Ο Κούλεν της Σκωτίας (Cuilean, πέθανε το 971) βασιλιάς της Άλμπα (966 - 971) μέλος της οικογένειας του Εντ μακ Κένεθ του Οίκου των Αλπινιδών ήταν γιος του Ίντουλφ της Σκωτίας. Η εναλλαγή της εξουσίας ήταν συνεχής ανάμεσα στις δύο οικογένειες του Οίκου των Αλπινιδών: την οικογένεια του Εντ μακ Κένεθ και την οικογένεια του Κωνσταντίνου Α΄ της Σκωτίας. Αρχικά, ο Νταφ της Σκωτίας (από την οικογένεια του Κωνσταντίνου Α΄), μετά τον θάνατο του Ίντουλφ (962) κατέκτησε τον θρόνο. Κατόπι, ο γιος του Ίντουλφ, Κούλεν νίκησε και ανέτρεψε τον Νταφ (965), οπότε και δολοφονήθηκε τη διετία 966-967 ενόσο εξόριστος. Δεν είναι βέβαιο το αν ο θάνατος του εκτελέστηκε κατόπιν διαταγής του Κούλεν. Μετά τον θάνατο του Νταφ, ο Κούλεν έχρισε βασιλιάς την περίοδο 966-971. Ελάχιστα είναι γνωστά για την σύντομη βασιλεία του μέχρι τον θάνατό του (971).

Κούλεν της Σκωτίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Cuilén mac Iduilb (Σκωτικά Κελτικά)
Γέννηση954
Θάνατος971[1]
Abingdon-on-Thames
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςΣαιντ Άντριους
Χώρα πολιτογράφησηςΣκωτία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΤέκναΚωνσταντίνος Γ' της Σκωτίας[2]
Malcolm (?)[2]
ΓονείςΊντουλφ της Σκωτίας[2]
ΑδέλφιαΑμλάιμπ της Σκωτίας
ΟικογένειαΟίκος των Αλπινιδών
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμονάρχης της Σκωτίας (967–971)
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τον θάνατο του Κούλεν και του αδελφού του Ίοτσαϊντ από τους Κέλτες. Μερικές αναφέρουν ότι δολοφονήθηκε από τον Ρίντερχ απ Ντιφουάλ, του οποίου η κόρη του είχε απαχθεί από τον βασιλιά. Ο Ρίντερχ ήταν γιος του Ντιφουάλ απ Όουεν, βασιλιά του Στραθκλάιντ και είναι πολύ πιθανό να ήταν και ο ίδιος βασιλιάς του Στραθκλάιντ όταν πέθανε ο Κούλεν. Τον Κούλεν διαδέχθηκε ο Κένεθ Β΄ της Σκωτίας από την οικογένεια του Κωνσταντίνου Α΄, γνωστός από τις σκληρές επιδρομές του στην Κάμπρια. Ο Κένεθ Β΄ βρήκε σκληρή αντίσταση από τον αδελφό του Κούλεν Αμλάιμπ της Σκωτίας που ήταν συμβασιλέας και δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον Κένεθ (977). Τον Κένεθ Β΄ διαδέχθηκε ο γιος του Κούλεν Κωνσταντίνος Γ΄ της Σκωτίας, γιος του Κένεθ ήταν ο Μάλκολμ Β΄ της Σκωτίας.

Η οικογενειακή ιστορία του Κούλεν Επεξεργασία

Ο Κούλεν ήταν ένας από τους τρεις γιους του Ίντουλφ βασιλιά της Άλμπα, οι άλλοι δυο αδελφοί του ήταν ο Ίοτσαϊντ που πέθανε μαζί του το 971 και ο μετέπειτα βασιλιάς Αμλάιμπ.[3][4] Ο Ίντουλφ ήταν γιος του Κωνσταντίνου Β΄ της Σκωτίας ενός βασιλιά που είχε ισχυρούς δεσμούς με την σκανδιναβική δυναστεία του Δουβλίνου.[5] Όλοι οι απόγονοι του είχαν σκανδιναβικά ονόματα παράδειγμα το όνομα του Ίντουλφ ήταν κέλτικη προφορά του αγγλοσαξονικού ονόματος Ίντγουλφ.[6][7] Όπως προκύπτει από το όνομα του Ίντουλφ η μητέρα του ήταν μέλος μεγάλης σκανδιναβικής δυναστείας.[8] Το όνομα του Αμλάιμπ είναι διαφορετική μορφή του κέλτικου ονόματος Αμαλγκαίντ ή αναγραμματισμός του σκανδιναβικού ονόματος Όλαφ.[9]

Η μητέρα του πολύ πιθανό ήταν πριγκίπισσα των Ουί Αιμάρ, εγγονή του Αμλάιμπ Κουαράν ή του Αμλαίμπ μακ Γκοφρέντ.[10] Περισσότερες ενδείξεις για τη σκανδιναβική καταγωγή του Κούλεν υπάρχουν στα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα τον 12ο αιώνα, το όνομα του Κούλεν εμφανίζεται σε πολλές πηγές σαν Κούλενρινγκ.[11][12] Η επέκταση ρινγκ μεταφράζεται "δακτυλίδι", το συναντάμε στα ονόματα των παλιών Σκανδιναβών βασιλέων που είχαν τον τίτλο δακτυλοφόροι ή αυτοί που παίρνουν το δαχτυλίδι.[13][14][15]

Ο οίκος των Αλπινιδών Επεξεργασία

 
Επιγραφή με το όνομα του Κούλεν - Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων

Ο Κούλεν και ολόκληρη η οικογένειά του ήταν μέλη της δυναστείας των Αλπινιδών απόγονοι του γενάρχη Κένεθ Α΄ της Σκωτίας που πέθανε το 858.[16] Οι περισσότεροι βασιλείς της δυναστείας διαδέχθηκαν πρόσωπα που δεν είχαν άμεση συγγένεια μεταξύ τους.[17] Ο πατέρας του Ίντουλφ Κωνσταντίνος Β΄ της Σκωτίας από τον κλάδο του Εντ μακ Κένεθ διαδέχθηκε τον Ντόναλντ Β΄ της Σκωτίας από τον κλάδο του Κωνσταντίνου Α΄, βασίλευσε με μεγάλη επιτυχία 40 χρόνια και εξασφάλισε την διαδοχή στον γιο του Μάλκολμ Α΄ της Σκωτίας.[18] Ο Ίντουλφ διαδέχθηκε τον Μάλκολμ Α΄ και βασίλευσε μέχρι τον δικό του θάνατο (962).[19] Ο Ίντουλφ θανατώθηκε από τους Βίκινγκ που εκείνη την εποχή λεηλατούσαν το βασίλειο σύμφωνα με σκωτσέζικες και ιρλανδικές πηγές.[20] Το σκανδιναβικό βασίλειο της Γιορκ κατέρρευσε την δεκαετία του 950 και οι υποτελείς του βασιλείου του Δουβλίνου ανακουφίστηκαν από την μεγάλη πίεση, στο βασίλειο της Αγγλίας αντίθετα οι επιδρομές συνεχίστηκαν τις δεκαετίες του 980 και του 1100. Οι βασιλείς της Άλμπα βρέθηκαν σε ειρηνικό καθεστώς με τους επιδρομείς και αφοσιώθηκαν στις δικές τους εμφύλιες διαμάχες.[21]

Εμφύλιες διαμάχες για την διαδοχή Επεξεργασία

 
Χάρτης με τις τοποθεσίες που σχετίζονται με τον Κούλεν

Τον θάνατο του Ίντουλφ ακολούθησαν πολλές εσωτερικές διαφωνίες, τον διαδέχθηκε επίσημα ο γιος του Μάλκολμ Α΄ Νταφ αλλά οι βασιλικές λίστες καταγράφουν πολλούς βασιλείς τα πρώτα χρόνια.[22][23] Η Προφητεία του Μπερχάν τον 12ο αιώνα καταγράφει συμβασιλεία ανάμεσα στον Νταφ και στον Κούλεν, τονίζει ότι μετά τον θάνατο του Κούλεν κανένας βασιλιάς δεν μπορούσε να είναι τόσο ισχυρός όσο να εκτοπίσει τον άλλον.[24] Τα μέλη των δυο κλάδων με εκπροσώπους τον Ίντουλφ και τον Νταφ διατήρησαν την ειρήνη όσο ζούσε ο Ίντουλφ αλλά τα επόμενα χρόνια ξέσπασαν συγκρούσεις.[25][26]

Τα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα αναφέρουν ότι ο Νταφ συμβασίλευσε μαζί με τον Κούλεν.[27] Οι δυο άντρες πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου σε μάχη που έπεσαν ο Ντάνσαντ, ηγούμενος του Ντάνκελντ και ο Ντάμπντον σατράπης του Άθολ.[28] Η μάχη φαίνεται ότι έγινε στο Ντάνκαμπ στην ίδια θέση που έγινε τον 1ο αιώνα η μάχη στο όρος Γκρόπιους.[29] Η μάχη σύμφωνα με τα Χρονικά του Ούλστερ τον 16ο αιώνα έγινε το 965, σε μια αναφορά περιγράφεται η πτώση του Ντάνκελντ από τους άντρες της Άλμπα.[30] Τα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα περιγράφουν τον Νταφ σαν τον νικητή αλλά άλλες πηγές αντίθετα αναφέρουν ότι εξορίστηκε, τα Χρονικά του Ούλστερ καταγράφουν τον θάνατο του το 967.[31] Σύμφωνα με την "Χ" ομάδα των βασιλικών καταλόγων ο Νταφ σκοτώθηκε στη Φορ και έκρυψαν το σώμα του κάτω από μια γέφυρα στο Κίνλος κατά την διάρκεια ηλιακής έκλειψης.[32] Ο θάνατος του Νταφ καταγράφεται στα Αυθεντικά Χρονικά της Σκωτίας του 15ου αιώνα, τα χρονικά σχετίζουν τον θάνατο του βασιλιά με μια έκλειψη.[33][34] Άν οι πηγές είναι αξιόπιστες ο Νταφ πέθανε πριν την ηλιακή έκλειψη στις 20 Ιουλίου 966.[35]

Υπάρχουν πολλές υποψίες ότι οι επιγραφές στην Πέτρα του Σουένο στη Φορ σχετίζονται με τον θάνατο του Νταφ.[36] Σε ένα από τα σχήματα κομμένα κεφάλια και κορμιά εμφανίζονται γύρω από μια γέφυρα, ένα κεφάλι με ένα στέμμα αναγνωρίζεται σαν το κεφάλι του Νταφ.[37] Οι περιγραφές της πέτρας δεν παρουσιάζουν καμιά ηλιακή έκλειψη, η πληροφορία πιθανότατα προστέθηκε αργότερα για να ενισχύσει τον θρύλο, η ημερομηνία που εμφανίζεται στα Χρονικά του Ούλστερ πρέπει να είναι ακριβής.[38] Ο θάνατος του Νταφ έφερε την πτώση του και στην συνέχεια την άνοδο στον θρόνο του Κούλεν, είναι προφανές ότι σκοτώθηκε για λογαριασμό του διαδόχου του.[39][40] Ο Κούλεν δεν εμφανίζεται πουθενά σαν δολοφόνος του Νταφ αλλά η πορεία των γεγονότων δείχνει ότι είχε σχέση με τον φόνο.[41]

Βασιλεία Επεξεργασία

Ο Κούλεν ήταν αναμφισβήτητος μονάρχης την περίοδο 966-971 και η βασιλεία του ήταν ομαλή.[42][43] Ο θάνατος του (971) περιγράφεται από πολλές διαφορετικές πηγές, σύμφωνα με τα Χρονικά των Βασιλέων της Άλμπα ο Κούλεν και ο αδελφός του Ίοτσαϊντ πέθαναν σε μάχη εναντίον των Κελτών.[44] Τα Χρονικά του Ούλστερ αναφέρουν ότι έπεσε σε μάχη εναντίον των Κελτών, τα Σκωτσέζικα χρονικά καταγράφουν με τον ίδιο τρόπο τον θάνατο του ότι κάηκε σε ένα σπίτι.[45][46]

Τα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα τοποθετούν τον θάνατο του στην "Ιμπαντονία" μια θέση στο Άμπινγκτον στο νότιο Λαναρκσάιρ, η τοποθεσία εμφανίζεται επίσης στα Χρονικά της Μελρόουζ.[47][48] Οι ίδιες πηγές καταγράφουν τον θάνατο του στη "Λοίνας", πρόκειται για το Λόθιαν ή το Λένον περιοχές με πολλές μάχες ανάμεσα στους Σκωτσέζους και στους Κέλτες.[49][50][51] Η "Ιμπαντονία" συσχετίζεται με το Λόθιαν ή το Λένον.[52][53] Ο θάνατος του Κούλεν περιγράφεται διαφορετικά στην Προφητεία του Μπέρχαν, ο Κούλεν αναζητούσε μια ξένη γη και προσπάθησε να φορολογήσει σκληρά τους κατοίκους της Κάμπριας.[54] Τα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα κατονομάζουν τον δολοφόνο του Κούλεν ως Ρίντερχ απ Ντιφουάλ, ο άντρας σκότωσε τον βασιλιά για την τιμή της κόρης του.[55] Οι στίχοι του 13ου αιώνα και τα Χρονικά του Μελρόουζ καταγράφουν επίσης σαν δολοφόνο τον Ρίντερχ που είχε απαχθεί η κόρη του.[56][57][58]

Θάνατος Επεξεργασία

 
Επιγραφή με το όνομα του δολοφόνου του Κούλεν

Ο δολοφόνος του Κούλεν ήταν γιος του Ντιφουάλ απ Όουεν, βασιλιά του Στραθκλάιντ (πέθανε το 975).[59] Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο ίδιος ο Ρίντερχ έγινε βασιλιάς αλλά η ικανότατα του να ανατρέψει και να δολοφονήσει τον βασιλιά της Σκωτίας δείχνει ότι είχε τεράστια ισχύ και μεγάλες προσβάσεις στον στρατό.[60][61] Την εποχή του Κούλεν σύμφωνα με τις πηγές μια εγγονή του Ντιφουάλ σε ηλικία 20 ετών δέχτηκε επίσκεψη από τον βασιλιά της Άλμπα στην αυλή του βασιλιά του Στραθκλάιντ.[62] Η επίσκεψη έγινε με σκοπό να τιμηθεί ο βασιλιάς της Άλμπα σαν επικυρίαρχος του Στραθκλάιντ αλλά οι Σκωτσέζοι παραβίασαν πολύ τα όρια της φιλοξενίας και ο Ρίντερχ τους εκτέλεσε μέσα στην αίθουσα.[63] Οι δολοφονίες αυτής της μορφής ήταν συνηθισμένες και καταγράφονται στα ιρλανδικά και τα ισλανδικά χρονικά.[64] Το όνομα του δυτικού Λίντον στο Λόθιαν σχετίζεται με το Λίντουν Ρόντερικ τον 12ο αιώνα στο οποίο ένας άντρας ο Ρίντερχ οδήγησε στον θάνατο τον βασιλιά Κούλεν και τον αδελφό του Ίοτσαϊντ.[65] Άλλος ένας λόγος που ανησύχησε ο Κούλεν είναι οι κατασχέσεις του πατέρα του στο Εδιμβούργο όπως καταγράφονται στο Χρονικό των βασιλέων της Άλμπα. Ο Κούλεν είχε στην κατοχή του μόνο ένα μικρό μέρος του Λόθιαν, η δολοφονία έγινε την στιγμή που προσπαθούσε με προκλητικό τρόπο να υποδείξει την υπεροχή του.[66] Ο οργισμένος πατέρας βρήκε τον βασιλιά σε μια στιγμή αδυναμίας και εκμεταλλεύτηκε την υπεροχή του να τον σκοτώσει και να πάρει εκδίκηση για την κόρη του.[67]

Τα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα καταγράφουν τον Κένεθ Β΄ της Σκωτίας (πέθανε το 995) σαν επόμενο βασιλιά της Άλμπα.[68] Οι ιρλανδικές πηγές ωστόσο, τα Χρονικά του Τίγκερλαντ και τα Χρονικά του Ούλστερ αποκαλύπτουν ότι ο Αμλάιμπ της Σκωτίας είχε μέχρι τον θάνατό του όλη την εξουσία στα χέρια του.[69][70][71] Οι πηγές επιπλέον αναφέρουν τον Αμλάιμπ με τον τίτλο του βασιλιά και τον Κένεθ μονάχα με το πατρώνυμο του.[72] Ο Αμλάιμπ δεν ονομάζεται σε κανέναν βασιλικό κατάλογο και μάλλον βασίλευσε για λίγο χρόνο πριν το 977, υπάρχει επιπλέον η πιθανότητα ο Αμλάιμπ και ο Κένεθ να είχαν μοιράσει την εξουσία.[73][74] Το περίπλοκο σύστημα διαδοχής και οι εμφύλιες έριδες ανάμεσα στον Κούλεν και στον Νταφ συνεχίστηκαν και με τους αδελφούς τους.[75] Ο αδελφός του Κούλεν Ίοτσαϊντ σκοτώθηκε μαζί με τον βασιλιά κάτι που δείχνει την υψηλή θέση του στο βασίλειο, ο Αμλάιμπ που έγινε στην συνέχεια βασιλιάς είχε και αυτός σημαντικό ρόλο μέχρι τότε.[76] Μια από τις πρώτες ενέργειες του Κένεθ ήταν η επίθεση στο Στραθκλάιντ για να εκδικηθεί τον θάνατο του Κούλεν στο πλαίσιο της συντριβής της βρετανικής εισβολής στη Σκωτία.[77][78][79] Η εκστρατεία του Κένεθ κατέληξε σε ήττα η οποία σε συνδυασμό με τον φόνο του Κούλεν απέδειξε πόσο ισχυρό ήταν το βασίλειο του Στραθκλάιντ.[80][81]

Θρύλοι Επεξεργασία

 
Επιγραφές στην πέτρα της Σουένο

Ο Κούλεν τάφηκε στον Άγιο Ανδρέα, τον τόπο ταφής του πατέρα του.[82] Η Προφητεία του Μπέρχαν αναφέρει ότι τάφηκε πάνω από την άκρη του κύματος υποδεικνύοντας τον Άγιο Ανδρέα.[83] Σύμφωνα με μερικές πηγές τόπος ταφής του ήταν το νησί Αϊόνα.[84] Μετά δυο δεκαετίες σιωπής για την συγγένεια ο γιος του Κούλεν Κωνσταντίνος Γ΄ της Σκωτίας έγινε βασιλιάς μετά τη δολοφονία του Κένεθ (995).[85] Ο Κωνσταντίνος Γ΄ δεν είχε γιους, ο τελευταίος απόγονος του Εντ μακ Κένεθ ήταν ο ίδιος.[86][87] Υπήρχαν πιθανότητες ο Κούλεν να είχε άλλον έναν γιο τον Μάλκολμ που εμφανίζεται στο βιβλίο των ελαφιών να παραχωρεί δωρεές στο μοναστήρι των ελαφιών αλλά πολύ πιθανό να ήταν συνωνυμία.[88][89] Κανένα από τα ονόματα δεν συνδέεται με κάποιο πιθανό ιστορικό πρόσωπο και η ταύτιση είναι αδύνατη.

Τα ονόματα που ακολουθούν το κύριο αποκαλύπτουν την βασιλική ταυτότητα του προσώπου: ο Μάλκολμ μακ Κένεθ, ο Μάλκολμ του Μόρεϊ ή ο Μειλ Σεχτάϊ του Μόρεϊ.[90] Άν ο Μάλκολμ μακ Κούλεν ήταν πραγματικά γιος του Κούλεν φαίνεται ότι ο κλάδος του Εντ μακ Κένεθ δεν χάθηκε.[91] Η εναλλαγή στον θρόνο ανάμεσα στους δυο κλάδους της δυναστείας των Αλπινιδών εμφανίστηκε και στην Ιρλανδία ανάμεσα στους κλάδους του Ίγκάν Μακ Νιλ και του Τσολμάιν από τον κεντρικό βασιλικό κλάδο των Ουι Νέιγ που κυβέρνησε το βασίλειο της Τάρα από τον 8ο μέχρι τον 10ο αιώνα.[92] Η ικανότητα του κάθε κλάδου να κυριαρχήσει στον άλλο και να τον στερήσει από τις απαραίτητες προμήθειες για να διεκδικήσει τον θρόνο επέτρεψε την συνεχόμενη εναλλαγή της εξουσίας.[93] Οι ομοιότητες ανάμεσα στο ιρλανδικό και το σκωτσέζικο σύστημα διαδοχής δείχνει ότι τα κέντρα εξουσίας της δυναστείας των Αλπινιδών ήταν ξεχωριστά.[94] Στις αρχές του 11ου αιώνα με την πτώση του κλάδου του Εντ μακ Κένεθ ο κλάδος του Κωνσταντίνου Α΄ αντιμετώπισε την πρόκληση από τον οίκο του Μόρεϊ.[95] Αυτό αποδεικνύει ότι ο κλάδος του Εντ μακ Κένεθ έχει την έδρα του στον βορά της Σκωτίας στο Μάουθ αντίθετα ο κλάδος του Κωνσταντίνου Α΄ είχε την έδρα του στον νότο.[96] Η εχθρότητα που αντιμετώπισε αργότερα ο κλάδος του Κωνσταντίνου Α΄ στον βορρά καταγράφεται στα Χρονικά των βασιλέων της Άλμπα από την επίθεση του Μάλκολμ μακ Ντόναλντ του Μόρεϊ.[97] Ο Μάλκολμ Α΄ της Σκωτίας και ο γιος του Νταφ σκοτώθηκαν στο Μόρεϊ από τους ευγενείς της περιοχής αντίθετα δεν υπάρχουν καταγραφές για εχθρότητα ανάμεσα στον κλάδο του Εντ μακ Κένεθ με τους άντρες του Μόρεϊ.[98][99] Ο θάνατος του Νταφ στην Φορ δείχνει ότι ο κλάδος του Κωνσταντίνου Α΄ είχε εχθρότητες στον βορρά.[100] Η Προφητεία του Μπερχάν καταγράφει ότι ο Κωνσταντίνος Β΄ της Σκωτίας αποσύρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα μια τοποθεσία που οι απόγονοι του Ίντουλφ και Κούλεν είχαν ταφεί.[101][102] Ο θάνατος του Κούλεν σε πόλεμο εναντίον της Κάμπριας στον νότο αποκαλύπτει ότι ο κλάδος του Εντ μακ Κένεθ είχε εχθρότητες νότια του Μάουθ.[103] Στην ίδια θέση έπεσαν ο ηγούμενος του Ντάνκελντ και ο σατράπης του Άθολ υποστηρίζοντας τον Κούλεν εναντίον του Νταφ.[104]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. p10290.htm#i102897.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  3. Busse (2006b); Broun (2004b); Broun (2004d); Hudson, BT (1994) pp. 91, 164, 169; Williams; Smyth; Kirby (1991) pp. 91–92.
  4. Broun (2004b); Broun (2004d); Hudson, BT (1994) pp. 91, 164, 169.
  5. Broun (2004a); Broun (2004d); Driscoll (1998) p. 113.
  6. Broun (2004d); Woolf (2001); Driscoll (1998) p. 113.
  7. Clarkson (2014) ch. 6; Walker (2013) ch. 4; Woolf (2007) p. 192; Dumville (2000) p. 81; Hudson, BT (1998b) p. 159 n. 56; Hudson, BT (1994) p. 89.
  8. Broun (2015e); Downham (2007) p. 155.
  9. Hudson, BT (1994) p. 94.
  10. Woolf (2007) p. 206.
  11. Woolf (2007) pp. 199, 203; Duncan (2002) pp. 20–21; Hudson, BT (1998a) p. 66; Hudson, BT (1998b) p. 151; Skene (1867) p. 10.
  12. The n in Culenri[n]g is expanded from a scribal abbreviation. Woolf (2007) p. 203.
  13. Woolf (2007) p. 203; Busse (2006b); Duncan (2002) p. 20; Driscoll (1998) p. 113 n. 55; Hudson, BT (1998a) p. 66; Hudson, BT (1998b) p. 151 n. 34.
  14. Broun (2015c).
  15. Woolf (2007) p. 203; Duncan (2002) pp. 20–21; Hudson, BT (1998a) p. 66; Hudson, BT (1998b) pp. 141, 151 n. 34.
  16. Lynch (2001); Woolf (2000) p. 146 tab. 1; Hudson, BT (1994) p. 169.
  17. Broun (2001).
  18. Clancy (2006a); Broun (2001); Woolf (2001); Woolf (2000) p. 152.
  19. Broun (2015e); Walker (2013) ch. 4; Broun (2004d); Duncan (2002) p. 20; Broun (2001).
  20. Duncan (2002) p. 20; Dumville (2000) p. 81.
  21. Duncan (2002) p. 20.
  22. Walker (2013) ch. 4; Woolf (2009) p. 258; Broun (2004c); Broun (2004d).
  23. Hudson, BT (1994) pp. 91, 174 n. 10; Skene (1872) pp. 160–161; Skene (1871) pp. 168–169.
  24. Walker (2013) ch. 4; Hudson, BT (1996) pp. 49 § 164, 88 § 164; Hudson, BT (1994) pp. 91–92; Anderson (1930) p. 47 § 162; Anderson (1922) p. 474; Skene (1867) p. 95.
  25. Broun (2004c).
  26. Broun (2015d); Broun (2004c); Hudson, BT (1994) pp. 91–92.
  27. Woolf (2000) p. 157.
  28. Walker (2013) chs. 2, 4; Clarkson (2012) ch. 10; Charles-Edwards (2008) p. 183; Woolf (2007) pp. 199, 201–202; Duncan (2002) p. 20; Dumville (2000) p. 77; Woolf (2000) pp. 260–261; Hudson, BT (1998b) pp. 145, 151, 159; Hudson, BT (1994) p. 92; Anderson (1922) pp. 472–473; Skene (1867) p. 10.
  29. Clarkson (2012) ch. 1; Woolf (2007) p. 202; Hudson, BT (1994) p. 92.
  30. Walker (2013) ch. 4; The Annals of Ulster (2012) § 965.4; The Annals of Ulster (2008) § 965.4; Woolf (2007) p. 202; Dumville (2000) p. 77; Hudson, BT (1994) p. 92; Anderson (1922) p. 471.
  31. McGuigan (2015) p. 275; Walker (2013) ch. 4; The Annals of Ulster (2012) § 967.1; Walker (2013) ch. 4; The Annals of Ulster (2008) § 967.1; Woolf (2007) pp. 196, 200, 202; Duncan (2002) p. 21; Hudson, BT (1994) p. 92; Anderson (1922) p. 472.
  32. Duncan (2002) p. 21.
  33. Hudson, BT (1998b) pp. 159–160 n. 64; Amours (1906) pp. 192–195; Laing (1872) pp. 92–93.
  34. Hudson, BT (1998b) pp. 159–160 n. 64; Hudson, BT (1994) p. 92; Skene (1872) pp. 160–161; Skene (1871) pp. 168–169.
  35. Duncan (2002) p. 21; Hudson, BT (1994) p. 92; Anderson (1922) p. 473 n. 3.
  36. Hudson, B (2014) pp. 177–178; Walker (2013) ch. 4; Clarkson (2012) ch. 9; Broun (2004c); Foster (2004) p. 111; Sellar (1993) pp. 112–114; Duncan (1984) p. 140.
  37. Foster (2004) p. 111; Duncan (2002) p. 21; Sellar (1993) pp. 112–113; Duncan (1984) p. 140.
  38. Duncan (2002) p. 21.
  39. Walker (2013) ch. 4; Woolf (2007) p. 200.
  40. Woolf (2009) p. 258; Koch (2006); Duncan (2002) p. 21; Bannerman (1998) p. 21.
  41. Broun (2015d); Hudson, BT (1994) p. 92.
  42. Walker (2013) ch. 4; Monarchs of Scotland (842–1707) (2011); Busse (2006b); Hudson, BT (1994) p. 163 tab. 1; Williams; Smyth; Kirby (1991) pp. 91–92.
  43. Walker (2013) ch. 4.
  44. Clarkson (2010) ch. 9; Woolf (2007) pp. 199, 204; Davidson (2002) p. 147, 147 n. 165; Hudson, BT (1998b) pp. 151, 160; Hudson, BT (1996) p. 88 n. 100; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1922) p. 475; Skene (1867) p. 10.
  45. McGuigan (2015) p. 275; Clarkson (2014) ch. 7, 7 n. 5; Charles-Edwards (2013) p. 544 n. 42; Walker (2013) ch. 4 ¶ 24; The Annals of Ulster (2012) § 971.1; Clarkson (2010) ch. 9; The Annals of Ulster (2008) § 971.1; Woolf (2007) pp. 196, 204; Davidson (2002) p. 147, 147 n. 165; Hudson, BT (1996) p. 213; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1922) p. 475.
  46. Chronicon Scotorum (2012) § 971; Chronicon Scotorum (2010) § 971; Woolf (2009) p. 258; Woolf (2007) p. 204; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1922) p. 475.
  47. McGuigan (2015) p. 148, 148 n. 488; Clarkson (2014) ch. 7; Clarkson (2010) ch. 9; Hicks (2003) p. 40; Macquarrie (1998) p. 16, 16 n. 3; Barrow (1973) p. 152; Anderson (1922) p. 476; Skene (1867) p. 151.
  48. Clarkson (2014) ch. 7; Clarkson (2010) ch. 9; Hicks (2003) p. 40; Macquarrie (1998) p. 16 n. 3; Hudson, BT (1996) p. 213; Anderson (1922) p. 476 n. 2.
  49. Clarkson (2014) ch. 7; Hicks (2003) pp. 40–41; Anderson (1922) p. 476, 476 n. 4; Stevenson (1835) p. 226.
  50. Clarkson (2014) ch. 7; Clarkson (2010) ch. 9; Hicks (2003) pp. 40–41.
  51. Clarkson (2010) ch. 9.
  52. McGuigan (2015) p. 148 n. 488; Clarkson (2014) ch. 7; Macquarrie (1998) p. 16 n. 3; Barrow (1973) p. 152, 152 n. 33.
  53. Hicks (2003) p. 40.
  54. Hudson, BT (1998b) p. 160 n. 71; Macquarrie (1998) p. 16; Hudson, BT (1996) pp. 49 § 168, 88 § 168, 213–214; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1930) p. 48 § 166; Anderson (1922) p. 477; Skene (1867) pp. 95–96.
  55. Clarkson (2010) ch. 9; Macquarrie (1998) p. 16; Anderson (1922) p. 476, 476 n. 1; Skene (1867) p. 151.
  56. Broun (2005) pp. 87–88 n. 37; Skene (1867) p. 179.
  57. Clarkson (2010) ch. 9; Woolf (2007) p. 204; Macquarrie (2004); Anderson (1922) p. 476; Stevenson (1835) p. 226.
  58. Hudson, BT (1994) pp. 93, 174 n. 10; Skene (1872) pp. 161–162; Skene (1871) pp. 169–170.
  59. Broun (2015c); Clarkson (2014) ch. 7; Walker (2013) ch. 4; Clarkson (2012) ch. 9; Oram (2011) chs. 2, 5; Clarkson (2010) ch. 9; Busse (2006c); Broun (2004f) p. 135; Macquarrie (2004); Macquarrie (1998) pp. 6, 16; Williams; Smyth; Kirby (1991) pp. 92, 104.
  60. Macquarrie (2004); Thornton (2001) p. 67 n. 66.
  61. Macquarrie (2004).
  62. Clarkson (2010) ch. 9.
  63. Woolf (2009) p. 258; Woolf (2007) p. 205; Hudson, BT (1996) pp. 213–214.
  64. Woolf (2007) p. 205.
  65. Woolf (2007) p. 205 n. 40.
  66. Walker (2013) ch. 4; Hudson, BT (1998b) pp. 151, 159; Anderson (1922) p. 468; Skene (1867) p. 10.
  67. Walker (2013) ch. 4.
  68. Walker (2013) ch. 4; Woolf (2009) p. 258; Woolf (2007) p. 205; Hudson, BT (1998b) pp. 151, 161; Anderson (1922) pp. 512–513; Skene (1867) p. 10.
  69. Book of Leinster (2015) § Genelach rig Alban; Duncan (2002) p. 21; Hudson, BT (1994) p. 94.
  70. The Annals of Tigernach (2010) § 977.4; Annals of Tigernach (2005) § 977.4; Duncan (2002) p. 21; Anderson (1922) p. 484.
  71. Walker (2013) ch. 4; The Annals of Ulster (2012) § 977.4; Dumville (2000) p. 77; Woolf (2009) p. 258; The Annals of Ulster (2008) § 977.4; Woolf (2007) pp. 196, 205; Duncan (2002) p. 21; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1922) pp. 484–485 n. 3, 485 n. 4.
  72. Walker (2013) ch. 4; Duncan (2002) p. 21.
  73. Duncan (2002) p. 22.
  74. Clarkson (2014) ch. 7.
  75. Walker (2013) ch. 4; Hudson, BT (1994) p. 93.
  76. Woolf (2007) pp. 205–206.
  77. Clarkson (2014) ch. 7; Walker (2013) ch. 4 ¶ 25; Woolf (2009) p. 259; Busse (2006a); Clarkson (2010) ch. 9; Broun (2004e).
  78. Walker (2013) ch. 4 ¶ 25; Woolf (2009) p. 259.
  79. Walker (2013) ch. 4 ¶ 25.
  80. Clarkson (2010) ch. 9; Broun (2004e)
  81. McGuigan (2015) p. 140; Clarkson (2012) ch. 9; Clarkson (2010) ch. 9.
  82. Hudson, BT (1994) p. 91.
  83. Hudson, BT (1996) pp. 49 § 168, 88 § 168, 88 n. 100; Hudson, BT (1994) p. 93; Anderson (1930) p. 48 § 166; Anderson (1922) p. 477; Skene (1867) p. 95.
  84. Broun (2004b); Skene (1872) pp. 161–162; Skene (1871) pp. 169–170.
  85. Broun (2015b); Oram (2011) ch. 5; Woolf (2009) p. 260; Busse (2006a); Broun (2004b); Hudson, BT (1994) pp. 104–105.
  86. Woolf (2009) p. 260.
  87. Broun (2015b); Broun (2015g); McGuigan (2015) pp. 160, 274; Clancy (2006b); Broun (2004b); Hudson, BT (1994) pp. 104–105.
  88. Broun (2015h) p. 50 n. 193; Jackson (2008) pp. 33–34, 42–43, 49–50; Woolf (2007) p. 345; Ross, AD (2003) p. 143; Woolf (2000) p. 158.
  89. Jackson (2008) p. 43; Woolf (2000) p. 158.
  90. Jackson (1972) pp. 33–34, 42, 48–49; Woolf (2000) p. 158
  91. Woolf (2000) p. 158; Ross, AD (2003) p. 143.
  92. McGuigan (2015) p. 274; Woolf (2009) p. 258; Broun (2001); Woolf (2007) pp. 223–224; Woolf (2000) pp. 152–154.
  93. McGuigan (2015) p. 274; Woolf (2007) pp. 223–224; Woolf (2000) pp. 153–154.
  94. Woolf (2007) p. 224; Ross, AD (2003) pp. 140–141; Woolf (2000) p. 154.
  95. McGuigan (2015) pp. 274–275; Woolf (2007) p. 224; Ross, AD (2003) pp. 140–141; Woolf (2000) pp. 154–157.
  96. Taylor (2016) p. 8; McGuigan (2015) pp. 274–275; Ross, A (2008); Woolf (2007) p. 224; Woolf (2000) pp. 154–157.
  97. Woolf (2000) p. 157; Hudson, BT (1994) pp. 150–158; Anderson (1922) p. 452; Skene (1867) p. 10.
  98. Ross, AD (2003) p. 143; Woolf (2000) p. 157; Skene (1872) pp. 159–161; Skene (1871) pp. 167–169.
  99. Charles-Edwards (2008) p. 183; Woolf (2000) p. 157.
  100. McGuigan (2015) pp. 256, 275–276.
  101. McGuigan (2015) pp. 256, 275–276; Charles-Edwards (2008) p. 183; Hudson, BT (1996) pp. 47 § 47, 87 § 156, 87 n. 95; Anderson (1930) p. 45 § 154; Anderson (1922) p. 448; Skene (1867) pp. 92–93.
  102. Charles-Edwards (2008) p. 183; Hudson, BT (1996) p. 88, 88 n. 98, 88 n. 100; Anderson (1922) pp. 471, 477; Skene (1867) pp. 94–95.
  103. McGuigan (2015) pp. 256, 275–276.
  104. Charles-Edwards (2008) p. 183; Hudson, BT (1998b) pp. 151, 159; Anderson (1922) pp. 472–473; Skene (1867) p. 10.

Πηγές Επεξεργασία

  • Amours, FJ, ed. (1906). The Original Chronicle of Andrew of Wyntoun. Vol. 4. Edinburgh: William Blackwood and Sons – via Internet Archive.
  • Anderson, AO, ed. (1922). Early Sources of Scottish History, A.D. 500 to 1286. Vol. 1. London: Oliver and Boyd – via Internet Archive.
  • Anderson, AO (1930). "The Prophecy of Berchan". Zeitschrift für celtische Philologie. 18: 1–56.
  • "Annals of Tigernach". Corpus of Electronic Texts (13 April 2005 ed.). University College Cork. 2005. Retrieved 19 June 2016.
  • "Bodleian Library MS. Rawl. B. 488". Early Manuscripts at Oxford University. Oxford Digital Library. n.d. Retrieved 21 June 2016.
  • "Bodleian Library MS. Rawl. B. 489". Early Manuscripts at Oxford University. Oxford Digital Library. n.d. Retrieved 21 June 2016.
  • "Book of Leinster, Formerly Lebar na Núachongbála". Corpus of Electronic Texts (8 May 2015 ed.). University College Cork. 2015. Retrieved 19 June 2016.
  • "Chronicon Scotorum". Corpus of Electronic Texts (24 March 2010 ed.). University College Cork. 2010. Retrieved 15 June 2016.
  • "Chronicon Scotorum". Corpus of Electronic Texts (14 May 2012 ed.). University College Cork. 2012. Retrieved 15 June 2016.
  • "Cotton MS Faustina B IX". British Library. n.d. Retrieved 24 June 2016.
  • Hudson, BT (1996). Prophecy of Berchán: Irish and Scottish High-Kings of the Early Middle Ages. Contributions to the Study of World History (series vol. 54). Westport, CT: Greenwood Press.
  • Hudson, BT (1998b). "'The Scottish Chronicle'". Scottish Historical Review. 77 (2): 129–161.
  • Jackson, K, ed. (2008) [1972]. The Osborn Bergin Memorial Lecture, 1970: The Gaelic Notes in the Book of Deer. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Laing, D, ed. (1872). Andrew of Wyntoun's Orygynale Cronykil of Scotland. The Historians of Scotland (series vol. 3). Vol. 2. Edinburgh: Edmonston and Douglas – via Internet Archive.
  • Lat. 4126. n.d. – via Gallica.
  • "The Annals of Tigernach". Corpus of Electronic Texts (2 November 2010 ed.). University College Cork. 2010. Retrieved 19 June 2016.
  • "The Annals of Ulster". Corpus of Electronic Texts (29 August 2008 ed.). University College Cork. 2008. Retrieved 14 June 2016.
  • "The Annals of Ulster". Corpus of Electronic Texts (15 August 2012 ed.). University College Cork. 2012. Retrieved 14 June 2016.
  • Skene, WF, ed. (1867). Chronicles of the Picts, Chronicles of the Scots, and Other Early Memorials of Scottish History. Edinburgh: H.M. General Register House – via Internet Archive.
  • Skene, WF, ed. (1871). Johannis de Fordun Chronica Gentis Scotorum. Edinburgh: Edmonston and Douglas – via Internet Archive.
  • Skene, WF, ed. (1872). John of Fordun's Chronicle of the Scottish Nation. Edinburgh: Edmonston and Douglas – via Internet Archive.
  • Stevenson, J, ed. (1835). Chronica de Mailros. Edinburgh: The Bannatyne Club – via Internet Archive.
  • Bannerman, J (1998) [1993]. "MacDuff of Fife". In Grant, A; Stringer, KJ. Medieval Scotland: Crown, Lordship and Community. Edinburgh: Edinburgh University Press. pp. 20–38.
  • Barrow, GWS (1973). The Kingdom of the Scots: Government, Church and Society From the Eleventh to the Fourteenth Century. New York: St. Martin's Press.
  • Broun, D (1999). The Irish Identity of the Kingdom of the Scots in the Twelfth and Thirteenth Centuries. Studies in Celtic History (series vol. 18). Woodbridge: The Boydell Press.
  • Broun, D (2001). "Kingship: 2. 900–1100". In Lynch, M. The Oxford Companion to Scottish History. Oxford Companions. Oxford: Oxford University Press. pp. 360–361.
  • Broun, D (2004a). "Constantine II (d. 952)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • Broun, D (2004b). "Culen (d. 971)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • Broun, D (2004c). "Dubh (d. 966)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • Broun, D (2004d). "Indulf (bap. 927?, d. 962)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • Broun, D (2004e). "Kenneth II (d. 995)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press. doi:10.1093/ref:odnb/15399. Retrieved 3 December 2015.
  • Broun, D (2004f). "The Welsh Identity of the Kingdom of Strathclyde c.900–c.1200". The Innes Review. 55 (2): 111–180.
  • Broun, D (2005). "Contemporary Perspectives on Alexander II's Succession: The Evidence of King-lists". In Oram, RD. The Reign of Alexander II, 1214–49. The Northern World: North Europe and the Baltic c. 400–1700 AD. Peoples, Economics and Cultures (series vol. 16). Leiden: Brill. pp. 79–98.
  • Broun, D (2007). Scottish Independence and the Idea of Britain: From the Picts to Alexander III. Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Broun, D (2015a). "Britain and the Beginning of Scotland". Journal of the British Academy. 3: 107–137.
  • Broun, D (2015b) [1997]. "Constantine III". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015c) [1997]. "Cuilén". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015d) [1997]. "Dub". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015e) [1997]. "Indulf". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015f) [1997]. "Kenneth II". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015g) [1997]. "Kenneth III". In Crowcroft, R; Cannon, J. The Oxford Companion to British History (2nd ed.). Oxford University Press.
  • Broun, D (2015h). "Statehood and Lordship in 'Scotland' Before the Mid-Twelfth Century". The Innes Review. 66 (1): 1–71.
  • Busse, PE (2006a). "Cinaed mac Mael Choluim". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. p. 439.
  • Busse, PE (2006b). "Cuilén Ring mac Illuilb". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. p. 509.
  • Busse, PE (2006c). "Dyfnwal ab Owain/Domnall mac Eogain". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. p. 639.
  • Charles-Edwards, T, ed. (2006). The Chronicle of Ireland. Translated Texts for Historians (series vol. 44). Liverpool: Liverpool University Press.
  • Charles-Edwards, TM (2008). "Picts and Scots". The Innes Review. 59 (2): 168–188.
  • Charles-Edwards, TM (2013). Wales and the Britons, 350–1064. The History of Wales (series vol. 1). Oxford: Oxford University Press.
  • Clancy, TO (2006a). "Cusantín mac Aeda (Constantine II)". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. pp. 522–523.
  • Clancy, TO (2006b). "Cusantín mac Cuilén (Constantine III)". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. pp. 523–524.
  • Clarkson, T (2010). The Men of the North: The Britons and Southern Scotland (EPUB). Edinburgh: John Donald.
  • Clarkson, T (2012) [2011]. The Makers of Scotland: Picts, Romans, Gaels and Vikings (EPUB). Edinburgh: Birlinn Limited.
  • Clarkson, T (2014). Strathclyde and the Anglo-Saxons in the Viking Age (EPUB). Edinburgh: John Donald.
  • "Culenus, King of Scotland (978–82)". Royal Collection Trust. n.d. Retrieved 13 July 2017.
  • Davidson, MR (2002). Submission and Imperium in the Early Medieval Insular World (PhD thesis). University of Edinburgh – via Edinburgh Research Archive.
  • Downham, C (2007). Viking Kings of Britain and Ireland: The Dynasty of Ívarr to A.D. 1014. Edinburgh: Dunedin Academic Press.
  • Driscoll, ST (1998). "Church Archaeology in Glasgow and the Kingdom of Strathclyde". The Innes Review. 49 (2): 95–114.
  • Dumville, D (2000). "The Chronicle of the Kings of Alba". In Taylor, S. Kings, Clerics and Chronicles in Scotland, 500–1297: Essays in Honour of Marjorie Ogilvie Anderson on the Occasion of Her Ninetieth Birthday. Dublin: Four Courts Press. pp. 73–86.
  • Duncan, AAM (1984). "The Kingdom of the Scots". In Smith, LM. The Making of Britain: The Dark Ages. Houndmills, Basingstoke: Macmillan Publishers. pp. 131–144.
  • Duncan, AAM (2002). The Kingship of the Scots, 842–1292: Succession and Independence. Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Foster, SM (2004). Picts, Gaels and Scots: Early Historic Scotland. London: BT Batsford.
  • Hicks, DA (2003). Language, History and Onomastics in Medieval Cumbria: An Analysis of the Generative Usage of the Cumbric Habitative Generics cair and tref (PhD thesis). University of Edinburgh – via Edinburgh Research Archive.
  • Hudson, B (2014). The Picts. The Peoples of Europe. Chichester: John Wiley & Sons.
  • Hudson, BT (1994). Kings of Celtic Scotland. Westport, CT: Greenwood Press.
  • Hudson, BT (1998a). "The Language of the Scottish Chronicle and its European Context". Scottish Gaelic Studies. 18: 57–73 – via Google Books.
  • Koch, JT (2006). "Dub mac Mael Choluim". In Koch, JT. Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Vol. 2. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. p. 618.
  • Lynch, M, ed. (2001). "Genealogies". The Oxford Companion to Scottish History. Oxford Companions. Oxford: Oxford University Press. pp. 677–683.
  • Macquarrie, A (1998) [1993]. "The Kings of Strathclyde, c. 400–1018". In Grant, A; Stringer, KJ. Medieval Scotland: Crown, Lordship and Community. Edinburgh: Edinburgh University Press. pp. 1–19.
  • Macquarrie, A (2004). "Donald (d. 975)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • McGuigan, N (2015). Neither Scotland nor England: Middle Britain, c.850–1150 (PhD thesis). University of St Andrews – via Research@StAndrews:FullText.
  • "Monarchs of Scotland (842–1707)". Oxford Dictionary of National Biography (January 2011 ed.). Oxford University Press. 2011.
  • Oram, RD (2011) [2001]. The Kings & Queens of Scotland. Brimscombe Port: The History Press. ISBN 978-0-7524-7099-3 – via Google Books.
  • Ross, A (2008). "The Making of Alba: Something Old, Something Borrowed, and Something New". H-Net Reviews. Retrieved 27 June 2016.
  • Ross, AD (2003). The Province of Moray, c. 1000–1230 (PhD thesis). Vol. 1. University of Aberdeen.
  • Sellar, D (1993). "Sueno's Stone and its Interpreters" (PDF). In Sellar, WDH. Moray: Province and People. Edinburgh: The Scottish Society for Northern Studies. pp. 96–116.
  • Taylor, A (2016). "Introduction". The Shape of the State in Medieval Scotland, 1124–1290. Oxford: Oxford University Press.
  • Thornton, DE (2001). "Edgar and the Eight Kings, AD 973: Textus et Dramatis Personae". Early Medieval Europe. 10 (1): 49–79. d
  • Walker, IW (2013) [2006]. Lords of Alba: The Making of Scotland (EPUB). Brimscombe Port: The History Press.
  • Williams, DGE (1997). Land Assessment and Military Organisation in the Norse Settlements in Scotland, c.900–1266 AD (PhD thesis). University of St Andrews – via Research@StAndrews:FullText.
  • Williams, A; Smyth, AP; Kirby, DP (1991). A Biographical Dictionary of Dark Age Britain: England, Scotland and Wales, c.500–c.1050. London: Seaby.
  • Woolf, A (2000). "The 'Moray Question' and the Kingship of Alba in the Tenth and Eleventh Centuries". Scottish Historical Review. 79 (2): 145–164.
  • Woolf, A (2001). "Constantine II". In Lynch, M. The Oxford Companion to Scottish History. Oxford Companions. Oxford: Oxford University Press. p. 106.
  • Woolf, A (2007). From Pictland to Alba, 789–1070. The New Edinburgh History of Scotland (series vol. 2). Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Woolf, A (2009). "Scotland". In Stafford, P. A Companion to the Early Middle Ages: Britain and Ireland, c.500–c.1100. Blackwell Companions to British History. Chichester: Blackwell Publishing. pp. 251–267.
Κούλεν της Σκωτίας
 Θάνατος: 971
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ντάφ της Σκωτίας
Βασιλιάς της Σκωτίας
 

966 - 971
Διάδοχος
Αμλάιμπ της Σκωτίας