Ο Ιωάννης Γαβαλάς ήταν μεγιστάνας, ευγενής στην Βυζαντινή αυτοκρατορία και κληρονομικός κυβερνήτης της Ρόδου την δεκαετία του 1240. Όταν η Δημοκρατία της Γένοβας κατέλαβε την Ρόδο (1248) ζήτησε βοήθεια από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας που ήταν κηδεμόνας του. Η Νίκαια ανακατέλαβε το νησί και έγινε επαρχεία της αυτοκρατορίας της (1250), ο Ιωάννης Γαβαλάς δεν επανήλθε στην ηγεσία. Ο Ιωάννης Γαβαλάς ανήκε σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια του Βυζαντίου, αναδείχτηκε τον 10ο αιώνα όταν η Άννα Γαβαλά παντρεύτηκε τον γιο του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού Στέφανο Λεκαπηνό.[2] Τον 11ο και τον 12ο αιώνα η οικογένεια αναδείχτηκε περισσότερο, απέκτησε μια μεγάλη σειρά από αξιώματα και εκκλησιαστικούς τίτλους. Η οικογένεια Γαβαλά διοικούσε την Ρόδο από πριν το 1203, η Βυζαντινή εξουσία εξασθένησε σημαντικά ωστόσο την εποχή που κυβερνούσε ο μεγαλύτερος αδελφός του Λέων Γαβαλάς. Ο Ιωάννης Γαβαλάς τον διαδέχθηκε με τον θάνατο του στις αρχές της δεκαετίας του 1240. Ο ίδιος στάθηκε ανίκανος σε σχέση με τον αδελφό του, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας με μια σειρά από συνθήκες κατόρθωσε να του αφαιρέσει τις εξουσίες και να τον μετατρέψει σε υποτελή του.

Ιωάννης Γαβαλάς
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ἰωάννης Γαβαλᾶς (Ελληνικά)
Θάνατος1250 (after)
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακυβερνητικός αξιωματούχος
στρατιωτικός[1]
Περίοδος ακμήςΔεκαετία του 1240
Οικογένεια
ΑδέλφιαΛέων Γαβαλάς

Ο Λέων κατείχε τον τίτλο Καίσαρας και διεκδικούσε κυριαρχία σε ολόκληρο το Αιγαίο πέλαγος, ο Ιωάννης είχε μονάχα τον τίτλο του "Κυρίου της Ρόδου".[3] Μια επιστολή που έγραψε ο Ερρίκος Α΄ της Κύπρου βρέθηκε στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού και αναφέρεται στον Ιωάννη. Οι προσφωνήσεις τον καταγράφουν ως Σεβαστός και Μέγας δουξ, τίτλοι που απέκτησε από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με τον γάμο του με μιά πριγκίπισσα της δυναστείας πριν τον θάνατο του Λέων.[4] Δεν είναι γνωστό τίποτα για το υπόλοιπο της ηγεμονίας του, την εποχή που βρισκόταν σε εκστρατεία με την Νίκαια ενάντια στην Λατινική αυτοκρατορία κοντά στην Αρχαία Νικομήδεια οι Γενοβέζοι βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν στην Ρόδο. Η Δημοκρατία της Γένοβας κατέλαβε την Ρόδο (1248), την βοήθησε ο Πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας αντεπιτέθηκε, ο Πιγκέρνης Ιωάννης Καντακουζηνός ανακατέλαβε το νησί δύο χρόνια αργότερα (1250).[5][6] Η κυριαρχία της Οικογένειας Γαβαλά τερματίστηκε στην Ρόδο μετά την ανακατάληψη της έγινε επαρχεία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.[7] Απόγονοι των Γαβαλάδων εγκαταστάθηκαν έκτοτε στην Κρήτη. Ο Ιωάννης στα νομίσματα που έκοψε αποκαλείτο απλά Αυθέντης Ρόδου και όχι Καίσαρ όπως ο Λέων.[8]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  2. Cheynet 1996, σσ. 150–151
  3. Hendy 1999b, σσ. 648–649
  4. Savvides 1990, σ. 186
  5. Hendy 1999a, σσ. 116–118
  6. Savvides 1990, σσ. 187–196
  7. Hendy 1999b, σσ. 648–649
  8. Hendy 1999b, σσ. 649–650

Πηγές Επεξεργασία

  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, λήμμα Ιωάννης Γαβαλάς, Εγκυκλοπαίδεια της Εκδοτικής Αθηνών.
  • Ελληνική Ιστορία,Εγκυκλοπαίδειας της Εκδοτικής Αθηνών.
  • Cheynet, Jean-Claude (1996). Pouvoir et Contestations à Byzance (963–1210) (in French). Paris: Publications de la Sorbonne.
  • Hendy, Michael F. (1999a). Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection, Volume 4: Alexius I to Michael VIII, 1081–1261 – Part 1: Alexius I to Alexius V (1081–1204). Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks Research Library and Collection.
  • Hendy, Michael F. (1999b). Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection, Volume 4: Alexius I to Michael VIII, 1081–1261 – Part 2: The Emperors of Nicaea and Their Contemporaries (1204–1261). Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks Research Library and Collection.
  • Macrides, Ruth (2007). George Akropolites: The History – Introduction, Translation and Commentary. Oxford: Oxford University Press.
  • Savvides, Alexis (1990). "Η γενουατική κατάληψη της Ρόδου το 1248-1250 μ.Χ.". Παρνασσός (in Greek). 32: 183–199.