Ο Ιωάννης Απόκαυκος (περί το 1155 – 1233) ήταν Βυζαντινός ιερωμένος και λόγιος. Έχοντας σπουδάσει την Κωνσταντινούπολη, έγινε μητροπολίτης Ναυπάκτου (1204-1232) και από τη θέση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εχθρότητα μεταξύ της Εκκλησίας της Ηπείρου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξόριστου τότε στη Νίκαια. Οι πολλές επιστολές του που απευθύνονται στις πολιτικές αρχές, σε άλλους μητροπολίτες και στο ποίμνιό του, τον έχουν καταστήσει σημαντικό συγγραφέα για τη γνώση αυτής της περιόδου.

Ιωάννης Απόκαυκος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1155 (περίπου)[1]
Ναύπακτος
ΘάνατοςΔεκαετία του 1230[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΟρθόδοξη Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
συγγραφέας[2]
Οικογένεια
ΟικογένειαΟικογένεια Απόκαυκου
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπίσκοπος
Να μην συγχέεται με τον Ιωάννη Απόκαυκο, βυζαντινό ευγενή του 13ου-14ου αιώνα

Η ζωή του Επεξεργασία

Γεννήθηκε περί το 1155 στην αριστοκρατική οικογένεια των Απόκαυκων, μέλη της οποίας είχαν καταλάβει σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις μετά το τέλος του 10ου αιώνα[3]. Σπούδασε στη Βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν συμφοιτητής με τον Μανουήλ Σαραντηνό, αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Περί το 1180[4] χειροτονήθηκε διάκονος από τον θείο του, Κωνσταντίνο Μανασσή, Μητροπολίτη Ναυπάκτου[5], τον οποίο και διακόνησε.

Ως το 1186 είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρετούσε ως νοτάριος στο Πατριαρχείο, θέση στην οποία αναφέρεται και πάλι το 1193. Το 1199 ή 1200 τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Ναυπάκτου, μια πόλη κάποτε ευημερούσα, που όμως έγινε θήραμα πειρατών και της οποίας η Εκκλησία είχε μειωθεί τον 12ο αιώνα σε κατάσταση πενίας, με περίπου μια δεκάδα κληρικούς. Από τη θέση αυτή προσπάθησε να αποκαταστήσει την αίγλη της τοπικής εκκλησίας μέχρι το 1232, οπότε αποσύρθηκε στη μονή Κοζύλης στον Αρχάγγελο Πρέβεζας, όπου και πέθανε το 1235[5].

Κατά τη διάρκεια της θητείας του, αρχικά συγκρούστηκε με τον τοπικό άρχοντα Κωνσταντίνο Κομνηνό Δούκα, νεότερο αδερφό του ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα. Ο Απόκαυκος διαμαρτυρήθηκε για την αυταρχική κυριαρχία του Κωνσταντίνου και τις υπερβολικές του φορολογικές απαιτήσεις από τον λαό. Η σύγκρουσή τους οδήγησε στη βίαιη εκθρόνιση και εξορία του Απόκαυκου το 1220 και επιλύθηκε μόλις τον Μάιο του 1221 από μια Σύνοδο, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των περισσότερων Μητροπόλεως Ελλάδας και Ηπείρου[6]. Πράγματι, οι σχέσεις μεταξύ Κωνσταντίνου και Απόκαυκου έγιναν εγκάρδιες στη συνέχεια, μάλιστα ο επίσκοπος συνέθεσε και ένα εγκώμιο προς τιμήν του[7]. Την περίοδο αυτή, ο Απόκαυκος αναδείχτηκε, μαζί με τον Δημήτριο Χωματηνό και τον Γεώργιο Βαρδάνη, ως ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της πολιτικής και εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας της Ηπείρου από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, όπου βρισκόταν και ο εξόριστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους.

Ενεργώντας ως «πρώτος», ο Απόκαυκος προέβη σε χειροτονίες επισκόπων της επιλογής του, χωρίς τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου. Το 1217 χειροτόνησε αυθαίρετα Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και «πάσης Βουλγαρίας» τον ομοϊδεάτη του Δημήτριο Χωματηνό και το 1219 Μητροπολίτη Κερκύρας τον Γεώργιο Βαρδάνη[8]. Ως επικεφαλής της συνόδου των ηπειρωτών επισκόπων, ζητούσε και πέτυχε να στεφθεί ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, Αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη το 1224 από τον Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκέφαλης Αχρίδος Δημήτριο Χωματηνό, μια χειρονομία που έθιγε τόσο τον Αυτοκράτορα όσο και τον Πατριάρχη, καθώς ταυτόχρονα απέρριπτε την αξίωση του Αρχιεπισκόπου της Νίκαιας για τη διαδοχή των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε σε σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας των Ηπειρωτών και του Πατριαρχείου[5], το οποίο διήρκεσε μέχρι το 1231[9][10]. Μετά την απόσυρσή του στη μονή Κοζύλης, ο διάδοχός του εξελέγη από το Πατριαρχείο[11].

Το έργο του Επεξεργασία

Ο Ιωάννης Απόκαυκος είναι ένας από τους επισκόπους οι οποίοι, όπως ο Θεοφύλακτος Αχρίδος, ο Μιχαήλ Ιταλικός, ο Γεώργιος Τορνίκης, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Μιχαήλ Χωνιάτης, έλαβαν την εκπαίδευσή τους στο πλαίσιο της δυναστείας των Κομνηνών. Σε αυτή την περίοδο αδυναμίας της αυτοκρατορικής εξουσίας, έπρεπε να διαδραματίσουν τόσο πολιτικό όσο και κοινωνικό ρόλο, πέρα από τον εκκλησιαστικό, συνιστώντας έτσι έναν ουσιαστικό δεσμό μεταξύ της τοπικής και της κεντρικής εξουσίας[12]. Το πατριαρχικό δικαστήριο της εποχής έφθασε να αντικαθιστά για τον απλό κόσμο το δικαστήριο των πολιτικών αρχών, ειδικά σε υποθέσεις που αφορούσαν το οικογενειακό δίκαιο (γάμος, προίκα, επιμέλεια ανηλίκων κ.λπ.), ειδικά μετά το έργο του Θεοδώρου Βαλσαμών (περί το 1130 - 1200) καθώς το κανονικό δίκαιο υποκαθιστούσε το αστικό δίκαιο[13][14]. Έτσι, τα γραπτά τους ξεπερνούν το πλαίσιο απλών διοικητικών κειμένων που αφορούν την επισκοπή τους[15].

Από την αλληλογραφία και τα έργα του Απόκαυκου διασώζεται μεγάλο μέρος, τα οποία είναι αξιόλογα. Το λογοτεχνικό του έργο αποτελείται από πρώιμη ποίηση, με 145 γράμματα, μερικά από τα οποία απευθύνονται στον Μιχαήλ Χωνιάτη, τότε Μητροπολίτη Αθηνών, και τον Θεόδωρο Κομνηνό, Δεσπότη της Ηπείρου, καθώς και από διάφορα έγγραφα της Συνόδου του Ναυπάκτου.

Η αλληλογραφία του, που απευθύνεται σε άλλους μητροπολίτες, στο ποίμνιό του, στις πολιτικές αρχές της Ηπείρου, εν συντομία σε εκείνους που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αποκαταστήσει την οικονομική κατάσταση της επικράτειάς του, διαφέρει από εκείνη άλλων παρόμοιων γραπτών εκείνης της εποχής. Ενώ εκείνα τα γράμματα μελετώνται με βάση τις λογοτεχνικές και στιλιστικές τους χάρες, αυτά του Απόκαυκου, αντίθετα, δεν έχουν λογοτεχνική πρόθεση και σκιαγραφούν σαφή και συχνά χιουμοριστικά πορτρέτα της καθημερινής ζωής και του λαϊκού πολιτισμού, περιστρέφονται γύρω από το «κατ' έθιμον» δίκαιον και παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον ιδιωτικό βίο στην κυρίως Ελλάδα τον 11ο και 12ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Ruth Macrides, «οι επιστολές και οι αποφάσεις του, όπως και του Χωματηνού, έχουν κεντρική σημασία για τη νομική και κοινωνική ιστορία της εποχής. Τα γραπτά του, που τον δείχνουν λιγότερο εξειδικευμένο στη νομοθεσία και λιγότερο απαιτητικό στην εφαρμογή της από τον συνάδελφό του, είναι αξιοσημείωτα για τη σαφή και χιουμοριστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής και του λαϊκού πολιτισμού[5]». Διαβάζοντάς τα, αισθάνεται κανείς όχι μόνο την αγάπη του για τη συγγραφή, αλλά και την αγάπη του για τη φύση και τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς όπως ο Αριστοφάνης, ο Όμηρος, ο Ευριπίδης, ο Θουκυδίδης ή ο Αριστοτέλης. Θυμίζουν συχνά τους μετέπειτα ουμανιστές της Ιταλικής Αναγέννησης[16].

Οι επιστολές του είναι σημαντικές τόσο για την κατανόηση της ιστορίας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όσο και για την αντιπαλότητα μεταξύ του Δεσποτάτου και της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας για την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την επιστροφή στην ενότητα της Αυτοκρατορίας[17]. Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Κορώνης Αθανάσιο, αντίγραφο της οποίας σώζεται στην βιβλιοθήκη της Ιεράς Συνόδου στη Μόσχα υπό τον αριθμό 208, ο Απόκαυκος δίνει απάντηση σε ερωτήσεις του επισκόπου σχετικά με την αντιμετώπιση των ετερόδοξων Λατίνων και την διαφώτιση του ποιμνίου του σε θέματα ορθόδοξης πίστης και ζωής[18].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 119108453. Ανακτήθηκε στις 9  Νοεμβρίου 2020.
  2. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  3. Warren Treadgold (2013). The Middle Byzantine Historians. Λονδίνο: Palgrave Macmillan. σελ. 399. ISBN 978-1-137-28085-5. 
  4. Warren Treadgold (2013). The Middle Byzantine Historians. Λονδίνο: Palgrave Macmillan. σελ. 400. ISBN 978-1-137-28085-5. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Macrides, R. J. (1991). «"Apokaukos, John"». Kazhdan, Alexander. The Oxford Dictionary of Byzantium. A. Oxford and New York: Oxford University Press. σελ. 135. ISBN 0-19-504652-8. 
  6. Κωνσταντίνος Βάζος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). Β. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. σελίδες 658–661. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2017. 
  7. Κωνσταντίνος Βάζος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). Β. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. σελίδες 661–662. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2017. 
  8. Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 325. ISBN 978-960-8116-17-7. 
  9. Michael Angold (1995). Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261. Cambridge University Press. σελίδες 530–563. ISBN 978-0-521-264327. 
  10. Αγγελική Λαΐου & Cécile Morrisson (2011). Le Monde byzantin. III, L’Empire grec et ses voisins, xiiie – xive siècles. Παρίσι: Presses universitaires de France. σελ. 204. ISBN 978-2-13-052008-5. 
  11. Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 326. ISBN 978-960-8116-17-7. 
  12. Michael Angold (1995). Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261. Cambridge University Press. σελ. 156. ISBN 978-0-521-264327. 
  13. Michael Angold (1995). Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261. Cambridge University Press. σελ. 261. ISBN 978-0-521-264327. 
  14. Αγγελική Λαΐου & Cécile Morrisson (2011). Le Monde byzantin. III, L’Empire grec et ses voisins, xiiie – xive siècles. Παρίσι: Presses universitaires de France. σελ. 159. ISBN 978-2-13-052008-5. 
  15. Michael Angold (1995). Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261. Cambridge University Press. σελίδες 3–4. ISBN 978-0-521-264327. 
  16. A. A. Vasiliev (1952). History of the Byzantine Empire. Madison: University of Wisconsin Press. σελίδες 560. ISBN 0-299-80926-9. 
  17. A. A. Vasiliev (1952). History of the Byzantine Empire. Madison: University of Wisconsin Press. σελίδες 518& 521. ISBN 0-299-80926-9. 
  18. Λαμπρόπουλος 1988, σελ. 118.

Πηγές Επεξεργασία

  • Warren Treadgold (2013). The Middle Byzantine Historians. Λονδίνο: Palgrave Macmillan. ISBN 978-1-137-28085-5. 
  • Macrides, R. J. (1991). «"Apokaukos, John"». Kazhdan, Alexander. The Oxford Dictionary of Byzantium. A. Oxford and New York: Oxford University Press. σελ. 135. ISBN 0195046528. 
  • Michael Angold (1995). Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-264327. 
  • Αγγελική Λαΐου & Cécile Morrisson (2011). Le Monde byzantin. III, L’Empire grec et ses voisins, xiiie – xive siècles. Παρίσι: Presses universitaires de France. ISBN 978-2-13-052008-5. 
  • Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. ISBN 978-960-8116-17-7. 
  • Κωνσταντίνος Βάζος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). Β. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2017. 
  • A. A. Vasiliev (1952). History of the Byzantine Empire. Madison: University of Wisconsin Press. ISBN 0-299-80926-9. 
  • Λαμπρόπουλος, Κοσμάς (1988). Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος. ISBN 960-7100-05-0.