Ο κίονας ή κίων είναι κυκλικής διατομής, ορθό στοιχείο, μονολιθικό ή αποτελούμενο από τμήματα λίθου σε σχήμα κυλινδρικών τυμπάνων και χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική και εν γένει στην οικοδομία (οικοδομική) ως υποστύλωμα. Συνήθως, αποτελείται από τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (στην ιωνική αρχιτεκτονική)[1], ενώ η βάση απουσιάζει από τους δωρικούς κίονες[2].

Μορφολογικά χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Ένας κίων μπορεί να είναι αρράβδωτος, με ραβδώσεις (παράλληλες ως προς τη διεύθυνσή του ή πλάγιες, ελικοειδώς αναπτυσσόμενες, πέριξ του κορμού του, σε επόμενες ιστορικές περιόδους) ή εν μέρει ραβδωμένος (σε περίπτωση που το κτίσμα έχει χρηστικό χαρακτήρα και υπάρχει κίνδυνος θραύσης των ακμών τους από βαριά αντικείμενα χαμηλά, πάνω από τη βάση του). Συναντάται με σταθερή διάμετρο καθ' όλο το ύψος του, με θετική μείωση (μειούμενη διάμετρος προς τα άνω), με αρνητική μείωση (αυξανόμενη διάμετρος προς τα άνω) και με ένταση, δηλαδή με κάμψη προς τα έξω των γενέτειρων του κορμού, ενδιαμέσως των άνω και κάτω βάσεων του.

Οι δύο συν ένας γνωστοί ρυθμοί της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής και ρυθμολογίας[3], ο δωρικός, ο ιωνικός και ο κορινθιακός (αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση του δωρικού με εφαρμογή σε ταφικά μνημεία), καθορίζονταν από τη δομή του κίονα, από τη βάση ως το κιονόκρανο, μαζί με το επιστύλιο το οποίο αυτός στηρίζει[4].

Αρχαιότητα Επεξεργασία

Όλοι οι σημαντικοί πολιτισμοί της Εποχής του Σιδήρου της Εγγύς Ανατολής και της Μεσογείου χρησιμοποίησαν κίονες.

Ελληνικοί & Ρωμαϊκοί Επεξεργασία

Εικονογράφηση δωρικών (τρεις αριστερά), ιωνικών (τρεις στη μέση) και κορινθιακών (δύο δεξιά) κιόνων
Λεπτομερείς απεικονίσεις Τοσκανικού, Δωρικού, Ιωνικού, Κορινθιακού και Σύνθετου ρυθμού.

Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν ολόκληρους κορμούς δέντρων, συνήθως γυρισμένους ανάποδα για να αποτρέψουν την εκ νέου ανάπτυξη του δέντρου, στέκονταν σε μια βάση που είχε τοποθετηθεί στο στυλοβάτη (βάσης δαπέδου) και ολοκληρώνονταν με ένα απλό στρογγυλό κιονόκρανο. Στην συνέχεια χρωματίζονταν, όπως φαίνονται και στο πιο διάσημο μινωικό ανάκτορο της Κνωσού. Οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν κίονες για να δημιουργήσουν μεγάλους ανοιχτούς χώρους, φωτεινά πηγάδια και βωμούς για θρησκευτικά τελετουργικά. Αυτές οι παραδόσεις συνεχίστηκαν από τον μεταγενέστερο Μυκηναϊκό πολιτισμό, ιδιαίτερα στο μέγαρο ή στην αίθουσα που βρίσκονταν στο κέντρο των παλατιών τους. Η σημασία των κιονοστοιχιών και η αναφορά τους στα ανάκτορα και επομένως το κάλος, αποδεικνύεται στη χρήση τους σε εραλδικά μοτίβα, όπως η περίφημη πύλη των λιονταριών των Μυκηνών όπου δύο λιοντάρια στέκονται σε κάθε πλευρά ενός κίωνα. Όντας ξύλινοι αυτοί οι πρώτοι κίονες δεν έχουν διατηρηθεί, αλλά οι πέτρινες βάσεις τους διατηρήθηκαν και μέσω αυτών μπορούμε να δούμε τη χρήση, τη χωροταξία και διαρύθμισή τους στα κτίρια του παλατιού.

Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες και άλλοι πολιτισμοί χρησιμοποίησαν ως επί το πλείστον κίονες για τον πρακτικό σκοπό να συγκρατήσουν την οροφή μέσα σε ένα κτίριο, προτιμώντας τους εξωτερικούς τοίχους διακοσμημένους με ανάγλυφα έργα ή ζωγραφική, αλλά οι Αρχαίοι Έλληνες, όπου ακολούθησαν οι Ρωμαίοι, αγάπησαν να τους χρησιμοποιούν καθώς και η εκτεταμένη χρήση κιόνων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των κτιρίων είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κλασικής αρχιτεκτονικής, σε κτίρια όπως ο Παρθενώνας. Οι Έλληνες ανέπτυξαν τους κλασσικούς ρυθμούς αρχιτεκτονικής, οι οποίοι διακρίνονται πιο εύκολα από τη μορφή του κίονα και τα διάφορα στοιχεία του. Ο δωρικός, ιωνικός και κορινθιακός ρυθμός επεκτάθηκαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι συμπεριέλαβαν και του Τοσκανικού αλλά και του Σύνθετου ρυθμού (βλ. Παρακάτω).

Περσικοί Επεξεργασία

 
Σχέδιο εμπρόσθιας και πλάγιας όψης ενός τυπικού κίονα της Περσέπολης, της Περσίας (Ιράν).

Μερικοί από τους πιο περίτεχνους κίονες στον αρχαίο κόσμο ήταν εκείνοι των Περσών, ιδιαίτερα οι μαζικές πέτρινες κιονοστοιχίες που στήθηκαν στην Περσέπολη. Περιείχαν κιονόκρανα διπλού ταύρου στις κορυφές τους. Η αίθουσα εκατοντάδων κιόνων στο Apadana της Περσέπολης, με διάσταση 70 × 70 μέτρων, χτίστηκε από τον βασιλιά Αχαιμενίδου Δαρείο Α' (524-486 π.Χ.). Πολλοί από τους αρχαίους περσικούς κίονες στέκονται ακόμη, μερικοί από τους οποίους έχουν πάνω από 30 μέτρα ύψος. Υψηλοί κίονες με κιονόκρανα κεφαλιού του ταύρου χρησιμοποιήθηκαν για προπύλαια και για να στηρίξουν τις στέγες του υποσυστήματος, εν μέρει εμπνευσμένες από το αντίστοιχο αρχαίο αιγυπτιακό. Δεδομένου ότι οι κίονες έφεραν ξύλινη προσθήκη και όχι από πέτρα, θα μπορούσαν να είναι πιο ψηλά, πιο λεπτά και πιο διευρυμένα στον χώρο από τα αιγυπτιακά.







Αιγυπτιακοί Επεξεργασία

Στην αρχαία αιγυπτιακή αρχιτεκτονική, ήδη από το 2600 π.Χ., ο αρχιτέκτονας Ιμχοτέπ χρησιμοποίησε πέτρινους κίονες των οποίων η επιφάνεια ήταν σκαλισμένη ώστε να θυμίζει την μορφή σκηνής από καλάμια ή άχυρο, όπως ο «τυλιγμένος» Πάπυρος, ο νυμφαίος λωτός και Φοινικοειδή. Αργότερα, οι αιγυπτιακές αρχιτεκτονικές τα άλλαξαν σε κύλινδους και ήταν επίσης κοινές. Η μορφή τους θεωρείται ότι προέρχεται από αρχαϊκά ιερά. Χτίστηκαν από πέτρα, οι κίονες ήταν εξαιρετικά διακοσμημένοι με σκαλισμένα και ζωγραφισμένα ιερογλυφικά, κείμενα, τελετουργικές εικόνες και φυσικά μοτίβα. Οι Αιγυπτιακοί κίονες είναι παρόντες στη Μεγάλη Αίθουσα του Καρνάκ (περίπου 1224 π.Χ.), όπου 134 κίονες παρατάσσονται σε 16 σειρές, με μερικούς κίονες να φτάνουν σε ύψος τα 24 μέτρα.

Ένας από τους πιο σημαντικούς τύπους είναι οι παπυρίμορφοι κίονες. Η προέλευση αυτών των κιόνων ξεκινάει από την 5η Δυναστεία. Αποτελούνται από κορμούς λωτού (παπύρου) που συνενώνονται σε μια δέσμη διακοσμημένη με ζώνες: το κιονόκρανο, αντί να ανοίγει σε σχήμα καμπανολούλουδου, διογκώνεται και στη συνέχεια στενεύει και πάλι σαν μπουμπούκι άνθους. Η βάση, η οποία κλίνει για να πάρει τη μορφή μισής σφαίρας, όπως το στέλεχος του λωτού, έχει μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη διακόσμηση κλαδιών και φυλλωμάτων.

Καταγωγή & σύγχρονες εφαρμογές Επεξεργασία

Στην περίπτωση της αρχαίας ελληνικής οικοδομικής και αρχιτεκτονικής, ο λίθινος κίονας έλκει την καταγωγή του από τους ξύλινους[5], τους οποίους αντικατέστησε σταδιακά, αρχής γενομένης από την αρχαϊκή περίοδο.

Η σύγχρονη αρχιτεκτονική επεκτείνει τη χρήση της λέξης κίονας στα διάφορα είδη κατακόρυφων υποστηριγμάτων[6].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Χ. Μπούρας, Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, κεφ. VIII, σελ. 158, § 1
  2. Χ. Μπούρας, Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, κεφ. VIII, σελ. 158, § 1
  3. Βιτρούβιος, «Περί αρχιτεκτονικής», βιβλία II-V
  4. Eleanor C. Munro, Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα, σελ. 44
  5. Χ. Μπούρας, Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, κεφ. VII, σελ. 135, ενότητα: «Υλικά και τρόποι δομής», § 2
  6. Eleanor C. Munro, Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα, σελ. 319

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Χαράλαμπος Μπούρας (Δεκέμβριος 1999). «XX». Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (1ος τόμος). Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. σελ. 488. ISBN 9789602660621. 
  • Βιτρούβιος (μεταφρ.: Παύλος Λέφας) (2000). Περί αρχιτεκτονικής (πρώτος τόμος) βιβλία I-V. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον. σελ. 352. ISBN 9789603480556. 
  • Μαίρη Ασπρά-Βαρδαβάκη (2011). Η Τέχνη της Κλασσικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. σελ. 217.