Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ

Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ισαβέλλα (αποσαφήνιση).

Η Ισαβέλλα Α΄ (1172 - 5 Απριλίου 1205) από τον Οίκο του Ανζού ήταν Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ (1190 - 1205). Γεννήθηκε πριγκίπισσα της Ιερουσαλήμ και με τους γάμους της έγινε πρώτα κυρία του Τορόν, μετά μαρκησία του Μομφερράτου, έπειτα κόμισσα της Καμπανίας και τέλος βασίλισσα της Κύπρου.

Ισαβέλλα Α'
Η Ισαβέλλα και αριστερά της ο Κορράδος.
Περίοδος1190/1192 - Απρίλιος 1205
ΣτέψηΆκρα
ΠροκάτοχοςΣιβύλλα της Ιερουσαλήμ
ΔιάδοχοςΜαρία του Μομφερράτου
Γέννηση1172
Ναμπλούς, Παλαιστίνη
Θάνατος5 Απριλίου 1205
Άκρα, βασίλειο της Ιερουσαλήμ
ΣύζυγοςΧάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν
Κορράδος του Μομφερράτου
Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας
Αμαλρίκ Α΄ της Κύπρου
ΕπίγονοιΜαρία του Μομφερράτου
Αλίκη της Καμπανίας
Φιλίππα της Καμπανίας
Σιβύλλα των Λουζινιάν
Μελισσάνθη των Λουζινιάν
ΟίκοςΟίκος των Ανζού
ΠατέραςΑμαλρίκ Α΄ της Ιερουσαλήμ
ΜητέραΜαρία Κομνηνή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ήταν κόρη του Αμαλρίκ Α΄ και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας Κομνηνής.[1][2] Η μητέρα της, μικρανεψιά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, παντρεύτηκε τον Αμαλρίκ στις 29 Αυγούστου 1171 και η Ισαβέλλα γεννήθηκε πριν τον Σεπτέμβριο του 1172.[3][4] Ο ετεροθαλής αδελφός της Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ την αρραβώνιασε με τον Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν. Ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας της Μπαλιάν του Ιμπελέν και ο θετός του πατέρας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν ήταν μέλη με επιρροή στις δύο μερίδες των βαρόνων. Ενόσω ο γάμος του Χάμφρεϋ Δ΄ και της Ισαβέλλας εορταζόταν το φθινόπωρο του 1183 στο Κεράκ, ο Αγιουβίδης σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας Σαλαντίν πολιόρκησε το κάστρο, αλλά ο Βαλδουίνος Δ΄ τον ανάγκασε να υποχωρήσει.

Ο Βαλδουίνος Δ΄ υπέφερε από λέπρα. Για να αποτρέψει να τον διαδεχτεί η αδελφή του Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ και ο δεύτερος σύζυγος της Γκυ των Λουζινιάν, όρισε διάδοχο τον μικρανιψιό του Βαλδουίνο Ε΄, γιο της Σιβύλλας από τον πρώτο της γάμο με τον Γουλιέλμο του Μομφερράτου. Η Συνέλευση των βαρόνων (Haute Court) αποφάσισε, ότι αν ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθαινε πρόωρα θα αποφάσιζαν οι μεγάλοι βασιλείς της Ευρώπης για τη διάδοχο ανάμεσα στη Σιβύλλα και την Ισαβέλλα. Η Σιβύλλα και ο Γκυ στέφτηκαν ωστόσο αμέσως βασιλείς· οι αντίπαλοί τους ζήτησαν από τον σύζυγο της Ισαβέλλας, Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν, να τον ανατρέψει, αλλά εκείνος δήλωσε υποταγή στο βασιλικό ζεύγος.

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

Παιδική ηλικία Επεξεργασία

Ο Αμαλρίκ Α΄ απεβίωσε (11 Ιουλίου 1174) και ο γιος του από τον πρώτο γάμο Βαλδουίνος Δ΄ στέφτηκε βασιλιάς σε δυο εβδομάδες.[5][6] Ο Βαλδουίνος Δ΄ υπέφερε πολλά χρόνια από λέπρα και το πρόωρο τέλος του ήταν βέβαιο.[7] Ο ασθενής βασιλιάς, για να εξασφαλίσει τη διαδοχή, πάντρεψε τον Νοέμβριο του 1176 τη Σιβύλλα με τον Γουλιέλμο του Μομφερράτου, αλλά αυτός πέθανε σε επτά μήνες.[8][9][10] Ο εξάδελφος του Βαλδουίνου Δ΄ Φίλιππος της Αλσατίας ήρθε τον Αύγουστο στην Άκρα και πρόσφερε νέο σύζυγο για τη Σιβύλλα τον Ροβέρτο του Μπετύν και για την Ισαβέλλα τον μικρότερο αδελφό εκείνου Γουλιέλμο του Μπετύν.[11] Η Συνέλευση των βαρόνων απέρριψε και τις δυο προτάσεις.[12] Η μητέρα της Ισαβέλλας παντρεύτηκε σε 2ο γάμο το φθινόπωρο του 1177 τον Μπαλιάν του Ιμπελέν.[13] Ο αδελφός του Βαλδουίνος του Ιμπελέν ήθελε να παντρευτεί τη Σιβύλλα, αλλά ο βασιλιάς προτίμησε γαμπρό τον Γκυ των Λουζινιάν.[14][15]

Ο γάμος του Γκυ και της Σιβύλλας έγινε το Πάσχα του 1180, αμέσως ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς και τους αντιπάλους του Γκυ.[16][17] Οι οπαδοί του ήταν η μητέρα του Βαλδουίνου Δ΄ και της Σιβύλλας, η Αγνή του Κουρτεναί, ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας και ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν κύριος της Υπεριορδανίας.[18] Αντίπαλοί του ήταν η μητέρα της Ισαβέλλας Μαρία Κομνηνή, ο θετός της πατέρας Ιμπελιάν και ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης.[19] Τότε ο Βαλδουίνος Δ΄, για να εξασφαλίσει τη διαδοχή, αρραβώνιασε τον Οκτώβριο του 1180 την Ισαβέλλα με τον Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν, θετό γιο του Ραϋνάλδου του Σατιγιόν.[20] Η Ισαβέλλα απεστάλη στο Κεράκ (Αλ Καράκ) για να εκπαιδευτεί από τη μητέρα του Χάμφρεϋ, Στεφανία του Μιγύ.[21] Η Στεφανία απαγόρευσε στην Ισαβέλλα να κάνει επισκέψεις στη μητέρα και τον πατριό της στο Ναμπλούς.[22] Οι σχέσεις ανάμεσα στον Βαλδουίνο Δ΄ και τον Γκυ σταδιακά χειροτέρευσαν:[23] ο Βαλδουίνος Δ΄ καθαίρεσε τον Γκυ από την αντιβασιλεία και όρισε διάδοχο τον μικρό Βαλδουίνο Ε΄, γιο της Σιβύλλας από τον πρώτο της γάμο (20 Νοεμβρίου 1183).[24][25][26] Μία έκδοση από τα Χρονικά του Έρνουλ αναφέρουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ οδηγήθηκε στην απόφαση, για να μην ακολουθήσουν συγκρούσεις στις αδελφές του μετά τον θάνατό του.[27] Οι οπαδοί του Γκυ Ζοσλέν Α΄ της Έδεσσας και Ραϋνάλδος του Σατιγιόν δεν βρέθηκαν στη στέψη του μικρού Βαλδουίνου Ε΄, επειδή περίμεναν τον γάμο της Ισαβέλλας με τον Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν.[28]

Πρώτος γάμος Επεξεργασία

 
Ο γάμος της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ με τον πρώτο σύζυγο της Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν.

Ενώ η γαμήλια τελετή γινόταν στο Κεράκ (Αλ Καράκ), ο Αγιουβίδης σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαντίν ξεκίνησε την πολιορκία του κάστρου.[29][30] Σύμφωνα με τα Χρονικά του Έρνουλ η Στεφανία έστειλε δώρα στους πολιορκητές και ο Σαλαντίν απαγόρευσε στους μηχανικούς να βομβαρδίσουν το κάστρο, έτσι πέρασαν τη γαμήλια νύχτα ο Χάμφρεϊ και η Ισαβέλλα.[31] Εν τω μεταξύ ο Βαλδουίνος Δ΄ αναχώρησε με στρατό για το Αλ Καράκ, αν και ο ίδιος ήταν ανίκανος να ανέβει ακόμα και επάνω στο άλογο. Με την άφιξη του στρατού ο Σαλαντίν οπισθοχώρησε στις 4 Δεκεμβρίου χωρίς μάχη.[32][33][34] Η Στεφανία του Μιγύ έφερε στον Σαλαντίν ψωμί, κρασί, πρόβατα και βοοειδή για να γιορτάσει τον γάμο του γιου της. Ο Σαλαντίν τα δέχτηκε με ενθουσιασμό, ευχαρίστησε αυτούς που τα έφεραν και ρώτησε που μένει το ζεύγος· οι απεσταλμένοι του έδειξαν τον πύργο και ο Σαλαντίν διέταξε τον στρατό του να μην στραφεί εναντίον του πύργου αυτού στο κάστρο.

Ο ετοιμοθάνατος Βαλδουίνος Δ΄ διόρισε τον Απρίλιο του 1185 αντιβασιλιά του μικρού Βαλδουίνου Ε΄ τον Ραϋμόνδο Γ΄ κόμη της Τρίπολης.[35][36] Με αίτημα του Ραϋμόνδου, η Συνέλευση των βαρόνων αποφάσισε ότι σε περίπτωση πρόωρου θανάτου του νέου βασιλιά θα αποφασίσουν ο πάπας, ο Γερμανός αυτοκράτορας και οι βασιλείς της Αγγλίας και της Γαλλίας για τη διαδοχή ανάμεσα στη Σιβύλλα και την Ισαβέλλα.[37] Ο Βαλδουίνος Δ΄ απεβίωσε (16 Μαρτίου 1185), αλλά σε ενάμιση χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1186, απεβίωσε και ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄.[38][39][40]

Ο θείος της Σιβύλλας πίεσε τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης και τους συμμάχους του να φύγουν από την Ιερουσαλήμ και κάλεσε τους οπαδούς της Σιβύλλας να συγκεντρωθούν στην πόλη.[41] Οι οπαδοί της, οι ευγενείς και οι ιερείς που ήρθαν στα Ιεροσόλυμα αγνοώντας την απόφαση της Συνέλευσης των βαρόνων (1185) κήρυξαν τη Σιβύλλα νόμιμη διάδοχο του γιου της.[42] Όμως οι αντίπαλοι της Σιβύλλας, όπως ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης και ο Μπαλιάν του Ιμπελέν, συγκεντρώθηκαν στο Ναμπλούς και δήλωσαν ότι αμφισβητούν τη νομιμότητα της Σιβύλλας, επειδή ο γάμος των γονέων της είχε ακυρωθεί.[43][44] Οι ίδιοι δήλωσαν ότι η Ισαβέλλα γεννήθηκε μετά τη στέψη του πατέρα της.[45] Έστειλαν απεσταλμένους στα Ιεροσόλυμα για να αποτρέψουν τον Λατίνο πατριάρχη των Ιεροσολύμων να στέψει τη Σιβύλλα και τον Γκυ βασιλείς, αλλά εκείνος τους αγνόησε και τοποθέτησε το στέμμα στο κεφάλι του Γκυ.[46][47]

Κατακτήσεις του Σαλαντίν Επεξεργασία

Οι οπαδοί της Ισαβέλλας που συγκεντρώθηκαν στο Ναμπλούς με πρόταση του Ραϋμόνδου Γ΄ της Τρίπολης ανακήρυξαν βασιλείς την Ισαβέλλα και τον σύζυγο της Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν.[48] Ο Χάμφρεϋ Δ΄, που η μητέρα του και ο θετός του πατέρας ήταν οπαδοί της Σιβύλλας, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έδωσε όρκο υποτέλειας στον Γκυ και στη Σιβύλλα.[49][50] Οι υπόλοιποι βαρόνοι ακολούθησαν το παράδειγμα του και έδωσαν όρκο στον Γκυ και στη Σιβύλλα, με εξαίρεση τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης που εγκατέλειψε το βασίλειο.[51][52]

Ο Σαλαντίν συνέτριψε τους Σταυροφόρους στη μάχη του Χαττίν (4 Ιουλίου 1187) και ο σύζυγος της Ισαβέλλας συνελήφθη αιχμάλωτος στη μάχη.[53][54] Τα στρατεύματα του Σαλαντίν άρχισαν να κατακτούν σταδιακά όλα τα κάστρα του βασιλείου: η Τιβεριάδα έπεσε αμέσως μετά, η Άκρα στις 9 Ιουλίου, η Βηρυτός πριν τις 6 Αυγούστου και τα Ιεροσόλυμα στις 2 Οκτωβρίου.[55] Η μοναδική πόλη που αντιστάθηκε για μήνες ήταν η Τύρος υπό την ηγεσία του Κορράδου του Μομφερράτου, που ήρθε στην πόλη από την Ιταλία λίγες εβδομάδες μετά τη μάχη του Χαττίν.[56]

Ο Κορράδος του Μομφερράτου, που έβλεπε τον εαυτό του σαν κυβερνήτη της Τύρου, απαγόρευσε στον Γκυ του Λουζινιάν να μπει στην πόλη το καλοκαίρι του 1189.[57][58] Ο Γκυ ξεκίνησε την πολιορκία της Άκρας, αλλά ο Ιάκωβος ντ'Αβέν, ο Λουδοβίκος Γ΄ της Θουριγγίας και άλλοι Σταυροφόροι ήρθαν στους Αγίους Τόπους για να διεκδικήσουν την ηγεσία.[59] Η Σιβύλλα και οι δύο της κόρες απεβίωσαν το φθινόπωρο του 1190.[60][61] Οι αντίπαλοι του Γκυ δήλωσαν ότι κρατούσε το στέμμα χάρη στη σύζυγό του και με το τέλοο της δεν έχει δικαίωμα να είναι βασιλιάς: κληρονόμος ήταν η ετεροθαλής αδελφή της.[62] Ο Γκυ ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει τον θρόνο.[63] Ο Κορράδος του Μομφερράτου με μεγάλο πλεονέκτημα από την εξέλιξη αποφάσισε να παντρευτεί την Ισαβέλλα.[64][65] Ο θετός πατέρας της Ισαβέλλας υποστήριξε το σχέδιο του Κορράδου, η ίδια αντιστάθηκε αλλά η μητέρα της το επέβαλε με τη βία.[66][67] Η Μαρία Κομνηνή, για να ακυρωθεί ο πρώτος γάμος της Ισαβέλλας, ορκίστηκε ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ πίεσε την 8χρονη Ισαβέλλα να παντρευτεί τον Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν, που η θηλυπρέπειά του ήταν γνωστή.[68] Έτσι οι παπικοί απεσταλμένοι Ουμπάλντο Λαφραντσί αρχιεπίσκοπος της Πίζας και Φίλιππος του Ντρε επίσκοπος του Μπωβαί ακύρωσαν τον πρώτο γάμο της Ισαβέλλας.[69][70] Αντίθετα ο Βαλδουίνος του Φορντ, αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπρι απαγόρευσε να γίνει ο γάμος με τον Κορράδο, δηλώνοντας ότι είναι διπλή μοιχεία, όμως ο Βαλδουίνος του Φορντ απεβίωσε σύντομα (19 Νοεμβρίου 1190).[71][72]

Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ Επεξεργασία

Δεύτερος γάμος Επεξεργασία

 
Το ταξίδι του Κορράδου του Μομφερράτου στην Τύρο.

Τελικά ο Κορράδος νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα (24 Νοεμβρίου 1190), η οποία επέστρεψε στον Χάμφρεϊ την ηγεμονία του Τορόν, που ο Βαλδουίνος Δ΄ είχε προσαρτήσει στο στέμμα (1180).[73][56] Ο Γκυ των Λουζινιάν αρνήθηκε να παραιτηθεί, ενώ πολλοί βαρόνοι εξακολουθούσαν να τον θεωρούν νόμιμο μονάρχη· ο Κορράδος και η Ισαβέλλα επέστρεψαν στην Τύρο.[74][75] Ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας στρατοπέδευσε στην Άκρα (20 Απριλίου 1191) και αναγνώρισε τον Κορράδο ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ· αντίστοιχα οι οπαδοί του Γκυ, όπως ο Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν και ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας κάλεσαν τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, που αποφάσισε να τους στηρίξει.[76] Ο Γκυ δέχτηκε τον Μάιο τον τίτλο του "εκλεκτού βασιλιά της Ιερουσαλήμ".[77] Οι Σταυροφόροι κυρίευσαν την Άκρα (11 Ιουλίου 1191).[78] Σε συνέλευση που ακολούθησε ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας και ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος αποφάσισαν να παραμείνει ο Γκυ βασιλιάς των Ιεροσολύμων μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Κορράδος θα κυβερνούσε την Τύρο, τη Βηρυτό και τη Σιδώνα· μετά το τέλος του Γκυ το βασίλειο θα περνούσε στον Κορράδο, την Ισαβέλλα και τους απογόνους τους.[79][80] Ο Φίλιππος Β΄ έφυγε σε τρεις ημέρες για τη Γαλλία, αφήνοντας τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο αρχηγό των Σταυροφόρων.[81] Όμως οι γηγενείς βαρόνοι, που εξακολουθούσαν να έχουν μίσος στον Γκυ, πριν αναχωρήσει τον Απρίλιο του 1192 ο Ριχάρδος για την Αγγλία τον κάλεσαν να ανατρέψει την προηγούμενη απόφασή του με τον Φίλιππο Β΄ για το βασίλειο των Ιεροσολύμων.[82][83]

Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος συγκάλεσε συνέλευση ευγενών και ιερέων (16 Απριλίου 1192), όπου ψήφισαν όλοι ομόφωνα υπέρ του Κορράδου.[84] Ο Ριχάρδος το δέχτηκε και παραχώρησε στον Γκυ των Λουζινιάν το Βασίλειο της Κύπρου σαν αποζημίωση.[85] Έστειλε τον ανιψιό του Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας στην Τύρο για να πληροφορήσει τον Κορράδο για το αποτέλεσμα της συνέλευσης. Ο Κορράδος έφτασε στην πόλη τέσσερις ημέρες αργότερα.[86][87] Η στέψη του Κορράδου και της Ισαβέλας έγινε στην Άκρα.[88] Ο Κορράδος πεινασμένος πήγε να δειπνίσει με τον Φίλιππο του Ντρε, αλλά όταν έφτασε στο σπίτι του Φιλίππου, ο επίσκοπος είχε ολοκληρώσει το γεύμα του.[89] Στην επιστροφή οι δυο άνδρες έπεσαν σε παγίδα σε έναν στενό δρόμο και θανατώθηκαν· οι δολοφόνοι ακούγεται ότι ήταν Ασασίνοι, που σκότωσαν τους δύο άνδρες με εντολή του Ρασίντ Αντ-Ντιν Σινάν.[90][91][92] Ο Κορράδος είχε διατάξει την Ισαβέλλα να μη δώσει την Τύρο σε κανέναν άλλον, παρά μόνο στον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ή στον νέο βασιλιά των Ιεροσολύμων.[93] Ο Γάλλος υπολοχαγός του Φιλίππου Β΄ Ούγος Γ΄ της Βουργουνδίας έφτασε στην Τύρο, αλλά η Ισαβέλλα αρνήθηκε να τον δεχτεί κυβερνήτη και του έκλεισε τις πύλες.[94][95]

Τρίτος γάμος Επεξεργασία

Με την άφιξη των νέων για τη δολοφονία του Κορράδου, ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας επέστρεψε από την Άκρα στην Τύρο. Εκεί ο Ερρίκος Β΄, που ήταν ανιψιός του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και του Φιλίππου Β΄, εξελέγη νέος βασιλιάς από τους κατοίκους της Τύρου.[96][97] Τα Χρονικά του Έρνουλ αναφέρουν ότι ο Ερρίκος Β΄ ήταν στην αρχή διστακτικός, επειδή η Ισαβέλλα ήταν έγκυος και ίσως έκανε γιο, αλλά -σύμφωνα με τον Έρνουλ- τον διαβεβαίωσαν ότι το δικό του παιδί θα τον κληρονομήσει και έτσι δέχτηκε να πάρει το στέμμα.[98] Η αναγγελία του γάμου ανάμεσα στον Ερρίκο Β΄ και την Ισαβέλλα έγινε δύο ημέρες μετά τον φόνο του Κορράδου και ο γάμος εορτάστηκε στην Άκρα (10 Μαΐου 1192).[99]

Ο Ιμάντ αν - Ντιν που ήταν παρών στην τελετή σημειώνει:

"Ο Ερρίκος της Καμπανίας παντρεύτηκε τη σύζυγο του μαρκησίου την ίδια νύχτα, τονίζοντας ότι είχε όλα τα δικαιώματα στη σύζυγο του νεκρού άνδρα. Η Ισαβέλλα ήταν έγκυος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ενωθεί μαζί της, αμαρτία μεγαλύτερη από την ακολασία της σάρκας. Ρώτησα μια αυλικό για την πατρότητα του παιδιού και απάντησε: είναι παιδί της βασίλισσας, η ακολασία αυτών των τρελών ευγενών είναι μεγάλη!"

Ο Ερρίκος πέθανε σε δυστύχημα μετά την πτώση του από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου των ανακτόρων της Άκρας, όταν παραπάτησε και το κιγκλίδωμα υποχώρησε. Ο Ερρίκος και η Ισαβέλλα απέκτησαν τρεις κόρες: τη Μαρία (απεβ. παιδί πριν το 1205), την Αλίκη (γενν. το 1196) και τη Φιλίππη (γενν. το 1197).[100]

Τέταρτος γάμος Επεξεργασία

Μετά τον θάνατό του η Ισαβέλλα παντρεύτηκε σε τέταρτο γάμο τον Αμωρί της Κύπρου, αδελφό του Γκυ των Λουζινιάν και στέφθηκαν βασιλείς στην Άκρα τον Ιανουάριο του 1198.[101] Απέκτησαν δύο κόρες, τη Σιβύλλη (1198) και τη Μελισσάνθη (1200) και έναν γιο, τον Αμαλρίκ (1201 - 1205), που απεβίωσε δηλητηριασμένος σε γεύμα από λευκό μπαρμπούνι λίγο μετά τον μικρό του γιο και τέσσερις ημέρες πριν τη σύζυγο του. Η Ισαβέλλα πεθαίνοντας (5 Απριλίου 1205) όρισε διάδοχο την κόρη της Μαρία του Μομφερράτου.

Η νομιμότητα του διαζυγίου της Ισαβέλλας και του Χάμφρεϋ Δ΄ αμφισβητήθηκε (1213) πάλι, όταν ξέσπασαν διαμάχες για τη διαδοχή της Καμπανίας ανάμεσα στις κόρες της Αλίκη και Φιλίππη και τον ανιψιό του Ερρίκου Β΄ Θεοβάλδο Α΄. Η εγκυρότητά τους έγινε δεκτή, η Μαρία κληρονόμησε τον θρόνο των Ιεροσολύμων και ο Θεοβάλδος Α΄ αγόρασε την Καμπανία από τις εξαδέλφες του.

Οικογένεια Επεξεργασία

Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Χάμφρεϋ Δ΄ κύριο τού Τορόν χωρίς να αποκτήσει παιδιά.[102]

Όταν επρόκειτο να γίνει βασίλισσα, οι βαρόνοι ακύρωσαν τον γάμο, ώστε η Ισαβέλλα να παντρευτεί σε δεύτερο γάμο το 1176 τον Κορράδο μαρκήσιο του Μομφερράτου, ικανότατο στρατιωτικό με τον οποίο απέκτησε:

To 1192 ο Κορράδος φονεύθηκε από Ασασίνους και η Ισαβέλλα Α΄ έκανε τρίτο γάμο με τον Ερρίκο Β΄ κόμη της Καμπανίας με τον οποίο απέκτησε:

Το 1197 ο Ερρίκος Β΄ απεβίωσε, όταν υποχώρησε το κιγκλίδωμα ενός παραθύρου και η Ισαβέλλα Α΄ παντρεύτηκε σε τέταρτο γάμο τον Αμωρί των Λουζινιάν βασιλιά της Κύπρου με τον οποίο απέκτησε:

Θρύλοι Επεξεργασία

Η Ισαβέλλα Α΄ έκανε λίγες εντυπωσιακές εμφανίσεις, ήταν πρωταγωνίστρια στο έργο του μυθιστορηματογράφου Γκράχαμ Σέλμπι (1939 - 2016) "Οι βασιλείς της σκοτεινής φήμης" (1969) και στη συνέχεια στο Οι βασιλείς των μάταιων προθέσεων" (1970). Ο Γκ. Σέλμπι περιγράφει τον γάμο της Ισαβέλλας Α΄ με τον Χάμφρεϋ Δ΄ και τους παρουσιάζει σαν νέους ρομαντικούς ηγέτες, κατόπιν βιάστηκε και χτυπήθηκε από τον Κορράδο σε μια σαδιστική σχέση, που όμως δεν υποστηρίζεται από καμία ιστορική πηγή. Ο Γκ. Σέλπι αναφέρει στη συνέχεια, ότι η Ισαβέλλα Α΄ σχεδίασε τη δολοφονία του Κορράδου για να τον εκδικηθεί για τη συμπεριφορά του, ενώ φέρθηκε με αδιαφορία στον Ερρίκο Β΄.

Η Ισαβέλλα Α΄ εμφανίζεται στο έργο του συγγραφέα Άλαν Γκόρντον (γεν. το 1959) "Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ" (2003), που παρουσιάζει τη σχέση της με τον Κορράδο με πιο συμπαθητικό τρόπο. Η Ισαβέλλα Α΄ στο έργο είναι μια νεαρή ανώριμη γυναίκα, που μαθαίνει για τις απάτες του συζύγου της πολύ αργότερα· ο φόνος του Κορράδου και ο θάνατος αργότερα του Ερρίκου Β΄ ερευνώνται από τον ήρωα του έργου, τον Θεόφιλο.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Hamilton 2000, p. 31.
  2. Barber 2012, p. 246.
  3. Barber 2012, p. 246.
  4. Hamilton 2000, p. 31 (note 47).
  5. Hamilton 2000, pp. 31-32.
  6. Hamilton 2000, pp. 41-42.
  7. Barber 2012, p. 264.
  8. Hamilton 2000, pp. 101, 110.
  9. Baldwin 1969, p. 593.
  10. Barber 2012, p. 267.
  11. Hamilton 2000, pp. 119, 126.
  12. Hamilton 2000, p. 126.
  13. Hamilton 2000, p. 139.
  14. Hamilton 2000, pp. 155-157.
  15. Barber 2012, p. 274.
  16. Hamilton 2000, p. 157.
  17. Baldwin 1969, pp. 596, 598.
  18. Hamilton 2000, p. 157.
  19. Hamilton 2000, p. 157.
  20. Hamilton 2000, p. 161.
  21. Hamilton 2000, p. 161.
  22. Hamilton 2000, p. 161.
  23. Hamilton 2000, p. 192.
  24. Hamilton 2000, p. 192.
  25. Baldwin 1969, p. 600.
  26. Lambert 1997, p. 160.
  27. Lambert 1997, p. 161.
  28. Hamilton 2000, p. 194.
  29. Hamilton 2000, p. 192.
  30. Hamilton 2000, pp. 182-183, 192.
  31. Hamilton 2000, pp. 192-193.
  32. Hamilton 2000, p. 196.
  33. Barber 2012, pp. 284-285.
  34. Barber 2012, p. 285.
  35. Barber 2012, p. 289.
  36. Hamilton 2000, pp. 205-206.
  37. Hamilton 2000, p. 207.
  38. Hamilton 2000, p. 207.
  39. Hamilton 2000, p. 216.
  40. Baldwin 1969, p. 604.
  41. Baldwin 1969, p. 604.
  42. Hamilton 2000, p. 218.
  43. Hamilton 2000, p. 220.
  44. Lambert 1997, p. 162.
  45. Lambert 1997, p. 162.
  46. Hamilton 2000, p. 220.
  47. Baldwin 1969, p. 605.
  48. Baldwin 1969, p. 605.
  49. Baldwin 1969, p. 605.
  50. Hamilton 2000, p. 220.
  51. Hamilton 2000, p. 221.
  52. Barber 2012, pp. 295-296.
  53. Barber 2012, pp. 303-304, 365.
  54. Barber 2012, p. 304.
  55. Barber 2012, pp. 307-308, 365.
  56. Barber 2012, p. 365.
  57. Painter 1969, p. 51.
  58. Barber 2012, p. 330.
  59. Barber 2012, pp. 330, 337.
  60. Williams 1970, p. 384.
  61. Painter 1969, p. 65.
  62. Williams 1970, p. 384.
  63. Painter 1969, pp. 65-66.
  64. Barber 2012, p. 338.
  65. Runciman 1989b, p. 30.
  66. Painter 1969, p. 66.
  67. Runciman 1989b, pp. 30-31.
  68. Runciman 1989b, p. 31.
  69. Painter 1969, p. 66.
  70. Runciman 1989b, p. 31.
  71. Painter 1969, p. 66.
  72. Runciman 1989b, p. 31.
  73. Runciman 1989b, p. 32.
  74. Painter 1969, p. 66.
  75. Runciman 1989b, p. 32.
  76. Painter 1969, pp. 63, 66-68.
  77. Painter 1969, p. 70.
  78. Painter 1969, p. 69.
  79. Williams 1970, p. 384.
  80. Runciman 1989b, p. 51.
  81. Barber 2012, p. 346.
  82. Barber 2012, pp. 350, 352.
  83. Williams 1970, p. 385.
  84. Painter 1969, p. 80.
  85. Williams 1970, p. 385.
  86. Painter 1969, p. 80.
  87. Runciman 1989b, p. 64.
  88. Runciman 1989b, p. 64.
  89. Painter 1969, p. 80.
  90. Painter 1969, p. 80.
  91. Runciman 1989b, p. 64.
  92. Williams 1970, p. 382.
  93. Painter 1969, p. 80.
  94. Painter 1969, p. 81.
  95. Runciman 1989b, p. 65.
  96. Runciman 1989b, p. 67.
  97. Painter 1969, p. 81.
  98. Lambert 1997, p. 163.
  99. Runciman 1989b, p. 67.
  100. Charles Cawley, Medieval Lands, Jerusalem
  101. Cawley
  102. Hamilton, Bernard (2016). "Queen Alice of Cyprus". In Boas, Adrian J. The Crusader World. The University of Wisconsin Press. p. 225.
  103. Lignages d'Outremer, Le Vaticanus Latinus 7806, El parentado del conte de Campagna 7, p. 164.
  104. Runciman 1989b, p. 95, Appendix III: Genealogical trees, Number 1. and 4.
  105. Runciman 1989b, p. 95, Appendix III: Genealogical trees, Number 1-2.
  106. Runciman 1989b, p. 103.

Πηγές Επεξεργασία

  • Baldwin, Marsall W. (1969). "The Decline and Fall of Jerusalem, 1174-1189". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. A History of the Crusades, Volume I: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843-1180. Oxford University Press.
  • Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Lambert, Sarah (1997). "Queen or Consort: Rulership and Politics in the Latin East, 1118-1228". In Duggan, Anne J. Queens and Queenship in Medieval Europe: Proceedings of a Conference Held at King's College London, April 1995. Boydell Press.
  • Painter, Sidney (1969). "The Third Crusade: Richard the Lionhearted and Philip Augustus". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford University Press.
  • Williams, Patrick A. (1970). "The Assassination of Conrad of Montferrat: Another Suspect?". Traditio. Fordham University. 26: 381–389.
  • Edbury, Peter W. (ed.) The Conquest of Jerusalem and the Third Crusade, 1998, ISBN 1-84014-676-1
  • Gilchrist, M. M. "Character-assassination: Conrad de Montferrat in English-language fiction & popular histories", Bollettino del Marchesato. Circolo Culturale I Marchesi del Monferrato, Alessandria, no. 6, Nov. 2005, pp.5–13. (external link)
  • Ilgen, Theodor. Konrad, Markgraf von Montferrat, 1880
  • Nicholson, Helen J. (ed.) The Chronicle of the Third Crusade: The Itinerarium Peregrinorum et Gesta Regis Ricardi, 1997, ISBN 0-7546-0581-7
  • Usseglio, Leopoldo. I Marchesi di Monferrato in Italia ed in Oriente durante i secoli XII e XIII, 1926.
Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ
Γέννηση: 1172 Θάνατος: 5 Απριλίου 1205
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ
1186 - 1190
Με τον σύζυγό της Γκυ των Λουζινιάν
Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ
 

1190 - 1205
Με τους συζύγους της Κορράδο του Μομφερράτου (1190-92),
Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας (1192-97),
Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ (1197-1205)
Διάδοχος
Μαρία της Ιερουσαλήμ
1205 - 1212
Μόνη της (1205-10),
με τον σύζυγό της Ιωάννη του Μπριέν (1210-12)