Κουρεσάαρε

πόλη στο νησί Σααρέμαα της Εσθονίας

Συντεταγμένες: 58°15′N 22°29′E / 58.250°N 22.483°E / 58.250; 22.483

Το Κουρεσάαρε (Kuressaare, προφορά: [ˈkuresˑ'sɑːre]), γνωστό και ως Άρενσμπουργκ, είναι πόλη και δήμος στο νησί Σάαρεμαα, στην Εσθονία. Είναι έδρα της κομητείας Σάαρε και η δυτικότερη πόλη στην Εσθονία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 13.166 κατοίκους.[4] Η πόλη βρίσκεται στις όχθες του κόλπου της Ρίγας και εξυπηρετείται πέρα από λιμάνι και από αεροδρόμιο.

Κουρεσαάρε
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Κουρεσαάρε
58°15′12″N 22°29′10″E
ΧώραΕσθονία Εσθονία
Διοικητική υπαγωγήSaaremaa Rural Municipality[1]
Ίδρυση1154
ΠροστάτηςΙωάννης ο Ευαγγελιστής
Έκταση15,53 km²[2]
Πληθυσμός13.197 (1  Ιανουαρίου 2023)[3]
Ταχ. κωδ.93813
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ονομασία Επεξεργασία

Η ιστορική ονομασία Άρενσμπουργκ[5] (από τα Μέσα Υψηλά Γερμανικά και τη λέξη α(α)ρ, η οποία σημαίνει αετός, θυρευτής). Το κάστρο και ο αετός, σύμβολο του Άγιου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, απεικονίζονται και στο έμβλημα του Κουρεσσάρε. Η πόλη, η οποία αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό, ήταν ταυτόχρονα γνωστή ως Άρενσμπουργκ και Κουρεσααρελίν. Το δεύτερο όνομα είναι συνδυασμός του Κουρέσααρε, μια παλιά ονομασία για τη νήσο Σάαρεμαα και την κατάληξη λιν, η οποία σημαίνει πόλη.[6] Εν τέλη, το όνομα της πόλης μίκρυνε σε Κουρεσάαρε.[6] Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κυριαρχίας, η πόλη ονομάστηκε Κινγκισέπα, από τον Εσθονό μπολσεβίκο Βίκτορ Κίνγκισεπ, ο οποίος είχε γεννηθεί στην πόλη, και εκτελέστηκε το 1922. Το όνομα Κουρεσάαρε αποκαταστάθηκε το 1990.[6]

Ιστορία Επεξεργασία

Η νήσος Σααρεμάα κατακτήθηκε από το Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους υπό την αρχηγία του Φόλκβιν του Νάουμπουργκ το 1227. Το τάγμα συγχωνεύθηκε με το Τευτονικό Τάγμα λίγα χρόνια αργότερα.[7] Η πρώτη καταγραφή του κάστρου γίνεται σε κείμενα γραμμένα στα λατινικά το 1381 και το 1422. Με την πάροδο του χρόνου γύρω από το κάστρο αναπτύχθηκε και άκμασε μια πόλη, η οποία έγινε γνωστή ως Άρενσμπουργκ ή Κουρεσααρελίν.[6] Έγινε έδρα της επισκοπής Έσελ-Βικ το 1228, ως τμήμα της Terra Mariana.[8]

Ο Γιόχαν φον Μυνχάουζεν, επίσκοπος από το 1542, έγινε προτεστάντης. Με την προέλαση του στρατού του τσάρου Ιβάν Δ΄ κατά τη διάρκεια του Λιβονικού Πολέμου, πούλησε τα εδάφη του στον βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ της Δανίας το 1559 και επέστρεψε στη Γερμανία. Ο Φρειδερίκος έστειλε το νεαρότερο αδελφό του, πρίγκιπα Μάγκνους, στο Κουρεσάαρε, όπου εξελέγη επίσκοπος τον επόμενο χρόνο. Εκείνος έδωσε στην πόλη πολιτικό συμβούλιο, με πρότυπο εκείνο της Ρίγας το 1563.[5] Η επισκοπή εκκοσμικεύθηκε το 1572 και το Κουρεσάαρε ανήκε πλέον στο στέμμα της Δανίας.

Το 1645, πέρασε σε σουηδικό έλεγχο με τη συνθήκη του Μπρέμσεμπρο, μετά την ήττα των Δανών στον πόλεμο Τόρστενσον.[5] Η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας έδωσε στον αγαπημένο της Μάγκνους Γκάμπριελ ντε λα Γκαρντί τον τίτλο του κόμη του Άρενσμπουργκ, το όνομα με το οποίο ήταν γνωστή τότε η πόλη. Το Κουρεσάαρα πυρπολήθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα το 1710 κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βορείου Πολέμου και υπέφερε από την πανώλη.[9] Εγκαταλήφθηκε από τους Σουηδούς και ενσωματώθηκε στο κυβερνείο της Λιβονίας από τη Ρωσική Αυτοκρατορία με τη συνθήκη του Νίσταντ το 1721.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το Κουρεσάρε έγινε δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο στις ακτές της Βαλτικής. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1917, οι Γερμανοί προχώρησαν σε απόβαση στη Σααρεμάα με την επιχείρηση Αλβιών. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κοντά στη πόλη έλαβε χώρα η μάχη του Τεχουμάρντι.

Αξιοθέατα Επεξεργασία

Το μεσαιωνικό επισκοπικό κάστρο του Κουρεσάαρε σήμερα στεγάζει το μουσείο της Σααρεμάα. Το κάστρο κτίστηκε αρχικά από ξύλο ανάμεσα στο 1338 και το 1380, αν και ορισμένες πηγές ισχυρίζονται ότι το οχυρό κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1260.[10][11] Το δημαρχείο της πόλης κατασκευάστηκε αρχικά το 1654 και σήμερα έχει αποκατασταθεί, διατηρώντας τα κλασσικιστικά και μπαρόκ χαρακτηριστικά του. Τη δεκαετία του 1960 αποκαταστάθηκε η σκάλα από δολομίτη στην κύρια πρόσοψη. Η εκκλησία του αγίου Νικολάου κατασκευάστηκε το 1790.[9]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. www.riigiteataja.ee/akt/111112017001. Ανακτήθηκε στις 11  Μαρτίου 2020.
  2. 2,0 2,1 «Haldus- ja asustusjaotus». Εσθονικό κτηματολόγιο. Ανακτήθηκε στις 5  Απριλίου 2023.
  3. Statistical Database of Statistics Estonia. andmed.stat.ee/en/stat/rahvastik__rahvastikunaitajad-ja-koosseis__rahvaarv-ja-rahvastiku-koosseis/RV0240. Ανακτήθηκε στις 18  Ιουλίου 2023.
  4. «REL 2011: EESTI ELANIKKOND KOONDUB SUUREMATE LINNADE ÜMBER». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2016. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Bes, Lennart· Frankot, Edda· Brand, Hanno (2007). Baltic Connections: Denmark, Estonia, Finland, Germany. BRILL. σελ. 178. ISBN 978-90-04-16431-4. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Pospelov, p. 28
  7. Kjaergaard, Thorkild (1994). Castles around the Baltic Sea: the illustrated guide. Castle Museum. σελ. 64. ISBN 978-83-86206-03-2. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  8. Murray, Alan V. (2001). Crusade and conversion on the Baltic frontier, 1150–1500. Ashgate. σελ. 11. ISBN 978-0-7546-0325-2. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  9. 9,0 9,1 Taylor, Neil (17 Αυγούστου 2010). Bradt Estonia. Bradt Travel Guides. σελ. 255. ISBN 978-1-84162-320-7. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  10. O'Connor, Kevin (2006). Culture And Customs of the Baltic States. Greenwood Publishing Group. σελ. 207. ISBN 978-0-313-33125-1. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 
  11. Jarvis, Howard· Ochser, Tim (2 Μαΐου 2011). DK Eyewitness Travel Guide: Estonia, Latvia & Lithuania. Dorling Kindersley. σελ. 32. ISBN 978-1-4053-6063-0. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία