Οι κατάφρακτοι ήταν μονάδα βαρέος ιππικού του βυζαντινού στρατού (αλλά όχι μόνο). Οι κατάφρακτοι ιππείς εμφανίζονται ως στρατιωτική μονάδα και ως όρος στην ιστορία, στο βασίλειο των Πάρθων, τον 3ο αι.π.Χ.. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται τόσο από το βασίλειο των Σελευκιδών, όσο και από τους Σασσανίδες της Περσίας, αλλά και από τους Ρωμαίους. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, παρότι δεν έπαψε ποτέ η χρήση διαφόρων μορφών βαρέως ιππικού, επανεμφανίζονται τον 10ο αιώνα. Ονομάζονται κατάφρακτοι ή κλιβανάριοι ή λωρικάτοι. Οι τακτικές τους παρουσιάζουν ομοιότητες με τους Εταίρους της αρχαίας Μακεδονίας, με τους κατάφρακτους να είναι μία πολύ πιο θωρακισμένη μορφή τους.

Ιστορική αναπαράσταση ενός κατάφρακτου της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, με πλήρη φολιδωτή θωράκιση για το άλογο. Σημειώστε την εκτεταμένη αλυσωτή πανοπλία του αναβάτη.

Εξοπλισμός Επεξεργασία

Οι κατάφρακτοι, ως επίλεκτη μονάδα του στρατού, έφεραν βαρύ οπλισμό.

Ως κράνος έφεραν το σύνηθες κράνος του βυζαντινού στρατού, το κασίδιον – συνήθως από περισσότερα του ενός μεταλλικά τμήματα, καρφωμένα μαζί, χωρίς επιρρίνιο και από τον 12ο-13ο αιώνα με μεταλλικό γείσο. Από το κράνος κρεμόταν αλυσιδωτό ή φολιδωτό καταυχένιο, ενώ άλλες φορές αλυσιδωτό κάλυμμα για ολόκληρο το πρόσωπο, με οπές για τα μάτια μόνο.

Ως θώρακα έφεραν το κλιβάνιον (εξ ου και κλιβανοφόροι), αποτελούμενο από μεταλλικές πλάκες ραμμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και με δερμάτινες οριζόντιες λωρίδες. Σπανιότερα χρησιμοποιούσαν τις άλλες μορφές βυζαντινών θωράκων, όπως το λωρίκιον (φολιδωτό θώρακα) και τη ζάβα (αλυσιδωτό θώρακα). Επιπλέον κάτω από το κλιβάνιον φορούσαν ενίοτε ζάβα, η πάνω από αυτό το καββάδιον, (από παραγεμισμένο ύφασμα ή δερμάτινο). Το κλιβάνιον είχε κατά κανόνα πτέρυγες για την προστασία των βραχιόνων και της οσφύος (μεταλλικές, σπανιότερα δερμάτινες).

Οι πήχεις προστατεύονταν από τα μεταλλικά χειρόκτια, τα χέρια από αλυσιδωτά γάντια, ενώ οι κνήμες από κνημίδες και τα πόδια από αλυσιδωτά υποδήματα. Έφεραν ακόμη μικρή ασπίδα (σκουτάριον) στρογγυλή ή αμυγδαλόσχημη. Στην κορυφή του κράνους, καθώς και στους ώμους, υπήρχαν τα τουφία, λοφία από τρίχες αλόγου.

Κύριο επιθετικό όπλο ήταν το δόρυ (κοντάριον), ενώ ακόμη χρησιμοποιούσαν το απελατίκιον (σιδερένιο ρόπαλο με κεφαλή, στρογγυλή ή με καρφιά), καθώς και ξίφος, το (ευθύ) σπαθίον (ευθύ) ή το (ελαφρώς κυρτό) παραμήριον. Τέλος, ορισμένοι ήταν εξοπλισμένοι με τόξο και βέλη ή αργότερα, με τη τζάγρα (αρμπαλέτα).

Τα άλογά τους έφεραν επίσης προστατευτικά επικαλύμματα, από μεταλλικά προστερνίδια και προμετωπίδια, έως πλήρη θωράκιση δερμάτινη ή μεταλλική.

Τακτική Επεξεργασία

Οι κατάφρακτοι τάσσονταν στο πεδίο της μάχης σε 8 στίχους η κάθε μονάδα, από τους οποίους οι πρώτοι 4 έφεραν κοντάριον, ενώ οι επόμενοι χρησιμοποιούσαν, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της μάχης, τόξο. Παρατάσσονταν κατά κανόνα σε σχηματισμό σφήνας, ενός τραπεζίου με στενή μικρή βάση, στο κέντρο της βυζαντινής παράταξης. Αποστολή τους στο πεδίο της μάχης ήταν με την επέλασή τους, να προκαλέσουν συντριπτικό πλήγμα στις αντίπαλες γραμμές, δημιουργώντας χάσμα, όπου θα μπορούσαν να διεισδύσουν άλλα τμήματα του στρατού.

Διοίκηση και οργάνωση Επεξεργασία

Προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας, τις μόνες που μπορούσαν να διατηρήσουν τόσο ακριβό οπλισμό. Στελέχωναν μονάδες των ταγμάτων (του στρατού της πρωτεύουσας), αποτελώντας μέρος των Σχολών. Όλοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού μάχονταν εξοπλισμένοι ως κατάφρακτοι.

Ιστορία Επεξεργασία

Οι κατάφρακτοι αποτέλεσαν ουσιαστικό συστατικό των νικηφόρων πολέμων του Βυζαντίου κατά την περίοδο της λεγόμενης «βυζαντινής εποποιίας» (950-1025) Ήταν τόση δε η φήμη τους και ο τρόμος που προκαλούσαν στους αντιπάλους, με αποτέλεσμα, και μόνο το άκουσμα της άφιξής τους να αρκεί πολλές φορές για την υποχώρηση του εχθρού. Αυτό έγινε επί Βασιλείου Β΄, όταν λύθηκε η πολιορκία του Χαλεπίου από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, και το 1030 σε ανάλογη πορεία στη Συρία. Οι κατάφρακτοι ακολούθησαν την παρακμή της Αυτοκρατορίας, μειούμενοι συνεχώς σε αριθμό, λόγω των οικονομικών δυσκολιών και της χρήσης μισθοφόρων.