Η κιγχόνη είναι γένος φυτών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια Ερυθροδανοειδή (Rubiaceae). Το γένος κιγχόνη (Cinchona) περιλαμβάνει περί τα 35 περίπου είδη των τροπικών περιοχών. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι φαρμακευτικά και από το φλοιό τους εξάγεται το αλκαλοειδές κινίνη. Στο εμπόριο οι φλοιοί της κιγχόνης έρχονται σε επίπεδα κομμάτια ή τυλιγμένα σαν σωλήνες.

Κιγχόνη
Κιγχόνη η χνοώδης (Cinchona pubescens) - άνθος
Κιγχόνη η χνοώδης (Cinchona pubescens) - άνθος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Ερυθροδανώδη (Rubiales)
Οικογένεια: Ερυθροδανοειδή (Rubiaceae)
Γένος: Κιγχόνη (Cinchona)
L.
Είδη

Περίπου 38 είδη, δείτε κείμενο

Καλλιεργείται σε εδάφη πλούσια και καλά στραγγιζόμενα και σε μεγάλο υψόμετρο, που φθάνει και τα 2.000μ. Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα. Είναι γενικά ανθεκτικό σε βλαβερά φυτικά και ζωικά παράσιτα. Η παγκόσμια παραγωγή φλοιών κιγχόνης υπολογίζεται σε 10.000-20.000 τόνους το χρόνο, ενώ τη μεγαλύτερη παραγωγή έχει η Ιάβα.

Περιγραφή Επεξεργασία

Τα είδη της κιγχόνης είναι δέντρα ύψους συνήθως 15-20 μέτρων, με στρογγυλή ή πυραμιδοειδή κόμη και πλούσιο φύλλωμα. Έχουν μικρά άνθη, με ωραία οσμή, λευκά ή ρόδινα, που σχηματίζουν ταξιανθίες φόβες. Ο καρπός είναι κάψα και έχει πολλά μικρά σπέρματα.

Ο φλοιός του δέντρου φέρει εξωτερικά εγκάρσιες και κατά μήκος ρωγμές, ενώ η εσωτερική του επιφάνεια είναι ραβδωτή. Το χρώμα του κυμαίνεται από ερυθροκαστανό ως καστανοκίτρινο.Έχει ελαφρώς αρωματική οσμή και γεύση πικρή- στυφή.

Θεραπευτική χρήση Επεξεργασία

Οι φλοιοί της κιγχόνης χρησιμοποιούνται με τη μορφή διαφόρων σκευασμάτων (εκχυλίσματα, βάμματα, οίνος), ως αντιπυρετικά και ανθελονοσιακά, ως τονωτικά και ερεθιστικά της πέψης, κυρίως όμως για την απομόνωση των αλκαλοειδών κινίνης και κινιδίνης. Η κινίνη χρησιμοποιείται προληπτικά και θεραπευτικά κατά της ελονοσίας, ως αντιπυρετικό και ελαφρύ αναλγητικό σε μυαλγίες. Η κινιδίνη χορηγείται σε ταχυκαρδίες και αρρυθμίες της καρδιάς. Η παγκόσμια κατανάλωση κινίνης ανέρχεται σε 400-500 τόνους ετησίως.

Ιστορικά στοιχεία Επεξεργασία

Δεν είναι τυχαίο ότι η κιγχόνη είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αμερικής και ιδίως του Περού, της Κολομβίας και της Βολιβίας. Οι ιθαγενείς Ίνκας γνώριζαν τις αντιπυρετικές ιδιότητες του φλοιού της κιγχόνης πριν ακόμα ανακαλυφθεί η Αμερική. Η σημασία της κιγχόνης διαφαίνεται και από το γεγονός ότι υπάρχει στο εθνόσημο του Περού.

Στη συνέχεια η χρήση των φλοιών του φυτού αυτού μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τους Ισπανούς εξερευνητές. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα απομονώθηκαν δύο δραστικά συστατικά της κιγχόνης, η κινίνη και η κινιδίνη. Αυτό έγινε το 1820 από τους Γάλλους επιστήμονες Πελετιέ και Καβεντίρ.

Είδη Επεξεργασία

  • Κιγχόνη η ερυθρόχυμος (Cinchona succirubra). Ο φλοιός της διατίθεται στο εμπόριο ως ερυθρή κίνα. Περιέχει 5,8% αλκαλοειδή εκ των οποίων το 30-60% είναι κινίνη.
  • Κιγχόνη η καλισάγια (Cinchona calisaya). Από αυτήν παράγεται κίτρινη κίνα. Περιέχει 4-8% αλκαλοειδή εκ των οποίων το 50% είναι κινίνη.
  • Κιγχόνη η λεδγεριανή (Cinchona ledgeriana), η οποία παράγει επίσης κίτρινη κίνα και μοιάζει πολύ με το προηγούμενο είδος. Έχει περιεκτικότητα 15% σε αλκαλοειδή από τα οποία το 80-90% είναι κινίνη.
  • Κιγχόνη η φαρμακευτική (Cinchona officinalis), η οποία δίνει την γκρίζα κίνα. Περιέχει αλκαλοειδή κατά 5-8%, εκ των οποίων μόνο 2-7,5% είναι κινίνη. Χρησιμοποιείται στην ποτοποιία.
  • Κιγχόνη η χνοώδης (Cinchona pubescens)

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Φυτολογία, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία