Ο Ιαπωνικός ασβός (Meles anakuma) είναι ένα είδος σαρκοφάγου της οικογένειας των μουστελιδών, των νυφιτσών και των συγγενών τους. Ενδημικά της Ιαπωνίας, ζουν στης νήσους Χονσού, Κιούσου, Σικόκου, και Σοντοσίμα.[1] Μοιράζεται το γένος Meles με τους ασιατικούς και τους ευρωπαϊκούς ασβούς . Στην Ιαπωνία αποκαλείται με την ονομασία anaguma (穴 熊) που σημαίνει "αρκούδα των τρυπών" σε ελεύθερη μετάφραση, ή mujina (む じ な, 狢).

Ιαπωνικός ασβός
Meles anakuma
Ιαπωνικός ασβός στο ζωολογικό κήπο του πάρκου Ινοκασίρα, στο Τόκιο
Ιαπωνικός ασβός στο ζωολογικό κήπο του πάρκου Ινοκασίρα, στο Τόκιο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Υπεροικογένεια: Musteloidea
Οικογένεια: Μουστελίδες (Mustelidae)
Υποοικογένεια: Ασβίναι (Melinae)
Μελλιβορίναι (Mellivorinae)
Taxidiinae


Εξάπλωση των ασβών στην Ιαπωνία

Περιγραφή Επεξεργασία

 
Συγκριτική απεικόνιση του ευρωπαϊκού ασβούστη (κορυφή), του ασιατικού ασβού (κέντρο) και του ιαπωνικού ασβού (κάτω)

Οι ιαπωνικοί ασβοί είναι γενικά μικρότεροι (μέσο μήκος 79 εκατοστά στα αρσενικά, 72 εκατοστά στα θηλυκά) και λιγότερο φυλετικά διμορφικά (εκτός από το μέγεθος των δοντιών) από τους ευρωπαίους ομολόγους τους.[1][2] Το μήκος της ουράς τους είναι μεταξύ εκατοστών. Το συγκεκριμένο είδος είναι σχεδόν ή ελαφρώς μεγαλύτερο από τον ασιατικό ασβό. Οι ενήλικες ζυγίζουν συνήθως από 3,8 έως 11 κιλά.[3][4] Το μέσο βάρος των θηλυκών, σύμφωνα με μία μελέτη από την περιοχή του Τόκιο, βρέθηκε να είναι 6,6 κιλά ενώ των αρσενικών 7,76 κιλά.[5] Στο νομό Yamaguchi, το μέσο βάρους των θηλυκών και των αρσενικών κατά την άνοιξη ΄ταν 4,4 και 5,7 κιλά αντίστοιχα.[6] Ο κορμός τους είναι αμβλύς και τα άκρα τους κοντά. Τα μπροστινά πόδια είναι εξοπλισμένα με ισχυρά νύχια για σκάψιμο. Τα νύχια στα πίσω πόδια είναι μικρότερα. Η ανώτερη γούνα τους έχει μακρύ γκρι-καστανό τρίχωμα. Το κοιλιακό τρίχωμα είναι κοντό και μαύρο. Το πρόσωπο έχει χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες λωρίδες που δεν είναι τόσο διακριτές όσο στον ευρωπαϊκό ασβό. Το σκοτεινό χρώμα είναι συγκεντρωμένο γύρω από τα μάτια. Το κρανίο είναι μικρότερο από ό,τι του ευρωπαϊκού ασβού.

Προέλευση Επεξεργασία

Η απουσία ασβών από τη νήσο Χοκκάιντο και η παρουσία των συναφών M. leucurus στην Κορέα υποδηλώνουν ότι οι προγονικοί ασβοί έφτασαν στην Ιαπωνία από τα νοτιοδυτικά, μέσω της Κορέας.[1] Οι γενετικές μελέτες δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ιαπωνικών και των ασιατικών ασβών, ενώ παλαιότερα θεωρούνταν του ιδίου είδους, καθώς και ότι οι ιαπωνικοί ασβοί είναι γενετικά πιο ομοιογενείς.

Συνήθειες Επεξεργασία

Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γένους Meles, οι ιαπωνικοί ασβοί είναι νυκτόβιοι και πέφτουν σε χειμερίνα νάρκη κατά τη διάρκεια των πιο κρύων μηνών του έτους.[1] Αρχίζοντας από την ηλικία των 2 ετών, τα θηλυκά ζευγαρώνουν και γεννούν δύο ή τρία μικρά κατά την άνοιξη (Μάρτιος-Απρίλιος). Ζευγαρώνουν ξανά σύντομο, αλλά ενεργοποιούν εσωτερικό μηχανισμό τους που καθυστερεί την κύηση, μέχρι τον επόμενο Φεβρουάριο. Οι ιαπωνικοί ασβοί είναι πιο μοναχικοί από τους ευρωπαϊκούς ασβούς. Δεν ομαδοποιούνται σε σε κοινωνικές ομάδες και οι σύντροφους δε σχηματίζουν δεσμούς ζεύγους . Κατά τη διάρκεια της περιόδου ζευγαρώματος, η περιοχή ενός αρσενικού ασβού επικαλύπτεται με την περιοχή 2 έως 3 θηλυκών ασβών. Οι ασβοί με αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές μπορούν να επικοινωνούν με τη σήμανση των μυρωδιών τους.

Ενδιαιτήματα Επεξεργασία

Οι ιαπωνικοί ασβοί συναντώνται σε ποικιλία δασών και άλλων δασικών οικοτόπων.[1]

Στη λαογραφία Επεξεργασία

Στην ιαπωνική μυθολογία, οι ασβοί είναι όντα που αλλάζουν μορφή και είναι γνωστά ως μουτζίνα (mujina). Στο Nihon Shoki (αρχαίο ιαπωνικό βιβλίο), αναφέρεται ότι οι mujina τραγουδούσαν και άλλαζαν μορφή ως άλλοι άνθρωποι.

Διατροφή Επεξεργασία

Η διατροφή του ιαπωνικού ασβού δε διαφέρει από αυτή των άλλων ασβών και είναι αυτή ενός παμφάγου. Περιλαμβάνει γαιοσκώληκες, σκαθάρια, μούρα και λωτούς.[1]

Απειλές Επεξεργασία

Αν και παραμένει κοινό, το είδος του ιαπωνικού ασβού έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια.[1] Καλύπτοντας το 29% της χώρας το 2003, η περιοχή δράσης του έχει μειωθεί κατά 7% τα τελευταία 25 χρόνια. Απειλές του αποτελούν, η αυξημένη ανάπτυξη της γης, η γεωργία, καθώς και ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα ρακούν. Το κυνήγι του είναι νόμιμο, αλλά έχει μειωθεί σημαντικά από τη δεκαετία του '70.

Το 2017, ανησυχία προέκυψε από την έξαρση του κυνηγιού ασβών στη νήσο Κιούσου. Ενθαρυμμένο από την επιδότηση των τοπικών κυβερνήσεων και την αυξανόμενη δημοτικότητα του κρέατός του στα ιαπωνικά εστιατόρια, υπάρχει φόβος ότι το κυνήγι μπορεί να έχει φτάσει σε μη βιώσιμο για το είδος επίπεδο.[7][8]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Kaneko, Y.; Masuda, R.; Abramov, A.V. (2016). "Meles anakuma". IUCN Red List of Threatened Species. 2016: e.T136242A45221049. doi:10.2305/IUCN.UK.2016-1.RLTS.T136242A45221049.en. Retrieved 18 February 2019.
  2. Kaneko, Y., Maruyama, N. and Kanzaki, N. 1996. Growth and seasonal changes in body weight and size of Japanese badger in Hinodecho, suburb of Tokyo. Journal of Wildlife Research 1: 42-46.
  3. Tanaka, H. (2006). Winter hibernation and body temperature fluctuation in the Japanese badger, Meles meles anakuma. Zoological science, 23(11), 991-997.
  4. Yoshimura, K., Shindo, J., & Kageyama, I. (2009). Light and scanning electron microscopic study on the tongue and lingual papillae of the Japanese badgers, Meles meles anakuma. Okajimas folia anatomica Japonica, 85(4), 119-127.
  5. Kaneko, Y., & Maruyama, N. (2005). Changes in Japanese badger (Meles meles anakuma) body weight and condition caused by the provision of food by local people in a Tokyo suburb. Mammalian Sci, 45, 157-164.
  6. Tanaka, H. 2002. Ecology and Social System of the Japanese badger, Meles meles anakuma (Carnivora; Mustelidae) in Yamaguchi, Japan. Ph.D Thesis, Yamaguchi University.
  7. Hornyak, T. (2017-06-09). «Ecologists warn of Japanese badger cull 'crisis'». Nature. doi:10.1038/nature.2017.22131. 
  8. Kaneko, Y.i; Buesching, C. D.; Newman, C. (2017-04-13). «Japan: Unjustified killing of badgers in Kyushu». Nature 544 (7649): 161. doi:10.1038/544161a.