Το κατηγορούμενο τόσο στην αρχαία ελληνική γλώσσα όσο και στην Νεοελληνική, είναι επίθετο ή ουσιαστικό που αποδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο υποκείμενο με τη χρήση συνδετικού ρήματος[1]. Μπορεί επίσης να είναι ολόκληρη πρόταση, όταν λειτουργεί ως όνομα[2].

Είδη κατηγορουμένου Επεξεργασία

  • Απλό κατηγορούμενο: Τα συνδετικά ρήματα που αποδίδουν σταθερή ιδιότητα στο υποκείμενο είναι τα: είμαι, γίνομαι, υπάρχω, καθίσταμαι, διατελώ, τυγχάνω, αποβαίνω, εκβαίνω, έφυν, αιρούμαι, εκλέγομαι, χειροτονούμαι, λαγχάνω, διορίζομαι, αποδείκνυμαι, φαίνομαι, δηλούμαι, καλούμαι, ονομάζομαι, λέγομαι, προσαγορεύομαι, ακούω, νομίζομαι, υπολαμβάνομαι, κρίνομαι.[3]
  • Επιρρηματικό κατηγορούμενο: τυπικά μεν συμφωνεί κατά γένος, αριθμό και πτώση προς το υποκείμενο, σπανιότερα προς το αντικείμενο. Δεν εξαρτάται από συνδετικά ρήματα, αλλά κυρίως από ρήματα που δηλώνουν κίνηση, δράση ή σκόπιμη ενέργεια, αλλά και από οποιοδήποτε άλλο ρήμα.[3]
  • Προληπτικό κατηγορούμενο: Συντάσσεται με ρήματα δηλωτικά εξελίξεως, όπως τα αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι (υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.ά.[1]

Παραπομπές σημειώσεις Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: Το Κατηγορούμενο». Πύλη για την ελληνική γλώσσα. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2017. 
  2. «Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)». Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2017. 
  3. 3,0 3,1 Χουλιαρά-Ράιου, Ελένη. «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα - Θεματογραφία Ι» (PDF). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία