανδραγαθήματα και τις μονομαχίες των ηρώων. Από τους Αργείους ο Τυδέας, ο Ιππομέδοντας και ο Παρθενοπαίος, και από τους Θηβαίους οι δύο γιοι του Κρέοντα Μενοικέας και Αίμονας διακρίνονται στη μάχη. Ο Καπανέας σκοτώνει τον Υψέα, γιο του Ασωπού, που προηγουμένως είχε σκοτώσει σωρό Αργείων. Φονεύει επίσης και τον νεαρό ιερέα του Βάκχου Ευναίο, που είχε βγει για να πάρει κι αυτός μέρος στη μάχη. Ο Απόλλων παραστέκεται στον Αμφιάραο υπό τη μορφή του νέου ηνιόχου του, στη θέση του Έρση, που έχει σκοτωθεί. Οδηγεί το άρμα του Αμφιαράου εναντίον των εχθρών, θέλοντας να κάνει τον μάντη να αποκτήσει όση γίνεται περισσότερη πρόσκαιρη δόξα πριν τον θάνατό του. Το άρμα καταπατά τους αντιπάλους, ενώ ο Αμφιάραος εξοντώνει και άλλους πολλούς. Τελικά ο Απόλλων αποκαλύπτεται υπό την πραγματική μορφή του στον Αμφιάραο και του λέει ότι ο θάνατός του πλησιάζει, αλλά μπορεί να παρηγορηθεί γιατί τον περιμένουν τα Ηλύσια Πεδία. Ο Καπανέας μόνος του ορμά με το άρμα του κατά των εχθρών και προς τον θάνατο. Εξοντώνει ακόμα μερικούς και ξάφνου η γη σείεται και ο Αμφιάραος μαζί με το άρμα του πέφτει στο χάσμα, που έχει ανοίξει από το σεισμό, μέσα στα βάθη της γης. Ενώ ο Αμφιάραος ρίχνει μια τελευταία ματιά στου ουρανό, κατάπληκτος βλέπει τη γη να κλείνει από πάνω του και χάνεται μέσα στα σκοτάδια του Άδη.

Βιβλίο VIII Επεξεργασία

O Πλούτων εξοργίζεται με την εισβολή αυτή στο βασίλειό του, που συνοδευόταν μάλιστα και από αρκετό φως. Καλεί την Ερινύα Τισιφόνη να εξαπολύσει συμφορές πάνω σε αυτούς που προκάλεσαν την οργή του. Ο Αμφιάραος του εξηγεί ότι πρόκειται περί κανονικού θανάτου (ήδη είχε αποκτήσει την όψη φαντάσματος) που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας φοβερής μάχης, στην οποία είχε πάρει μέρος χωρίς τη θέλησή του, όπως είχαν ορίσει οι θεοί. Οι Αργείοι στο μεταξύ κατατρομοκρατημένοι από την εξαφάνιση του Αμφιαράου στα έγκατα της γης και βλέποντας ότι οι θεοί τους έχουν εγκαταλείψει, τρέπονται σε άτακτη φυγή, ενώ οι Θηβαίοι τους καταδιώκουν. Στην πόλη των Θηβών προκαλείται ξέφρενος πανηγυρισμός. Ακόμα κι ο τυφλός Οιδίποδας βγαίνει για να εορτάσει, όχι γιατί νίκησαν οι Θηβαίοι, αλλά γιατί άρχισε ο πόλεμος που θα κατέστρεφε τους δύο γιους του. Οι Αργείοι ανάβουν μια μεγάλη νεκρική πυρά για τον Αμφιάραο, στην οποία καίνε πλούσια αφιερώματα. Στη θέση του Αμφιάραου εκλέγεται ο γιος του Μελάμποδα, μάντης Θειοδάμαντας. Αυτός εγείρει βωμό στη θεά Γαία και την παρακαλεί να φανεί ευνοϊκή προς τους Αργείους. Τα στρατεύματα των Θηβαίων διαιρούνται τώρα σε επτά μέρη, όσες είναι και οι επτά πύλες της Θήβας, και συγκεντρώνονται πίσω από τα τείχη με επικεφαλής τους επτά Θηβαίους στρατηγούς. Στις Ωγύγιες Πύλες κληρώθηκε να είναι ο Κρέων, στις Νήϊστες ο Ετεοκλής, στις Ομολοΐδες ο Αίμων, στις Προιτίδες ο Υψέας, στις Ηλέκτρες ο Δρυάς, στις Κρηναίες (της κρήνης Δίρκης) ο Μενοικέας και στις Ύψιστες ο Ευρυμέδων.[11]

Τα στρατεύματα της Θήβας ξεχύνονται μονομιάς με ορμή και από τις επτά πύλες, ενώ αντιθέτως οι Αργείοι και ιδίως οι σύμμαχοί τους από την Πύλο, τη Σπάρτη και την Ήλιδα προχωρούν αργά και καταπτοημένοι κατά το πεδίο της μάχης. Ενώ η μάχη μαίνεται και η ανθρωποσφαγή γενικεύεται, στη Θήβα η Ισμήνη με την Αντιγόνη συζητούν για τα πράγματα που τις βασανίζουν. Η Ισμήνη έχει ονειρευτεί ότι παντρεύτηκε τον Άτυ, με τον οποίο είχε αρραβωνιαστεί από μικρή. Τη στιγμή αυτή φέρνουν τον Άτυ από το πεδίο της μάχης βαριά πληγωμένο και ξεψυχά μπροστά της. Ο Τυδέας σκοτώνει πάνω στη μάχη τον Αίμονα και στη συνέχεια τον Πρόθοο και το άλογό του με την ίδια βολή του ακοντίου του. Έπειτα επιτίθεται στον Ετεοκλή, αλλά η Τισιφόνη εμποδίζει τη θανάτωσή του, διότι ο Ετεοκλής πρέπει να αλληλοσκοτωθεί με τον Πολυνείκη σε αμοιβαία αδελφοκτονία. Ο Τυδέας πετυχαίνει όμως τον Φλεγύα, ακόλουθο του Ετεοκλή και εξακολουθεί να εξολοθρεύει. Τραυματίζεται εν τέλει θανάσιμα από τον Μελάνιππο, ο οποίος έχει πληγωθεί κι αυτός βαριά και ξεψυχά. Ο Τυδέας τότε ζητά να του φέρουν το κεφάλι του Μελάνιππου. Ο Καπανέας αποκεφαλίζει τον Μελάνιππο και φέρνει το κεφάλι του στον Τυδέα, ο οποίος, ενώ ξεψυχά, επηρεασμένος από την Τισιφόνη, ρίχνει ένα χαιρέκακο βλέμμα, το δαγκώνει και ρουφά τα ζεστά ακόμα μυαλά. Αυτό προκαλεί αποστροφή ακόμα και στον Άρη και στη θεά Αθηνά, η οποία αποχωρεί από τη μάχη για να πάει να καθαρθεί από το αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισε.

Βιβλίο ΙΧ Επεξεργασία

Οι Θηβαίοι οργίζονται από τη μιαρή πράξη του Τυδέα, ενώ ο Πολυνείκης θρηνεί πάνω από το πτώμα του φίλου του. Οι Θηβαίοι επιτίθενται για να αρπάξουν το πτώμα του Τυδέα, το οποίο το υπερασπίζεται με ανδρεία ο Ιππομέδων αντέχοντας στις λυσσαλέες επιθέσεις των Θηβαίων μέχρις ότου η Τισιφόνη τον απομακρύνει, λέγοντάς του ψευδώς ότι ο Άδραστος κινδύνευε να σκοτωθεί σε ένα άλλο σημείο και χρειαζόταν τη βοήθειά του. Τότε οι Θηβαίοι αρπάζουν το πτώμα του Τυδέα και το βεβηλώνουν. Ο Ιππομέδων στο μεταξύ βλέπει τον Οπλέα, τον συμπολεμιστή του Τυδέα, και του λέει για τον θάνατό του. Όταν αντιλαμβάνεται την εξαπάτηση της Τισιφόνης, ο Ιππομέδων καβαλικεύει το άλογο του Τυδέα και ορμά με μανία στους Θηβαίους, καταδιώκοντάς τους προς τη μεριά του ποταμού Ισμηνού. Το άλογο του Ιππομέδοντα τραυματίζεται και πέφτει, αυτός όμως συνεχίζει πεζός να εξολοθρεύει τους εχθρούς. Από τη μεριά των Θηβαίων σκοτώνει πολλούς Αργείους ο Υψέας. Ο Ιππομέδων θανατώνει τον Κρηναίο, εγγονό του ποταμού Ισμηνού, γιο της κόρης του, Ισμηνίδος. Το άψυχο κορμί του νεαρού παρασύρεται από τα νερά του ποταμού ως τη θάλασσα. Η Ισμηνίς θρηνεί, κάνοντας πικρά παράπονα στον πατέρα της. Τότε αυτός φουσκώνει ξαφνικά γυρεύοντας να πνίξει τον Ιππομέδοντα και τον παρασύρει στα νερά του. Η Ήρα τότε παρακαλεί τον Δία να γλιτώσει τον Ιππομέδοντα από τέτοιον άδοξο θάνατο. Ο Δίας συγκατανεύει και ο ποταμός επιστρέφει στην κανονική ροή του.[12]

Ο Ιππομέδων βγαίνει στην όχθη μισοπαγωμένος από το ψυχρό ρεύμα του ποταμού, όμως τότε του επιτίθενται οι Θηβαίοι με τον Υψέα και τον τραυματίζουν βαριά. Τέλος ξεψυχάει από τις πληγές του. Ο Υψέας παίρνει την περικεφαλαία και το σπαθί του αντιπάλου του, σκοτώνεται όμως στη συνέχεια από τον Καπανέα, που εκδικείται έτσι τον θάνατο του Ιππομέδοντα, επιστρέφοντας στο πτώμα του τα όπλα του μαζί με τα όπλα του νεκρού Υψέα. Η θεά Άρτεμις (την οποία είχε επικαλεστεί από την Αρκαδία σε προσευχή η μητέρα του Παρθενοπαίου, Αταλάντη, που βασανιζόταν από άσχημα όνειρα για την τύχη του γιου της στον πόλεμο) σπεύδει στο πεδίο της μάχης όπου συναντά τον αδερφό της, Απόλλωνα, ο οποίος της φανερώνει ότι ο Παρθενοπαίος πρόκειται να πεθάνει στη μάχη. Η Άρτεμη τότε, μη μπορώντας να τον σώσει, νιώθει συμπόνια για τον νεαρό και του γεμίζει με τα δικά της βέλη τη φαρέτρα, ώστε να εξολοθρεύσει όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς πριν τον θάνατό του. Πράγματι, αυτό και γίνεται. Η Άρτεμις, μεταμφιεσμένη στον πιστό συμπολεμιστή του Παρθενοπαίου, Δορκέα, προσπαθεί να τον πείσει να αποσυρθεί από τη μάχη. Ο Άρης όμως, που τον είχε στείλει η Αφροδίτη, λέει στην Άρτεμη να απομακρυνθεί και μόλις γίνεται αυτό, ο Θηβαίος Δρύαντας πληγώνει θανάσιμο με ακόντιο τον Παρθενοπαίο. Ο συμπολεμιστής του, Δορκέας, τον μεταφέρει έξω από τη μάχη, και ο Παρθενοπαίος ξεψυχάει από το τραύμα του.

Βιβλίο X Επεξεργασία

Τη νύχτα η μάχη σταματά και οι δύο στρατιές αποσύρονται στις θέσεις τους. Οι Θηβαίοι μένουν έξω από τα τείχη, ενθαρρυμένοι από τον θάνατο των τεσσάρων από τους επτά στρατηγούς των Αργείων, και περικυκλώνουν τις θέσεις των εχθρών για να τους εμποδίσουν να αναχωρήσουν για το Άργος και να τους εξολοθρεύσουν την επομένη. Στο μεταξύ οι γυναίκες στο Άργος επικαλούνται με προσευχές τη βοήθεια της Ήρας. Η Ήρα, που φοβάται για τη μοίρα των Αργείων, στέλνει την Ίριδα στην κατοικία του θεού Ύπνου για να του πει να κοιμίσει τους Θηβαίους. Υπακούοντας αυτός πηγαίνει και βυθίζει τους Θηβαίους σε λήθαργο. Οι Αργείοι στο μεταξύ δεν μπορούν να κλείσουν μάτι. Ο Θειοδάμας λέει στους άλλους ότι του εμφανίστηκε το φάντασμα του Καπανέα λέγοντάς του ότι είναι ευκαιρία να επιτεθούν εκείνη την ώρα. Μια ομάδα τριάντα ανδρών με τον Θειοδάμαντα, τον Άκτορα και άλλους πηγαίνουν μέσα στη νύχτα στο εχθρικό στρατόπεδο και σκοτώνουν τους κοιμισμένους Θηβαίους. Ο Οπλέας και ο Δύμας, οι νεαροί συμπολεμιστές του Παρθενοπέα και του Τυδέα, ψάχνουν μέσα στη νύχτα τα πτώματα των δύο Αργείων στρατηγών και τα βρίσκουν με τη βοήθεια της Άρτεμης, που έκανε να σκορπίσουν τα νυχτερινά σύννεφα και να φανεί η λάμψη των άστρων. Ταυτόχρονα, όμως, μία περίπολος Θηβαίων στρατιωτών αντιλαμβάνεται τους δύο Αργείους πολεμιστές. Οι Θηβαίοι τους σκοτώνουν και τους αφήνουν άταφους εκεί. Η περίπολος των Θηβαίων ανακαλύπτει μέσα στη νύχτα τη σφαγή των δικών τους.[13]

Μόλις ξημερώνει αρχίζει νέα επίθεση κατά των Θηβών. Ο Καπανέας εμψυχώνει τους Αργείους και μία ομάδα Σπαρτιατών υπό τον Αμφίονα καταφέρνει να μπει στην πόλη από τις Ωγύγιες πύλες, που δεν είχαν κλείσει ακόμα. Οι Θηβαίοι αποκρούουν την επίθεση. Ο Τειρεσίας αποκαλύπτει στον Κρέοντα ότι, σύμφωνα με έναν χρησμό, η Θήβα θα καταστραφεί, εκτός αν δεχτεί να θανατωθεί ο γιος του Κρέοντα, Μενοικέας. Ο Κρέων αντιδρά και προσπαθεί να αποκρύψει τον χρησμό. Η μάχη μαίνεται και ο Καπανέας μάχεται με τέτοια ορμή που οι Θηβαίοι νομίζουν ότι μέσα του έχουν μπει τα πνεύματα και των τεσσάρων Αργείων στρατηγών που είχαν σκοτωθεί, του Αμφιάραου, του Ιππομέδοντα, του Τυδέα και του Παρθενοπαίου. Η θεά Αρετή κατεβαίνει από τα τείχη προς τον Μενοικέα, που μαχόταν και αυτός από τα τείχη κατά των εχθρών, και του εμπνέει να αυτοθυσιαστεί για την πατρίδα του. Ο Μενοικέας βγάζει την περικεφαλαία του και απευθύνεται στα πλήθη. Έπειτα, παρά τις προσπάθειες του Κρέοντα να τον μεταπείσει, δέεται στους θεούς (που παρακολουθούσαν όλοι εκείνη την ώρα) και, κόβοντας το λαιμό του με το σπαθί του, πέφτει νεκρός από τα τείχη ραντίζοντας με το αίμα του τη γη της Θήβας. Από σεβασμό στον νεκρό οι Αργείοι παύουν την επίθεση και οι Θηβαίοι τον κηδεύουν με τιμές, ενώ η μητέρα του και ο Κρέων θρηνούν για τον γιο τους. Ενώ οι θεοί παρατηρούν ακόμη, ο Καπανέας κάνει μια τελευταία σφοδρή απόπειρα να σκαρφαλώσει στις επάλξεις, προκαλώντας τον Δία και τους άλλους θεούς. Λόγω της βλασφημίας του αυτής ο Δίας του ρίχνει τον κεραυνό του και ο Καπανέας πέφτει νεκρός από τα τείχη της Θήβας.

Βιβλίο XI Επεξεργασία

Οι Αργείοι, κατάπληκτοι από την κατακεραύνωση του Καπανέα, υποχωρούν άτακτα. Η Τισιφόνη, κουρασμένη και η ίδια από την ανθρωποσφαγή, καλεί την Ερινύα Μέγαιρα και της λέει να εξάψει την οργή του Πολυνείκη κατά του αδερφού του, ενώ αυτή η ίδια θα κάνει το ίδιο με τον Ετεοκλή. Έτσι θα προκληθεί η μεταξύ τους μονομαχία και θα αλληλοσκοτωθούν, όπως είναι μοιραίο να γίνει. Ο Πολυνείκης ανακοινώνει στον Άδραστο την πρόθεσή του να μονομαχήσει με τον Ετεοκλή για να μη συνεχιστεί η αιματοχυσία. Ο Ετεοκλής, στο μεταξύ, προσφέρει ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Η Τισιφόνη όμως κάνει τη φλόγα που καίει στον βωμό να κατακάψει το στέμμα του Ετεοκλή, ενώ τον ταύρο που οδηγείται για τη θυσία να εκμανεί και, αφού λερώσει με το αίμα του τον γύρω χώρο, να στρέψει τα κέρατα προς τον βωμό γκρεμίζοντάς τον. Εκείνη τη στιγμή φτάνουν τα νέα ότι ο Πολυνείκης έξω από τα τείχη προκαλεί τον Ετεοκλή να έλθει να λύσουν τις διαφορές τους μονομαχώντας μόνοι οι δυο τους. Ο Ετεοκλής μοιάζει να διστάζει, όμως ο Κρέων, εξοργισμένος από τον θάνατο του γιου του, Μενοικέα, και φοβούμενος για την τύχη του άλλου του γιου, του Αίμονα, τον παροτρύνει να αντιμετωπίσει τον αδερφό του. Ο Ετεοκλής αποφασίζει να μονομαχήσει με τον Πολυνείκη. Η Αντιγόνη στο μεταξύ βγαίνει στις επάλξεις και απευθύνεται στον Πολυνείκη, παρακαλώντας τον να μην προκαλεί τον Ετεοκλή σε αδελφοκτόνα μονομαχία. Ο Πολυνείκης πείθεται να υπαναχωρήσει, αλλά η Ερινύα τον ωθεί ξανά προς τη μονομαχία.[14]

Οι δύο αδερφοί τώρα προχωρούν οπλισμένοι ο ένας κατά του άλλου και μάταια ο Άδραστος προσπαθεί να τους χωρίσει. Βλέποντας ότι οι παρακλήσεις του δεν εισακούονται αποχωρεί, γεμάτος φρίκη. Φρίκη αισθάνονται και οι θεοί, ακόμα και ο ίδιος ο Άρης, βλέποντας τους δυο αδερφούς να δίνουν χτυπήματα με τα όπλα τους ο ένας κατά του άλλου. Η θεά Ευσπλαχνία κατεβαίνοντας από τον ουρανό προσπαθεί να παρέμβει, αλλά η Τισιφόνη την αποπέμπει σκαιά. Οι δύο αδερφοί μονομαχούν μέχρι τελικής πτώσεως. Ο Πολυνείκης δίνει το θανατηφόρο πλήγμα στον Ετεοκλή, αλλά και αυτός την έσχατη ώρα βρίσκει τη δύναμη και μπήγει το ξίφος του στην καρδιά του αδερφού του. Ο Οιδίποδας, που τον οδηγεί η Αντιγόνη, έρχεται και θρηνεί πάνω από τα πτώματα των δυο γιων του. Προσπαθεί να σκοτωθεί, αλλά η Αντιγόνη τον σώζει απομακρύνοντας τα σπαθιά των σκοτωμένων αδερφών της. Στη Θήβα, μόλις η Ιοκάστη μαθαίνει τα νέα, επιχειρεί να αυτοκτονήσει, αλλά η πληγή της δεν είναι θανάσιμη και δέχεται τις φροντίδες της Ισμήνης. Τώρα γίνεται βασιλιάς της Θήβας ο Κρέων και αποφασίζει να εξορίσει τον Οιδίποδα. Ο Οιδίποδας του απευθύνεται χλευαστικά, αλλά παρεμβαίνει η Αντιγόνη και μετριάζει την οργή του Κρέοντα, που λέει στον Οιδίποδα ότι δεν θα εξοριστεί μακριά, αλλά στον γνώριμό του Κιθαιρώνα, εκεί που το είχαν παρατήσει όταν ήταν μικρός για να πεθάνει.

Βιβλίο ΧΙΙ Επεξεργασία

Οι Θηβαίοι τώρα θάβουν τους νεκρούς τους. Για τον Μενοικέα ειδικά στήνεται μεγαλοπρεπής νεκρική πυρά. Αντιθέτως, οι Αργείοι που είχαν σκοτωθεί στις μάχες είχαν μείνει άταφοι, όπως είχε διατάξει ο Κρέων, με ποινή τον θάνατο, αν η διαταγή παραβιαζόταν. Οι χήρες των Αργείων πολεμιστών, με επικεφαλής τις κόρες του Αδράστου, Αργεία, χήρα του Πολυνείκη, και τη Διηπύλη, χήρα του Τυδέα, κατευθύνονται στη Θήβα για να πάρουν τους νεκρούς τους, που ξέρουν ότι τους αρνούνται την ταφή. Η Αργεία αποφασίζει να πάει μόνη της μαζί με τον πιστό ακόλουθό της, Μενοίτη, να διεκδικήσει την ταφή του Πολυνείκη από τον Κρέοντα. Όταν φτάνουν στα Μέγαρα διατάζει τις υπόλοιπες γυναίκες να πάνε στην Αθήνα και να ζητήσουν την αρωγή του βασιλιά Θησέα για να θάψουν τους νεκρούς τους. Η Αργεία με τον Μενοίτη φτάνουν στην πεδιάδα της Θήβας τη νύχτα και υπό το φως του δαυλού ψάχνουν ανάμεσα στους άταφους νεκρούς τον Πολυνείκη. Η Ήρα, που παρατηρεί από τον ουρανό, παρακαλεί τη θεά Σελήνη να δώσει περισσότερο φως και τον Ύπνο να κοιμίσει τις φρουρές των Θηβαίων. Μόλις φωτίζει η σελήνη περισσότερο αναγνωρίζει η Αργεία τον νεκρό Πολυνείκη. Την ίδια ώρα πλησίαζε και η Αντιγόνη, κρατώντας κι αυτή δαυλό, ψάχνοντας μέσα στη νύχτα για τον αδελφό της. Η Αντιγόνη και η Αργεία συναντιούνται, αναγνωρίζονται και θρηνούν μαζί πάνω από το σώμα του Πολυνείκη. Έπειτα, μαζί με τον Μενοίτη σηκώνουν το σώμα του Πολυνείκη και το καθαρίζουν από τα αίματα στον ποταμό Ισμηνό που ήταν κοντά. Στη συνέχεια ψάχνουν για κάποια νεκρική πυρά που έκαιε ακόμα, ώστε να κάψουν τον νεκρό.[15]

Μόνο μία πυρά έκαιε ακόμα, με τη θέληση των θεών, αυτή του Ετεοκλή. Εκεί έριξαν το πτώμα του Πολυνείκη, χωρίς να ξέρουν ότι ο αδερφός του καιγόταν στην ίδια πυρά. Μόλις η πυρά του Ετεοκλή δέχτηκε τον νεκρό Πολυνείκη αναταράχτηκε ολόκληρη και μετά υψώθηκε μια δεύτερη, ξεχωριστή φλόγα για να κάψει τον Πολυνείκη: οι δύο φλόγες ήταν σαν να μάχονταν η μία την άλλην. Τότε κατάλαβαν ότι η πυρά ανήκε στον Ετεοκλή, από το μίσος που ζούσε ακόμα. Από την αναζωπυρωμένη φωτιά οι φρουρές των Θηβαίων ξύπνησαν και συνέλαβαν τους τρεις παραβάτες οδηγώντας τους στη Θήβα. Στο μεταξύ, οι Αργείες που είχαν φτάσει στην Αθήνα οδηγήθηκαν από τα πλήθη στον ναό του Ελέους για να ικετεύσουν. Μετά από λίγο έφτασε και ο Θησέας, που επέστρεφε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αμαζόνων, φέρνοντάς μαζί του την Ιππολύτη. Μόλις ο Θησέας άκουσε από την Ευάδνη, τη χήρα του Καπανέα, τον λόγο για τον οποίον είχαν έρθει να ικετεύσουν, οργίστηκε με τον Κρέοντα και διέταξε ευθύς το στράτευμα των Αθηναίων και των συμμάχων τους να κατευθυνθεί στη Θήβα, όπου η Αργεία και η Αντιγόνη επρόκειτο να εκτελεστούν για παράβαση των διαταγών. Οι Θηβαίοι, καταπονημένοι και αποθαρρημένοι, ηττώνται στη μάχη από τους Αθηναίους και ο ίδιος ο Κρέων σκοτώνεται από τον Θησέα. Αθηναίοι και Θηβαίοι συμφιλιώνονται και οι νεκροί Αργείοι καίγονται στις πυρές τους. Η Διηπύλη και η Αταλάντη θρηνούν τους συζύγους τους ενώ η Ευάδνη ρίχνεται στην πυρά που καίει τον νεκρό Καπανέα.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Statius, I, Loeb Classical Library, Translated by J.H.Mozley, 1928. ISBN 0674992261
  • Statius, II, Loeb Classical Library, Translated by J.H.Mozley, 1928. ISBN 0674992288
  • Statius, Thebaid, World Classics, Oxford University Press, translated by A.D. Melville, 1995. ISBN 9780192824530

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία