Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης

Η Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης είναι μια από τις Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών[α]». Έδρα της είναι το χωριό Δελβινάκι, ιστορική έδρα του Δήμου Πωγωνίου στην Ήπειρο, ενώ μεγαλύτερος πληθυσμιακά οικισμός, εντός της Ιεράς Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, είναι η πόλη της Κόνιτσας. Μητροπολίτης της από το 1995 είναι ο Ανδρέας (Τρεμπέλας).

Ιερά Μητρόπολις
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Η Μονή Μολυβδοσκέπαστης
Γενικές πληροφορίες
XώραΕλλάδα
ΈδραΔελβινάκι
ΥπαγωγήΕκκλησία της Ελλάδος (επιτροπικώς)
Ενορίες97
Μητροπολιτικός ναόςΚοίμηση της Θεοτόκου Δελβινακίου
Ιστοσελίδαimdpk.gr
Ιεραρχία
ΜητροπολίτηςΑνδρέας
Γενικός Αρχιερατικός ΕπίτροποςΑρχιμανδρίτης Νικόλαος Λιόλιος
ΙεροκήρυκεςΑρχιμανδρίτης Χερουβείμ Σουτόπουλος

Ιστορία Επεξεργασία

Η μητρόπολη αναφέρεται πριν από τον 5ο αιώνα ως μία από τις οκτώ επισκοπές της Παλαιάς Ηπείρου[2]. Κέντρο της ήταν η Δρυνούπολη, αρχαία και μεσαιωνική πόλη, επίσης γνωστή ως Δρυϊνούπολη, Αδριανούπολη και Ανδριανούπολη. Βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Δρόπολης[3]. Η πόλη χτίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Αδριανό και οχυρώθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα από τον Ιουστινιανό Α΄. Ο Χριστιανισμός ήρθε στην περιοχή από τη Νικόπολη, και σίγουρα πριν τα μέσα του 5ου αιώνα υπήρχε επισκοπή στην πόλη, καθώς ο Αδριανουπόλεως Ευτύχιος αναφέρεται ως συμμετέχων στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 451. Η πόλη αναφέρεται στα μέσα του 6ου αιώνα ως μία από τις δώδεκα πόλεις της Ηπείρου στον Συνέκδημο του Ιεροκλή.

Μετά την καταστροφή της πόλης από τους Γότθους του Τωτίλα, η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στην οχυρωμένη πόλη της Επισκοπής (558 - 1185) Μετά την άλωση της πόλης από Σταυροφόρους, μεταφέρθηκε στο Γαρδίκι και τη Μονή Τσέπου (1185 - 1318 ή 1395). Από το 1318 έως το 1924 η έδρα της ήταν στο Αργυρόκαστρο[2]. Η επισκοπή αρχικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Νικοπόλεως μέχρι την καταστροφή της από τους Βούλγαρους, και στη συνέχεια στη Μητρόπολη Ναυπάκτου έως το 1020, οπότε υπήχθη στην Αρχιεπισκοπή Οχρίδας. Από το 1285 έως το 1835 ήταν επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ιωαννίνων[2]. Αναφέρεται στα τακτικά του Λέοντα Στ΄ του Σοφού (866 - 912), του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου (913 - 959) και του Ιωάννη Τσιμισκή (969 - 976), ως επισκοπή της Μητρόπολης Ναυπάκτου και στον Δεύτερο Χάρτη του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου (976 - 1025) ως επισκοπή της Αρχιεπισκοπής της Οχρίδας. Στις αρχές του 10ου αιώνα, ο Κώδικας του Παρισιού 1555Α ανέφερε τη Μητρόπολη της Αδριανούπολης ως την πρώτη από τις έξι επισκοπές της Μητρόπολης Νικοπόλεως στην Παλαιά Ήπειρο[2].

Μεταξύ 1813 και 1821 και ξανά από τον Ιούλιο του 1831 ενώθηκε με την Επισκοπή Χειμάρρας και Δελβίνου στην Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας[3][2]. Ο Δελβινιανός Κώδικας αποδίδει αυτήν τη συγχώνευση σε ευγενική κίνηση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων και του Αλή Πασά στον Επίσκοπο Γαβριήλ, αλλά πιθανότερα αυτό οφείλεται στην οικονομική παρακμή της Χειμάρας και του Δέλβινου και στην επιταχυνόμενη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού κατά τον 16ο αιώνα. Η οικονομική καταστροφή της Επισκοπής Χειμάρας αναφέρεται σε επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Γ΄ από το 1664. Αυτός είναι ο λόγος που επικαλείται ο Πατριαρχικός Τόμος για την ενοποίηση: «Η επισκοπή βρίσκεται μακριά από τα Ιωάννινα και πολύ αδύναμη... δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της και να φροντίσει τον επίσκοπό της». Η δε Επισκοπή Δρυινουπόλεως βρίσκεται σε σοβαρή οικονομική κρίση από τις αρχές του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα και πολλοί από τους επισκόπους της δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους στο Πατριαρχείο. Το 1835 η επισκοπή προήχθη σε Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας και στον επικεφαλής της αποδίδεται ο τίτλος του «υπερτίμου και εξάρχου πάσης Χαονίας». Η επισκοπή κατατάσσεται 64η στον κατάλογο επισκοπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου[2].

Μετά τη δημιουργία του κράτους της Αλβανίας ως αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων το 1913, το Αργυρόκαστρο παριήλθε στο νέο κράτος. Στις 17 Φεβρουαρίου 1914, φιλελληνικές δυνάμεις ανακήρυξαν την Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου. Οι δύο Έλληνες μητροπολίτες, ο Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων και ο Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος συμμετείχαν στην κυβέρνηση του αυτοανακηρυγμένου κράτους και στη συνέχεια υποστήριξαν την ελληνική διοίκηση, η οποία ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1914. Τον Οκτώβριο του 1916, η νέα ιταλική διοίκηση υποστήριξε τις αλβανικές δυνάμεις και απέλασε τον Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Δελβινάκι, στην ελληνική επικράτεια, και από εκεί ποίμαινε την υπόλοιπη επισκοπή του. Στην περιοχή της Αργυροκάστρου, η αλβανική γλώσσα εισήχθη σε εκκλησίες και σχολεία[2]. Μετά το 1923, όταν παγιώθηκαν το νέα ελληνοαλβανικά σύνορα, η Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως περιορίστηκε σε λίγα χωριά στο Πωγωνίου, και το κύριο μέρος της περιήλθε στην Επισκοπή Αργυροκάστρου που ιδρύθηκε στην Αλβανία το 1937[3].

Τον Νοέμβριο του 1924, μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημιούργησε νέες επισκοπές για τους επισκόπους που είχαν εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Έτσι, στην Ήπειρο δημιουργήθηκαν οι μητροπόλεις Μετσόβου, Φιλιατών και Δρϋινουπόλεως και Πωγωνιανής. Η τελευταία, με έδρα στο Δελβινάκι, περιέλαβε την περιοχή Πωγωνιανής, η οποία συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τα όρια της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, η οποία διαλύθηκε το 1863. Μητροπολίτης έγινε ο Βασίλειος, ο οποίος είχε απελαθεί από τους Ιταλούς το 1916. Στον τίτλο του προστέθηκε το «υπέρτιμος και έξαρχος Βορείου Ηπείρου»[3].

Το 1928 οι Μητροπόλεις «Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής» και «Βελλάς και Κονίτσης», μαζί με όλες τις επισκοπές των λεγόμενων Νέων Χωρών, παραδόθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να διατηρεί την πνευματική του δικαιοδοσία επ'αυτών[1].

Στις 10 Μαρτίου 1936, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας συγχώνευσε τις δύο επισκοπές δημιουργώντας τη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Η Μονή Βελλάς και 42 γειτονικά χωριά περιήλθαν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων και απαλείφθηκαν από τον τίτλο[3].

Επισκοπικός κατάλογος Επεξεργασία

 
Ο Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας Κωνστάντιος (1892-1894)
 
Ο Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής Βασίλειος (1909-1936)
Όνομα Έτη Σημειώσεις
Επίσκοποι Δρυϊνουπόλεως
Ευτύχιος ~ 451 συμμετείχε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο
Θωμάς ~ 1228[4]
Αλέξιος ~ 1278[5]
Νικόδημος ~ 1544[6]
Μακάριος ~ 1565 συνυπογράφει την καθαίρεση του Πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄[7]
Γαβριήλ τέλη 16ου αιώνα καθαιρέθηκε επί Πατριάρχη Ιερεμία Β΄[8]
Νεόφυτος ; – Απρίλιος 1602 καθαιρέθηκε[9], αργότερα αθωώθηκε[10]
Αθανάσιος ~ 1614[11]
Γαβριήλ ~ Νοέμβριος 1643[12]
Σοφιανός προ του 1672 – 1711
Δοσίθεος 1760 – 1790
Γαβριήλ ο Σίφνιος αρχές 1799 – 1813
Επίσκοποι Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας
Γαβριήλ ο Σίφνιος 1813 – 27 Νοεμβρίου 1827 †
Ιωακείμ (Κοκκώδης) Δεκέμβριος 1827 – Ιούλιος 1835 μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Δελβίνου και Χειμάρρας
Παΐσιος ο Βυζάντιος Ιούλιος 1835 – 16 Σεπτεμβρίου 1835 †
Νεόφυτος (Κεκέζης) Νοέμβριος 1835 – 1841 επαύθη, αργότερα Κορυτσάς
Νικόδημος (Άκρης) Νοέμβριος 1841 – Ιανουάριος 1848 από Τυρολόης, επαύθη
Παντελεήμων 17 Ιανουαρίου 1848 – 15 Σεπτεμβρίου 1867 από Κλαυδιουπόλεως, παραιτήθηκε
Ματθαίος (Πετρίδης) 17 Σεπτεμβρίου 1867[13] – 2 Οκτωβρίου 1876 από Πελαγονίας
Άνθιμος (Γκέτζης) 7 Οκτωβρίου 1876 – 9 Απριλίου 1880 από Δεβρών
Κλήμης (Φολάν) 9 Απριλίου 1880 – 14 Μαΐου 1888 από Σταγών, κατόπιν Γρεβενών
Κοσμάς (Ευμορφόπουλος) 9 Ιουνίου 1888 – 14 Απριλίου 1892 κατόπιν Βεροίας
Κωνστάντιος (Ματουλόπουλος) 30 Απριλίου 1892 – 31 Μαΐου 1894 από Σερβίων
Γρηγόριος (Προδρόμου) 4 Ιουνίου 1894 – 22 Μαΐου 1899 από Σερβίων, επαύθη
Λουκάς (Πετρίδης) 22 Μαΐου 1899 – 27 Αυγούστου 1909 από Αίνου, κατόπιν Βεροίας
Βασίλειος (Παπαχρήστου) 27 Αυγούστου 1909 – 8 Νοεμβρίου 1924 από Βελεγράδων
Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής
Βασίλειος (Παπαχρήστου) 8 Νοεμβρίου 1924 – 26 Φεβρουαρίου 1936 †
Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Ιωάννης (Βασιλικός) 27 Φεβρουαρίου 1936 — 15 Μαρτίου 1939 από Βελλάς και Κονίτσης, επαύθη
Δημήτριος (Ευθυμίου) 29 Φεβρουαρίου 1940 — 18 Απριλίου 1956 από Λευκάδος, κατόπιν Ιωαννίνων
Χριστοφόρος (Χατζής) 18 Απριλίου 1956 — 24 Ιανουαρίου 1967 από Καριουπόλεως, αποχώρησε λόγω ηλικίας
Σεβαστιανός (Οικονομίδης) 11 Ιουνίου 1967 – 12 Δεκεμβρίου 1994 †
Ανδρέας (Τρεμπέλας) 28 Ιανουαρίου 1995 – σήμερα

Υποσημειώσεις και παραπομπές Επεξεργασία

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. «Νέες Χώρες» ονομάζονται 36 Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια. Αυτές συνεχίζουν να υπάγονται πνευματικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 η Διοίκησή τους παραχωρήθηκε «επιτροπικώς» και υπό δέκα ρητούς όρους στην Εκκλησία της Ελλάδος[1].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μαζαράκης, Ευάγγελος (2020). Το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς των Νέων Χωρών (PDF). Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 dhigeoma.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Ι.Μ.Δρυϊνουπόλεως.
  4. Μπακογιώργος, Νικόλαος (2022). Η Επισκοπή Βονίτσης (PDF). Θεσσαλονίκη. σελ. 37. 
  5. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς 1963, σελ. 382.
  6. «Έγγραφον της Ιεράς συνάξεως του Αγίου Όρους (...)». Γρηγόριος ο Παλαμάς ΜΘ: 229. Ιανουάριος 1920. http://digital.lib.auth.gr/record/139966/files/5076_1.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2022. 
  7. Bekker 1849, σελ. 186.
  8. Σάθας, Κ. Ν. (1870). Βιογραφικόν σχεδίασμα περί του Πατριάρχου Ιερεμίου Β' : (1572-1594). Αθήνα: Τυπογραφείον Α. Κτενά και Σ. Οικονόμου. σελ. 144-146. 
  9. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 274.
  10. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 273.
  11. «Σιγίλλιον του Πατριάρχου Τιμοθέου». Γρηγόριος ο Παλαμάς ΜΘ: 742. Ιανουάριος 1920. http://digital.lib.auth.gr/record/139966/files/5076_1.pdf. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2022. 
  12. «Acte patriarhie cesti referitoare la Mitropolia Proilavului». Studii istorice greco-romane: 289. https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/3/35/1939_-_Demostene_Russo%2C_Acte_patriarhice%C5%9Fti_referitoare_la_Mitropolia_Proilavului.pdf. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2022. 
  13. Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867). Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον. Κωνσταντινούπολη. σελ. 82. 

Πηγές Επεξεργασία