Ο Ιμέριος ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος και ναύαρχος των αρχών του 10ου αιώνα, ιδιαιτέρως γνωστός για το αξίωμά του ως διοικητή του βυζαντινού ναυτικού στη διάρκεια των μαχών του με το ανερχόμενο μουσουλμανικό ναυτικό κατά την περίοδο μεταξύ 900–912.

Ιμέριος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9ος αιώνας
Θάνατος912
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Περίοδος ακμής10ος αιώνας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαναύαρχος

Βιογραφία Επεξεργασία

Καμία πληροφορία δεν είναι γνωστή για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιμέριου. Ήταν θείος της Ζωής Καρβωνοψίνας, ερωμένης και μετέπειτα συζύγου του Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (περίπου 886–912), ενώ η στρατιωτική του σταδιοδρομία ήταν άμεσο αποτέλεσμα της συγγένειας αυτής.

Αρχικά πρωτασηκρήτις, ο Ιμέριος ορίστηκε στην ηγεσία του βυζαντινού στόλου το 904. Ένας μουσουλμανικός στόλος υπό τον Λέοντα τον Τριπολίτη κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ είχε, ήδη, απωθήσει τους Βυζαντινούς που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Δρουγγάριου του πλωίμου Ευστάθιου Αργυρού. Ο Ευστάθιος αντικαταστάθηκε από τον Ιμέριο, ο οποίος, ωστόσο, δεν χρειάστηκε να πολεμήσει, καθώς οι Άραβες υποχώρησαν από μόνοι τους.[1] Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στα ανοιχτά της Θάσου, ωστόσο οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να μην δώσουν μάχη. Ως αποτέλεσμα, οι Άραβες κατάφεραν να πολιορκήσουν και να αλώσουν τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη τη τάξει πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και να επιστρέψουν στα εδάφη τους χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.[2]

Ανήμερα της εορτής του Αγίου Θωμά (6 Οκτωβρίου) το 906, ο Ιμέριος κατάφερε να πετύχει την πρώτη του νίκη ενάντια των Αράβων,[3][4] και ήταν, το πιθανότερο, τότε που επιβραβεύτηκε με το υψηλόβαθμο αξίωμα του Λογοθέτη του Δρόμου (κατά κάποιον τρόπο υπουργού εξωτερικών). Μία άλλη νίκη ακολούθησε το 909, ενώ στη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, ηγήθηκε επιχείρησης στα συριακά παράλια: η Λαοδίκεια αλώθηκε, η ενδοχώρα της λεηλατήθηκε, ενώ μεγάλος ήταν ο αριθμός των αιχμαλώτων που συγκεντρώθηκε, με τις απώλειες των Βυζαντινών να είναι μικρές.[3] Την ίδια περίοδο, ο Ιμέριος κατέφθασε στην Κύπρο, η οποία για διάστημα αιώνων ήταν αποστρατικοποιημένη και υπό τον από κοινού έλεγχο των Βυζαντινών με το Χαλιφάτο. Η ανακατάληψη του νησιού, ωστόσο, ήταν προσωρινής διάρκειας, καθώς το 911 ή το 912, ο Δαμιανός της Ταρσού επιτέθηκε στην Κύπρο. Τελικώς, το προηγούμενο status quo επανήλθε.[5]

Εν τω μεταξύ, το φθινόπωρο του 911, ο Ιμέριος ξεκίνησε νέα προσπάθεια για την ανακατάληψη της Κρήτης. Ηγήθηκε ενός στόλου αποτελούμενου από 177 δρόμωνες με 43.000 στρατιώτες,[5] ενώ έθεσε την πρωτεύουσα του νησιού, Χάνδακα, υπό πολιορκία. Η πολιορκία διήρκεσε για διάστημα έξι μηνών, όταν νέα κατέφθασαν από την Κωνσταντινούπολη που ανέφεραν πως ο Αυτοκράτορας ήταν άρρωστος και ετοιμοθάνατος. Ως αποτέλεσμα, ο Ιμέριος έλυσε την άκαρπη αυτή πολιορκία και απέπλευσε για την πρωτεύουσα. Ωστόσο, καθώς ο στόλος του πέρναγε από τη Χίο, έπεσε σε ενέδρα των Σαρακηνών που είχε στηθεί από τον Λέοντα τον Τριπολίτη και τον Δαμιανό της Ταρσού (Απρίλιος 912):[4], με τους Βυζαντινούς σχεδόν να αφανίζονται, ενώ ο ίδιος ο Ιμέριος με δυσκολία σώθηκε. Μετά την ήττα αυτή και τον θάνατο του Αυτοκράτορα Λέοντα, απομακρύνθηκε του αξιώματός του από τον νέο Αυτοκράτορα, Αλέξανδρο (περίπου 912–913), και εξορίστηκε στο μοναστήρι του Καμπά, όπου και απεβίωσε έξι μήνες αργότερα.[4][6]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Tougher 1997, σελίδες 153, 186.
  2. Tougher 1997, σελ. 187.
  3. 3,0 3,1 Tougher 1997, σελ. 191.
  4. 4,0 4,1 4,2 Kazhdan 1991, σελ. 933.
  5. 5,0 5,1 Tougher 1997, σελ. 192.
  6. Tougher 1997, σελ. 231.

Πηγές Επεξεργασία