Η Κρήτη διαθέτει ιδιαίτερη μουσική παράδοση, από την οποία ξεχωρίζουν αναμφίβολα τα ριζίτικα, τραγούδια από τις «ρίζες» (=τις υπώρειες) των Λευκών Ορέων, που χωρίζονται σε ριζίτικα της τάβλας και ριζίτικα της στράτας. Τα πρώτα εκτελούνται χωρίς όργανα από δύο αντιφωνικές ομάδες ανδρών τραγουδιστών, ενώ τα δεύτερα τραγουδιούνται καθ' οδόν με τη συνοδεία οργάνων.

Ιστορία Επεξεργασία

Αρχαϊκά Χρόνια Επεξεργασία

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου σώζεται αυλός με δακτυλίους που μετακινούμενοι καλύπτουν τις οπές για να αποδοθούν οι νότες. Από αποσπάσματα αρχαίου δράματος μαθαίνουμε ότι "ο Μίνως διέταξε να ταφούν μαζί με τον γιό του Γλαύκο και οι αυλοί του, που αυτός τους αγαπούσε όσο ζούσε". Αλλού εικονίζονται αυλοί, δύαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες.

Σύγχρονη εποχή Επεξεργασία

Οι μελετητές της σύγχρονης Κρητικής μουσικής έχουν διαπιστώσει τις επιδράσεις από πολύ παλιές παραδόσεις, ακόμη και από τη βυζαντινή μουσική. Επιπλέον, η Κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση άλλων περιοχών της Ελλάδας, εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να εμπλουτίζεται. Αυτό οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο στίχος, είτε πρόκειται για μεγάλη ρίμα, είτε για σύντομη δίστιχη μαντινάδα, ο οποίος εξακολουθεί να εξελίσσεται και μέσω αυτοσχεδιασμού, που άλλωστε θεωρείται βασικό προσόν ενός καλού λυράρη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι έχουν καταγραφεί και κρητικά τραγούδια που αναφέρονται σε πολύ πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, όπως τη Μάχη της Κρήτης, τη δικτατορία, ή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κρητικής μουσικής, αφού ποτέ ο οργανοπαίκτης κατά τη διάρκεια του χορού (του συρτού, του χανιώτη, του πεντοζάλη, της σούστας, κ.ά.) δεν περιορίζεται στην τυπική αναπαραγωγή της βασικής μελωδίας, αλλά, ανάλογα και με την ψυχική του διάθεση, αυτοσχεδιάζει με βάση τις διάφορες μελωδίες.

Οι πρώτοι επώνυμοι λαϊκοί μουσικοί που γνωρίζουμε σήμερα είναι ο Θοδωρομανώλης (λυράρης από το Σέλινο, Χανίων) και ο Στέφανος Τριανταφυλλάκης ή Κιόρος (βιολάτορας από τις Λουσακιές, Κισάμου), οι οποίοι έζησαν τον 18ο αιώνα έως τις αρχες του 19ου. Ο Κιόρος σύμφωνα με την προφορική παράδοση, συνέθεσε τον πρώτο συρτό, τον πεντοζάλη και 3 ακόμα συρτους. Σε αυτον οφείλονται οι μουσικές φράσεις που ήρθαν να δημιουργήσουν μαζι με τους ανώνυμους "χορογράφους", τους δύο νέους αυτους χορούς το 1750 το (Χανιώτικο )συρτό στα Πατεριανά Κισάμου και το 1770 τον πεντοζάλη στα Σφακιά αντίστοιχα. Ο πεντοζάλης μάλιστα ήταν πολεμικός χορός, παραγγελία του Δασκαλογιάννη, για το ξεκίνημα της επανάστασης εναντίον των Τουρκών, 100 μόλις χρόνια μετα την "εγκατάσταση" τους στην Κρήτη και 20 χρόνια πριν την Γαλλική Επανάσταση !! Στον 19ο αιώνα γνωρίζουμε τους μουσικούς : Κιόρο 2ο και 3ο, Βουρογιάννη, Μπαλαμπό, Καναρίνη, Μανιατογιάννη, Κοτσυφό, Φρουδάκη, Μαθιουδάκη, Αγκανά, Σταφιδάκη κ.α. στα Χανιά, Πίσκοπο, Νικήτρατο κ.α. στο Ρέθυμνο, Βέκιο, Όρμπο, Νίκο Αλεξίου ή Μαλεβιζιώτη, Βούρτση κ.α. στο Ηράκλειο και Σαλής, Φοραδάρης, Καλοχωριανός, Ανατολιωτάκης στο Λασήθι. Απο την περίοδο της ημιανεξαρτησίας (1870) και μετά, οι συνθήκες αλλάζουν και όλοι και περισσότεροι οργανοπαίκτες γίνονται γνωστοι και κάποιοι από αυτους ως ένα βαθμο επαγγελματίες. Στα Χανια οι : Ν.Λαϊνάκης, Φελεσογιάννης, Καραγκιουλές, Κουφιανός, Ανδρ.Κουτσουρέλης, Κουνελοκωστής, Μαριαναντρέας, Φαντομανώλης, Γ.Κεραμειανάκης, Χάρχαλης, Χαρίλαος Πιπεράκης, Γιώργος Καντέρης, Καντεροσταυρούλης, Κοπανίδης, Γ.Τσουρλάκης, Γ.Πολυχρονάκης στο Ρέθυμνο : Μ.Σιγλέτος, Μύρος Κοντογιάνης, Ψύλλος, Βλαδίμηρος Πλουμιστάκης, Κανακάκης, στο Ηράκλειο οι : Κολομπότσης, Φουστάνης, Προβατίνης, Κοντόχας κ.α. στο Λασήθι οι : Κιρλίμπας, Ρεμπελάκης, Καλογερίδης κ.α.

Τα ριζίτικα τραγούδια είναι τραγούδια της τάβλας και της στράτας. Της τάβλας τραγουδιούνται σε πολλές μελωδίες, γύρω στις 30 διαφορετικές ενω της στράτας είναι πάνω σε ένα σκοπό. Τραγουδιούνται ομαδικά - χορωδιακά, ή αρχικά άδεται ένα ημιστίχιο από έναν καλλίφωνο τραγουδιστή και κατόπιν αυτό επαναλαμβάνεται χορωδιακά από την παρέα (καθ'υπακοή και κατ' αντιφώνηση) ενώ αρκετά ριζίτικα είναι ιδιόμελα με δικές τους μελωδίες. Στο λήμμα ριζίτικα τραγούδια αναφέρονται αρκετά στοιχεία για τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια της Κρήτης.

Σήμερα ο "Ερωτόκριτος" έχει επικρατήσει να τραγουδιέται πάνω στη διασκευή του Κώστα Μουντάκη, άμετρα. Ομως οι παλιοί οργανοπαίκτες έπαιζαν τον "Ερωτόκριτο" με μέτρα όπως οι κοντυλιές, σε μελωδία παρόμοια με αυτη που είναι σήμερα γνωστος ο σκοπός. Υπάρχει ηχογράφηση του Καλογερίδη το 1952 με εκτέλεση σαν κοντυλιές, η εκτέλεση του Ναύτη το 1994 όπως τον άκουσε στο Ηράκλειο στη δεκαετία του 1930 πάλι σαν κοντυλιές και αυτη που διέσωσε ο λασηθιώτης Βαγγέλης Βαρδάκης πάλι σε διαφορετική εκτέλεση, αλλα ρυθμικά είναι και πάλι σιγανός (κοντυλιές). Λιγότερο ακούγεται η Ερωφίλη, η Βοσκοπούλα και η θυσία του Αβραάμ που αν και προέρχονται από τη λόγια ποίηση, είχαν περάσει στη δημοτική παράδοση.

Αρκετά από τα παλιότερα ιστορικά τραγούδια τραγουδιούνται ακόμα, ρίμες ή ριζίτικα π.χ. στον Νομό Χανίων και ειδικότερα στα Σφακιά ακούγεται το γνωστό τραγούδι του Δασκαλογιάννη:

Οι ηλικιωμένοι κατά επαρχίες θυμούνται τα τραγούδια: του Μιχαήλ Κόρακα, του Ξωπατέρα, "της Κρήτης το τραγούδι" (κάθε πρωϊ με το δροσιό π' ανοίγει το λουλούδι αφουγκρασθείτε να σας πω τση Κρήτης το τραγούδι), του καπετάν Παυλή, του καπετάν Κριάρη, αλλά και πιο πρόσφατα, του Βενιζέλου, τραγούδια των αγωνιστών στη Β.Ελλάδα Κρητών (το 9ο Σύνταγμα κρητών ήτο εις τη Λαμία, στη Λάρισα εδώ κι' εκεί δια περιπολία... διατάχθηκε το Σκρα να καταλάβει...και μόλις καταλάβανε (οι εχθροί) πως φτάσανε οι Κρήτες όλα τα παρατήσανε ξυράφια και καρφίχτες), Γείς πληγωμένος στο βουνό, Δε με πονούνε οι πληγές (1904-1908, 1912) κ.ά. Πολλοί Κισαμίτες και Σελινιώτες, που "φτάσανε" μέχρι τη δεκαετία του 1980, ήξεραν απέξω όλη τη ρίμα του Θοδωρομανώλη του ήρωα και λυράρη από το Σέλινο.

Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια μη χορευτικά, από όλη την Κρήτη με πολλούς στίχους, που η μουσική τους παίζεται με λύρα και λαγούτο στα γλέντια και στις παρέες. Ο τζίτζικας μου 'πάντηξε κι είχε τ΄ατζί στριμμένο...γειά σου χαρά σου τζίτζικα... αμπέλι έχω στη Βλαχιά κι΄ έκαμε πέντε ρόγες και γέμισε δυο κόφες, πως θα το κουβαλήσω και πως θα το πατήσω, να πιουν οι φίλοι μου κρασί. Μερικά κρητικά μη χορευτικά τραγούδια, όπως τα γνωστά: "Φιλεντέμ" και η "Κρουσταλλοβραχιονάτη" του Γιώργη Κουτσουρέλη, με τη φωνή του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη έγιναν πανελλήνια γνωστά.

Ορισμένα έντεχνα τραγούδια μη χορευτικά, έχουν μπει στη μουσική παράδοση της Κρήτης, όπως το : Κρήτη μου όμορφο νησί, κλειδί του παραδείσου, θεριό ανήμερο εσύ βγες να σε χαιρετήσουν που το πρωτοτραγούδησε ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης.

Μια ειδική ομάδα τραγουδιών είναι οι 'μανέδες και μια άλλη τα αστικά Κρητικά με κυριότερο εκπρόσωπο τον Στέλιο Φουσταλιεράκη ή Φουσταλιέρη από το Ρέθυμνο. Μερικά από αυτά έχουν επιδράσεις από τα μουσικά μοτίβα και το στίχο των παραδοσιακών τραγουδιών της Μικράς Ασίας, αφού πρόσφυγες Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν και στην Κρήτη. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία το πρώτο τραγούδι σε αυτο το μοτίβο υπήρξε ο "Σταφιδιανός σκοπός" του τουρκοκρητικού Σταφιδάκη γύρω στο 1890. Παλιοί σκοποί επίσης ήταν οι : Χαλεπιανός μανές (Τα βάσανα μου χαίρομαι), Νενέ, Σουρμελίμ, Καρότσα (ή ο Καρότσας), Κράτα καλο λογαριασμό, Φιλεντέμ και άλλα. Δείγματα στίχων : Στις μέρες μας όμως ξεχνιούνται σιγά σιγά οι παλιοί σκοποί και χοροί και επικράτησε να παίζονται οι μουσικοί ρυθμοί και μελωδίες που συνοδεύουν τους χορούς: Συρτό (Χανιώτικο, Ρεθεμνιώτικο), Πεντοζάλη (Σιγανό - οι κοντυλιές και Γρήγορο), Μαλεβιζιώτη ή Καστρινό, Σούστα, Ανωγειανός Πηδηκτός και τοπικά σε μερικές επαρχίες της Κρήτης τους χορούς Όρτσες, Στειακό Πηδηκτό, Ξενομπασάρη, Μικρό Μικράκι, Αγκαλιαστό, Κατσαμπαδιανό, Ρουμαθιανή σούστα, Λαζώτικο, Πρινιώτη και πολλούς άλλους που η σύγχρονη μαζοποίηση τους έχει οδηγήσει στο περιθώριο.

Ο αρχαίος πανελλήνιος χορός όρμος, χορεύεται σε όλη την Κρήτη με συνοδεία μουσικών μελωδιών. Είναι ο γνωστός καλαματιανός και ονομάζεται έτσι όχι γιατί προέρχεται από την Καλαμάτα αλλά από τους στίχους "μαντήλι Καλαματιανό" που διαδόθηκαν παντού.

Η σούστα είναι ο χορός της αγάπης όπου οι χορευτές σχηματίζουν ζευγάρια και χορεύουν αντικρυστά με πολλές φιγούρες. Οι μουσικές μελωδίες που συνοδεύουν τη σούστα διατηρούν τον πυρρίχιο ζωηρό χαρακτήρα αλλά έχουν εξελιχθεί σε πιο ευαίσθητα μουσικά ξόμπλια (στολίσματα) και συνοδεύονται από τις αντίστοιχες μαντινάδες:

Ο Σιγανός Πεντοζάλης και ο Συρτός είναι πιο ήρεμοι χοροί, λεβέντικοι και μερακλίδικοι που η μελωδία τους ανυψώνει το νου των ακροατών - χορευτών και οι μαντινάδες που λέγονται σ' αυτούς είναι δημιουργήματα υψηλού επιπέδου ποίησης.

Στο σιγανό ή χυματικό κατά τους ντόπιους, οι μελωδίες που παίζουν οι λυράρηδες λέγονται και κοντυλιές (από τον κόντυλο του καλαμιού με το οποίο ήταν κατασκευασμένη η μαντούρα του βοσκού, είδος αυλού με γλωσσίδι). Οι μαντινάδες μπορούν να διαρκέσουν πολλή ώρα και να είναι και αντικρυστές δηλ. να απαντάει ο ένας στον άλλο ή νόθες ρίμες δηλ. σειρά μαντινάδων του ίδιου θέματος. Στις μελωδίες του σιγανού λέγονται επίσης οι περιπαικτικές και εύθυμες μαντινάδες, μοναδικές στην Κρήτη: Στα άκρα της Κρήτης, Νομούς Χανίων και Λασιθίου, το βιολί συνυπάρχει σαν παραδοσιακό μουσικό όργανο. Ξακουστά είναι τα Κισσαμίτικα συρτά και τα Χανιώτικα πντοζάλια που αποδίδονται και με βιολί και οι Στειακές και Γεραπετρίτικες κοντυλιές και οι Στειακοί πηδηκτοί που αποδίδονται επίσης και με βιολί. Πρωτομάστορες της Χανιώτικης μουσικής παράδοσης θεωρούνται οι βιολάτορες Χάρχαλης, Μαύρος, Κωστής, Ο λυράρης ο Κουφιανός, ο Παπαδάκης ή Ναύτης, η Ασπασία Παπαδάκη η οποία έπαιζε και λύρα , ο Φώτης Κατράκης, ο Μιχάλης Κουνέλης, Ο λυράρης Χαρίλαος Πιπεράκης, Ο Κολιακούδης Νικ., κ.ά. ενώ επάξια συνεχίζουν, ο Παύλος Μυριδάκης, ο Δημ. Βακάκης, ο Νεκτάριος Κλωστράκης,Ο Νίκος Ζωιδάκης ο Μανόλης Φαντάκης, ο Μιχάλης Λουφαρδάκης, ο Ηλίας Χορευτάκης, ο Αντώνης Μαρτσάκης κ.ά. Οι σκοποί Πρώτος και Δεύτερος Χανιώτικος Συρτός διαιωνίζουν τα πανάρχαια κρητικά υπορχήματα και οι μελωδίες τους μεταλαμπαδεύτηκαν κατά τις παραδόσεις από το Βυζάντιο. Με βάση τους ρυθμούς αυτούς συνεχίζεται η σύνθεση νέων συρτών σε όλη την Κρήτη. Στο Νομό Λασιθίου εποχή άφησαν οι βιολάτορες Παντελής Μπαριταντωνάκης και Γιάννης Δερμιτζάκης (Δερμιτζογιάννης) ο οποίος έπαιζε και λύρα καθώς και οι Γιάννης Παπαχατζάκης, Αρίστος Σπανακάκης κ.ά. ενώ ο σύγχρονος βιολάτορας Βαγγέλης Βαρδάκης συνεχίζει την παράδοση και οι λυράρηδες Αλεξάκης, Σγουρός, Πυθαρούλης κ.α. Στο Νομό Ηρακλείου άφησε εποχή ο Λασιθιώτης βιολιστής Στρατής Καλογερίδης ο οποίος είχε σπουδάσει κλασική μουσική και οι συνθέσεις του πέρασαν στην δημοτική παραδοση της Κρήτης. Άλλος βιολάτορας ήταν ο γνωστός Αβησσυνός,και μια σειρά από αξιόλογους λυράρηδες όπως ο Σταυρουλάκης, Καρπουζάκης, Γαργανουράκης, Παπαδάκης Γιώργης, Κουφαλιτάκης, Στο νομό Λασιθίου τη λύρα ή το βιολί, τα συνόδευε η κιθάρα (Μανόλης Δερμιτζάκης, Βασ. Σπανακάκης) και παλιότερα το νταουλάκι, ενώ στις μέρες μας κυριαρχεί το λαούτο σαν συνοδευτικό όργανο του βιολιού ή της λύρας. Στο Ρέθυμνο οι λυράρηδες προπολεμικά Ροδινός, Καραβίτης, Λαγός, Καρεκλάς και οι μεταγενέστεροι Καλογρίδης, Σκορδαλός, Μουντάκης, Σηφογιωργάκης, Κλάδος, Ροδάμανθος, Γεράσιμος Σταματογιαννάκης, Ψαρονίκος, Σκουλάς, Καλομοίρης, Ψαραντώνης αναδείχθηκαν στους αναμορφωτές της σύγχρονης Κρητικής μουσικής έκφρασης με παγκρήτια αποδοχή αφού οι περισσότεροι από αυτούς υπήρξαν οι κορυφαίοι τραγουδιστές.Σπουδαίοι επίσης ρεθυμνιώτες λαγουτέρηδες ήταν προπολεμικά ο Ψύλλος και ο Μπαξεβάνης ο οποίος ήταν και σπουδαίος τραγουδιστής και οι μεταγενέστεροι Μαρκογιάννηδες, Ψαρογιάννης,και τα αηδόνια Μανιάς,Κακλής. Οι σύγχρονοι παραδοσιακοί Κρητικοί λυράρηδες αν και παίζουν όλες τις μελωδίες και σκοπούς, ακολουθούν ο καθένας με σεβασμό, μια από τις παραδοσιακές "σχολές" τής κρητικής μουσικής, στο ύφος, ήθος, στον τρόπο παιξίματος, στο ρεπερτόριο...: Στη λύρα η σχολή Μουντάκη και Σκορδαλού, στο βιολί το τοπικό ηχόχρωμα της Κισσάμου και της ανατολικής Κρήτης ενω στην κεντρική Κρήτη είναι διαμορφωμένος ο Ανωγειανός τρόπος στη λύρα κα στο μαντολίνο. Τελευταία αρκετοί Κρητικοί μουσικοί της νεότερης γενιάς, έχουν καθιερώσει ένα τρόπο παιξίματος και έκφρασης που έχει επιρροές από το σύγχρονο έντεχνο τραγούδι, χρησιμοποιώντας όμως τους κρητικούς σκοπούς κυρίως. Παράλληλα όμως μια άλλη μερίδα μουσικών στρέφεται στο ψάξιμο των παλιών και παραδοσιακών σκοπών και τρόπων παιξίματος ενω κάποιοι από αυτους δεν διστάζουν να προχωρήσουν σε πιο έντεχνες νέες δημιουργίες, που πλησιάζουν στους παλιούς αυτους τρόπους. Υπάρχουν όμως στην Κρήτη, στην υπόλοιπη Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο αρκετοί νέοι λυράρηδες που με σεβασμό πορεύονται στα δυσπρόσιτα στους πολλούς, όσο αφορά την μουσική τεχνική, μονοπάτια της αυστηρά παραδοσιακής Κρητικής μουσικής παράδοσης, με τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, π.χ. Ο Θοδωρής Πολυχρονάκης και ο Αντώνης Μαρτσάκης στα Κισσαμίτικα, ο Βαγγέλης Βαρδάκης στα Γεραπετρίτικα και Λασιθιώτικα, ο Νεκτάριος Σαμόλης στα παραδοσιακά Ρεθμνιώτικα, και αρκετοί επαγγελματίες καθώς και δεκάδες ερασιτέχνες μη εμπορικοί λυράρηδες και βιολάτορες που ακολουθούν τα μουσικά βήματα της σχολής Σκορδαλού και άλλοι της σχολής Μουντάκη καθώς και των τοπικών παραδόσεων του|Κωστή Παπαδάκη (Ναύτη)]], Δερμιτζογιάννη, Μπαριταντωνάκη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, εκτός από την καθαρά παραδοσιακή Κρητική μουσική, που καλλιεργείται πλέον μόνο από τους παραδοσιακούς γνώστες των ορεινών επαρχιών της Κρήτης και τους μυημένους μη εμπορικούς ερασιτέχνες και επαγγελματίες Κρήτες μουσικούς, υπάρχει και η πιο "σύγχρονη" εμπορική εκδοχή της, που συμβαδίζει με την κάθε εποχή και συντελεί στο να έρθουν και οι μη μυημένοι ακροατές σε επαφή με την πανάρχαια μουσική παράδοση μέσω των πιο εύπεπτων σύγχρονων ακουσμάτων. Η εκδοχή αυτη ίσως όμως επιτρέψει να σβήσουν σταδιακά οι παλιοί παραδομένοι τρόποι, δεδομένης της πρεμούρας της εποχής μας να φανεί ώς η πιο "έξυπνη" και εξελιγμένη, που τελικά μάλλον ληγμένη είναι... Ισως κάποιοι ελάχιστοι από αυτούς, οι πιο άξιοι, επιδιώξουν να εντρυφήσουν στα αρχέγονα νάματα της ελληνικής μουσικής κλίμακας. Μεγάλη προσφορά στο ζήτημα αυτό αποτελεί η έκδοση σε CD αρχειακών μουσικών καταγραφών από δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών του 1920 και εξής όπου ο νέος ακροατής ή μουσικός μπορεί να ακούσει και να μελετήσει τον αυθεντικό τρόπο παιξίματος λύρας, βιολιού, λαούτου, μπουλγαρί, μαντολίνου, ασκομαντούρας, μαντούρας, τις γνήσιες μελωδίες - σκοπούς καθώς και τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο τραγουδιούνται οι μαντινάδες και τα τραγούδια, ριζίτικα, 'μανέδες, ταμπαχανιώτικα, του γάμου και άλλα. Με βάση την παράδοση λοιπόν, καθένας μπορεί και επιβάλλεται να αξιολογήσει το κάθε παρακλάδι της σύγχρονης εξέλιξης της Κρητικής μουσικής. Διότι αρκετά από τα σύγχρονα κρητικά γλέντια έχουν σαν σκοπό αποκλειστικά τους πυροβολισμούς και τη ξεφάντωση και πλέον δεν είναι ο σκοπός το παίξιμο ποιοτικής μελωδικής παραδοσιακής Κρητικής μουσικής αλλά η με τη βοήθεια ηλεκτρονικών οργάνων (πλήκτρα-αρμόνιο-κρουστά)δημιουργία ρυθμού. Πάντα όμως ξεχωρίζουν οι ρέκτες, οι παραδοσιακοί βιολάτορες, λυράρηδες και λαγουτιέρηδες, ιδίως ερασιτέχνες, που θα υπάρχουν σε πείσμα των καιρών.

Η Κρητική μουσική είναι μονοφωνική, όπως η Δημοτική μουσική της υπόλοιπης Ελλάδας (πλην ορισμένων πολυφωνικών τραγουδιών της Ηπείρου και Επτανήσου). Μορφολογικά προσομοιάζει με κάποιες μουσικές των νησιών, κυκλάδων και δωδεκανήσων, όπως και στο χορό. Οι διαφοροποιήσεις από νομό σε νομό και από τις πεδινές στις ορεινές περιοχές, δίνουν ένα ιδιαίτερο και μοναδικό χρώμα. Επιρροές μπορεί να υπήρξαν από τα 400 περίπου χρόνια της Ενετοκρατίας και εντοπίζονται στις δυτικότροπες λασηθιώτικες μελωδίες, που στην πορεία όμως υιοθετήθηκαν από τους κάτοικους του Ψηλορείτη και μετετράπησαν σε καθαρό κρητικό ιδίωμα, τις χυ(ει)ματικές κοντυλιές που έως τότε πιθανολογούμε ότι τραγουδιώταν σε άλλους σκοπούς ή ήταν μόνο απαγγελία. Για τις ρίμες, οι παλιοί όπως ο δάσκαλος Γιάννης Κουτουλάκης, υποστηρίζουν ότι τραγουδιώταν σε δύο σκοπούς. Ρίμες βγάζανε σε όλη την Κρήτη, για γεγονότα, ιστορίκα, ηρωικά ή της καθημερινότητας, μία συνήθεια πανάρχαιη. Κάποιες 90χρονες γιαγιάδες σήμερα ισχυρίζονται ότι ανα πάσα στιγμή μπορούνε να βγάλουνε τραγούδι !!

Το δημοτικό τραγούδι και η βυζαντινή μουσική, που διαιωνίζουν την αρχαιοελληνική μουσική κληρονομιά όπως διαδόθηκε από τον Μ.Αλέξανδρο στους λαούς της ανατολής μέχρι Ινδία, Πέρσία, Αραβία, είναι μουσική της εγρήγορσης του νου. Ο παραδοσιακός Έλληνας ακροατής και χορευτής, και βέβαια ο Κρητικός, συμμετέχει και στο παραμικρό μουσικό παιχνίδισμα του οργανοπαίκτη, τη μελωδική δημιουργία του οποίου παρακολουθεί άμεσα, χορεύοντας ή ακούγοντας ή και τραγουδώντας μαζί του αλλά και ο μουσικός συμμετέχει αυτοσχεδιάζοντας σε κάθε τσαλίμι του χορευτή.

Εξάλλου η Κρητική μουσική, εξακριβωμένα, δεν αποδίδεται επακριβώς με την Ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία όπου καταγράφονται μόνο τόνοι και ημιτόνια και οι σταθερές νότες. Η λύρα και το βιολί δεν έχουν τάστα και οι μουσικοί της Κρητικής - ελληνικής μουσικής και οι τραγουδιστές των ριζίτικων, μπορούν να παίζουν και να τραγουδούν και στα μεσοδιαστήματα μεταξύ νότας και ύφεσης ή δίεσής της. Για το λόγο αυτό, το λαγούτο που συνοδεύει τη λύρα και το βιολί, δεν έχει σταθερά προσαρμοσμένα τάστα αλλά τους κινητούς "μπερντέδες" τους οποίους οι μερακλήδες γνώστες μουσικοί μετακινούν, ανάλογα με τον δρόμο (μακάμι) που θα ακολουθήσουν όταν παίζουν πρίμα τη μελωδία. (το ούτι δεν έχει καν τάστα ή μπερντέδες για τον ίδιο λόγο). Η Βυζαντινή μουσική παρασημαντική όπου οι νότες χωρίζονται μεταξύ τους έως και σε 9 διαστήματα, μπορεί να καταγράψει καλύτερα την Κρητική μουσική, αλλά πάλι περιορισμένα.

Μια άλλη βασική διαφορά της ευρωπαϊκής μουσικής με την Ελληνική παραδοσιακή μουσική και συνεπώς τη Κρητική, είναι ότι οι κρητική μουσική (όπως και η βυζαντινή και η δημοτική Ελληνική μουσική) είναι τροπική, ακολουθεί δηλ. τους λεγόμενους δρόμους (αρχαίους τρόπους, τους ήχους της βυζαντινής μουσικής, τα μακάμια των λαών της ανατολικής Μεσογείου) ξεκινώντας από τη βασική νότα που επιλέγει ο μουσικός ενώ η δυτική μουσική με τη συγκερασμένη μουσική κλίμακα καταγράφει επακριβώς συγκεκριμένες νότες.

Η αγάπη των Κρητικών για την παράδοσή τους, η επιθυμία πολλών νέων να μάθουν την παραδοσιακή μουσική του τόπου τους, καθώς και οι προσπάθειες έντεχνων δημιουργών να ενσωματώσουν στοιχεία από την κρητική μουσική στη δημιουργία τους, από τον Γιάννη Μαρκόπουλο παλιότερα, ο οποίος, αξιοποιώντας και την καταλυτική προσωπικότητα του Νίκου Ξυλούρη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κρητικής μουσικής εκτός Κρήτης, τον Ψαραντώνη και το συγκρότημα Χαΐνηδες, τον Λουδοβίκο των Ανωγείων έως τον Ιρλανδοκρητικό Ρος Ντέιλι στις μέρες μας, επιτρέπουν στην κρητική μουσική παράδοση να παραμένει σήμερα περισσότερο ζωντανή παρά ποτέ.

Μουσικά όργανα Επεξεργασία

Τα αρχέγονα όργανα της Κρήτης είναι τα πνευστά: το απλό ποιμενικό θιαμπόλι, είδος φλογέρας, η μαντούρα, είδος κλαρινέτου, και η ασκομαντούρα ή ασκομπαντούρα, κρητική παραλλαγή του άσκαυλου. Στην ανατολική Κρήτη και σε άλλα μέρη της Κρήτης, μέχρι και το 1960 μαζί με το νταουλάκι ή τουμπάκι που τώρα έχει σχεδόν εκλείψει, συνηπήρχαν η ασκομαντούρα, η μαντούρα, το θιαμπόλι, ή φιαμπόλι ή χιαμπόλι, όργανα που αναβιώνουν σε όλη την Κρήτη από μερακλήδες μουσικούς . Από τα έγχορδα στις μέρες μας κυριαρχούν η λύρα, το βιολί και το λαγούτο, και λιγότερο το μαντολίνο ή το μπουλγαρί. Η λύρα με τη μορφή του λυρακιού, παρόμοια με την Πολίτικη λύρα, υποστηρίζεται ότι ήρθε στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, αφού επικρατούσε επί αιώνες εκεί, όπου άλλωστε κυριαρχούσε ο Ελληνισμός. Σε όλη την ανατολή είχε διαδοθεί η αρχαιοελληνική μουσική και οργανολογική παράδοση με την πολιτιστική επιρροή των αποικιών και της απελευθερωτικής εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Ονομασίες μακαμιών και δρόμων έχουν αρχαιοελληνικές επιρροές και αντιστρόφως αφού σε όλη την ανατολική και δυτική Μεσόγειο η επικοινωνία των λαών ήταν αδιάλειπτη. Η θεωρητική τεκμηρίωση της μουσικής είχε ήδη συμβεί και μάλιστα είχαν αρχίσει και οι διαφοροποιήσεις - διαμάχες των μουσικών θεωριών από τον Πυθαγόρα και από τον Αριστόξενο στην αρχαία Ελλάδα. Σε μεσαιωνικό χειρόγραφο, και σε απεικονίσεις, αναφέρεται η ύπαρξη της λύρας στο Βυζάντιο. Σε σύγχρονες μουσικολογικές ιστορικές εργασίες υποστηρίζεται ότι η λύρα (που παίζεται στο γόνατο), είναι εξέλιξη του αράβικου ρεμπέκ. Άλλοι προσδιορίζουν την Ινδία σαν χώρα που υπήρχαν όργανα παρόμοια με τη λύρα! Δεν είναι οπωσδήποτε εύκολος ο προσδιορισμός της καταγωγής των οργάνων, αρχαίων και σύγχρονων!. Ήταν τόσο απλό, μια αρχαία λύρα, με χορδές πάνω στο καύκαλο της χελώνας ή στο ξύλινο αντηχείο, να μετατραπεί σε όργανο με τόξο - τοξάρι - δοξάρι, από έναν στρατιώτη ή κυνηγό που ακουμπούσε στις χορδές τη χορδή του τόξου του!

Το βιολί που ξέρουμε σήμερα εμφανίζεται κατά τον 13o αιώνα. Με την πάροδο των χρόνων, το βιολί, που το συναντάμε και με την ονομασία "βιόλα" και "λύρα" -αφου για αρκετούς αιώνες οι έννοιες αυτες στη δύση ήταν σχεδον ταυτόσημες (lira da gamba, viola da braccio κλπ)- και το λαγούτο, που και αυτο ήρθε από τη δύση σαν εξέλιξη του αράβικου (la-)ud, εντάσσονται γύρω στον 17ο αιώνα στη μουσική της Κρήτης. Στο έπος Ερωτόκριτος, γραμμένο μεταξύ 1600-1650 από τον Βιτσέντζο Κορνάρο, σε άπταιστη κρητική διάλεκτο, αναφέρεται το λαούτο πολλές φορές. Το βιολί όπως το ξέρουμε σήμερα, παιζόμενο οριζόντια στο μπράτσο, διαμορφώθηκε στην Ευρώπη περίπου την ίδια εποχή και ξέρουμε από Κισσαμίτες ότι ήρθαν 3 βιολιά του Γκουαρνέρι στην Κίσαμο το 1700. Παράλληλα όμως το ενέταξαν στις λαϊκές μουσικές τους όλοι οι λαοί της περιοχής μας αλλά και σε όλη την Ελλάδα, ιδίως στα νησιά. Η άποψη, ότι η λύρα ήρθε στην Κρήτη μόλις στα τελευταία χρόνια, μετά από το βιολί, δεν δίνει απάντηση και σε μια άλλη ένδειξη αν όχι απόδειξη υπέρ της "αρχαιότητας" της λύρας εν σχέσει πάντα με το σύγχρονο ευρωπαϊκό βιολί: Τα γερακοκούδουνα! Και η πρακτική αλλά και η ονοματολογία των "γερακοκούδουνων" που συνοδεύουν το δοξάρι της λύρας και όχι του βιολιού συνηγορούν υπέρ της βυζαντινής - μεσαιωνικής καταγωγής της λύρας! Τα γερακοκούδουνα, που χρησιμοποιούνται (παλιότερα πιο διαδεδομένα) στην μουσική παράδοση της Κρήτης μόνο στο δοξάρι της λύρας, είναι κουδούνια μικρά, και το όνομά τους το πήραν από την Βυζαντινή εποχή, όταν οι κυνηγοί (γερακάρηδες) τα κρεμούσαν στο λαιμό των κυνηγετικών γερακιών! Στην Εκκλησιαστική θεωρία της Βυζαντινής μουσικής από το Πατριαρχείο Κων/λης οι μουσικοί, πριν απο τον "κανόνα" (κανονάκι) χρησιμοποιούσαν τη λύρα στο γόνατο, σαν όργανο εφαρμογής για την απόδοση των μουσικών βυζαντινών φθόγγων. Αποδεικτικό στοιχείο ότι έγχορδα μουσικά όργανα που παιζόταν όρθια πάνω στα γόνατα, όπως π.χ. η Πολίτικη λύρα, και η παρόμοια Κρητική λύρα, ήταν εν χρήσει στην πρακτική απόδοση των Βυζαντινών ήχων, είναι το ότι οι βαρύτεροι (χαμηλότεροι) φθόγγοι της "δις διαπασών" βυζαντινής μουσικής κλίμακας, οι δι, κε, ονομάζονται "υπατοειδείς"! Γιατί; Όπως και στην Κρητική λύρα σε όλες τις λύρες που παίζονται πάνω στο γόνατο, οι χαμηλότερες νότες είναι ψηλά, και έχουν την "υπάτη" θέση! Οι μέσοι φθόγγοι (από το ζω μέχρι το κε) ονομάζονται μεσοειδείς, ενώ οι υψηλότεροι φθόγγοι ονομάζονται "νητοειδείς" δηλ. έχουν την "νήτην" - "νεάτην" - (εσχάτην) θέση στη χορδή του μουσικού οργάνου! Ας μην ξεχνάμε και τους Βορειοελλαδίτες Βυζαντινούς που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη με τον Νικηφόρο Φωκά, ας μην ξεχναμε τις αρχοντικές Βυζαντινές οικογένειες των 12 αρχοντόπουλων! Κατά χιλιάδες Βυζαντινοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, με τις μουσικές τους παραδόσεις τους και τα μουσικά τους όργανα! (το Αρχαιότερο καταγραμμένο τραγούδι για το κρούσος της Αντριανούπολης, καταγράφηκε στη σύγχρονη Κρήτη). Ας έχουμε υπόψη επίσης ότι και στη στεριανή Ελλάδα, πριν να επικρατήσει το κλαρίνο η φλογέρα ήταν το μουσικό πνευστό όργανο, και πριν να επικρατήσει το Δυτικό βιολί (da braccio) η λύρα (da gamba) ήταν όργανο ενταγμένο στην μουσική μας παράδοση ( απεικονίζεται και ο Θ. Κολοκοτρώνης να παίζει λύρα) , και στη στεριανή Ελλάδα μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη αλλά και σε πολλά νησιά (Ρόδο, Λήμνο, Κάρπαθο, Κάσο κλπ). Στη σύγχρονη δημοτική μουσική της Καρπάθου, της Κάσου, και Λήμνου, υπάρχει ακόμα η λύρα. Μετά το 1821, και την Απελευθέρωση, ήρθαν τα δυτικά μουσικά όργανα, που επικράτησαν, όπως καθιερώθηκε, στα σχολεία και ωδεία να διδάσκεται θεωρητικά μόνο η Δυτική μουσική, ενώ η Παραδοσιακή Ελληνική μουσική (Εκκλησιαστική Βυζαντινή και Δημοτική μουσική και τραγούδι), παράμεινε χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο. Η παραδοσιακή μας μουσική είχε εξοβελιστεί από τα επίσημα ωδεία. Ευτυχώς το θεωρητικό υπόβαθρο της παραδοσιακής μουσικής μας, διασώθηκε στην Εκκλησιαστική μουσική.

Οι πιο πολλοί μουσικοί μετα το 1700 φαίνεται να ξεκινούν με λύρα - συνήθως αυτοσχέδιας ιδιοκατασκευής - τις πιο πολλές φορές από το φυτό αθάνατο ή ξύλινη, από μουριά, καρυδιά, ασφένταμο κ.λπ. και στην πορεία μάθαιναν βιολί που ήταν ακριβό στην αγορά μουσικό όργανο, πιο δύσκολο στην κατασκευή και στο παίξιμο. Ακόμα και ο θρηλικός βιολάτορας Χάρχαλης ξεκίνησε με λύρα ! Βέβαια οι σκοποί που έπαιχαν οι μουσικοί στη λύρα -και στο βιολί- τότε ήταν λιγοστοί, ήταν οι τοπικοί σκοποί και μελωδίες της κάθε επαρχίας, αφου δεν υπήρχαν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας και καταγραφής(γραμμόφωνα, ραδιόφωνα, μαγνητόφωνα, πικ άπ, κ.λπ.) με τα οποία αργότερα καταγράφονταν και διαδίδονταν μαζικά οι μελωδίες από τόπο σε τόπο! Στα Σφακιά ακούγονταν τα ριζίτικα, στη Σητεία οι Στειακές κοντυλιές, στην Κίσσαμο οι Κισσαμίτικοι συρτοί, στο Σέλινο ο Σελινιώτικος, στο Μαλεβίζι ο Μαλεβιζιώτης, στη Σητεία ο Στειακός πηδηχτός και στα Ρούματα η Ρουματιανή σούστα! Με τις τοπικές παραλλαγές. Το βιολί στο Ν. Λασιθίου είχε μερικές φορές σαν μουσικό συνοδό την κιθάρα ή και το νταουλάκι. Οι παλιοί λυράρηδες συνόδευαν τη μελωδία της λύρας με τον ρυθμικό ήχο των γερακοκούδουνων, μικρών σφαιρικών κουδουνιών που τα στερέωναν κατά μήκος του δοξαριού της λύρας. Η ονομασία γερακοκούδουνα προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια. Είναι τα κουδούνια που κρεμούσαν οι κυνηγοί στο λαιμό των εξημερωμένων γερακιών που χρησιμοποιούνταν σαν κυνηγετικά πουλιά, όπως τώρα χρησιμοποιούνται οι κυνηγετικοί σκύλοι. Το μαντολίνο είναι ένα σχετικό καινούριο όργανο. Από τα τέλη τους 19ου αιώνα έως και τη γερμανική κατοχή υπήρξε πολύ διαδεδομένο σε ολόκληρη την Κρήτη. Παίζανε μάλιστα και πολλές κοπελλιές στα σπίτια, στις παρέες και σε μικρά γλέντια. Σήμερα παραμένει διαδεδομένο σε πολλές περιοχές του Ν. Ρεθύμνου μελωδικό μουσικό όργανο με τις μορφές μάλιστα Κρητικό -πλακέ- μαντολίνο και μαντόλα.

Υπάρχουν 4 είδη λύρας: το λυράκι, η λύρα, η βροντόλυρα, η βιολόλυρα. Όπως τα καλύτερα, αξεπέραστα βιολιά θεωρούνται τα "Στραντιβάριους", καλύτερες λύρες θεωρούνται οι λύρες κατασκευής του αείμνηστου Μανόλη Σταγάκη που πήρε την λύρα όπως κατασκευαζόταν από τους ίδιους τους λυράρηδες με παραδοσιακούς ποικίλους τρόπους, σε ποικίλα σχήματα, μεγέθη και υλικά και την τυποποίησε δημιουργώντας τη σύγχρονη Κρητική λύρα: Ο Μανόλης Σταγάκης, στο οργανοποιείο του στο Ρέθυμνο, λυράρης αρχικά και ο ίδιος, έδωσε στην Κρητική λύρα τον σημερινό χαρακτηριστικό αναντικατάστατο ήχο της, ο οποίος οφείλεται στο καπάκι της από κατράνι δηλαδή από παλιό -300,400 ετών- στεγνό ξύλο κέδρου Λιβάνου από μεσοδόκια παλιών σπιτιών. Το σκάφος της σύγχρονης Κρητικής λύρας είναι σκαφτό και μονοκόμματο, από στεγνό ξύλο μουρνιάς, καρυδιάς, ασφένταμου. Μια άλλη ιδιαιτερότητα, όπως έλεγε ο αείμνηστος οργανοποιός Μανόλης Σταγάκης, ήταν το βερνίκωμα της λύρας: Επέτρεπε στο άψυχο ξύλο να αποδώσει τον σωστό ήχο, βερνικώνοντας τις λύρες κατασκευής "Σταγάκη" με βερνίκι που η σύνθεσή του αποτελεί μυστικό. Η προ Σταγάκη λύρα είχε ξύλινα "στριφτάλια", όπως του βιολιού, και των λυρών της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά ο Σταγάκης κατασκεύαζε τις λύρες του με κλειδιά μεταλλικά και τρεις μεταλλικές χορδές ειδικές για λύρα Κρήτης (lira di Creta) που κατασκευάζονται ειδικά για λύρα στη Βενετία και αλλού. Επίσης ο Μανόλης Σταγάκης προσέθεσε και τη "γρεβάντα", όπως την έλεγε, δηλ. την προέκταση της "ταστιέρας" στον αέρα πάνω από το καπάκι της λύρας, για να παίζουν οι λυράρηδες εύκολα τις υψηλές πρίμες νότες. Πρόσθεσε τον χορδοδέτη. Ο κάτω καβαλλάρης στις λύρες Σταγάκη, όπως και η ψύχα ή ψυχή ή γάϊδαρος ήταν συνήθως από καρυδιά. Η σκυτάλη της τέχνης της κατασκευής λύρας, έχει περάσει στον εγγονό του, επίσης Μανόλη Σταγάκη που έχει οργανοποιείο στο Ρέθυμνο. Αρκετοί οργανοποιοί της Κρήτης, ακολουθούν στην δημιουργία των λυρών που κατασκευάζουν, τις διαστάσεις και αρκετοί τα υλικά της λύρας "Σταγάκη", ορισμένοι με καλά αποτελέσματα. Κάποιοι σε ορισμένες λύρες τους, έχουν καταργήσει το υλικό που παρεμβάλλεται μεταξύ σκάφους και καπακιού, και που χρησιμοποιούσε ο Σταγάκης, άλλοι κατασκευάζουν σκάφος και από άλλα ξύλα π.χ. παντούκ, άλλοι από καπάκι κέδρου αλλά νεότερης κοπής και άλλης προέλευσης, άλλοι βερνικώνουν τις λύρες με ακρυλικά βερνίκια, αλλά όλοι σχεδόν ακολουθούν την βασική δομή λυρών "Σταγάκη" με τα μεταλλικά κλειδιά.

Η βιολόλυρα, έχει σχήμα σκάφους συνήθως παρόμοιο με του βιολιού, κάποτε της λύρας οπότε είναι τετράχορδη λύρα και όχι βιολόλυρα, αλλά η ουσία είναι ότι έχει 4 χορδές, στην εποχή μας μια πιο "ψιλή" από τις λύρες, την mi.

Το κούρντισμα της κρητικής λύρας είναι κατά πέμπτες καθαρές και οι χορδές κουρδίζονται περίπου στις Νότες LA (η ψιλή ή καντίνι), RE η μεσαία και SOL η μπάσα, αλλά βέβαια το μουσικό αυτί των λυράρηδων και λαουτιέρηδων δεν κουρδίζει απόλυτα στα Hz του διαπασών αλλά συγχρονίζεται με την κρητική μουσική κλίμακα, η οποία, όπως και η βυζαντινή, βασίζεται στους "μουσικούς δρόμους" (ήχους). Η λύρα στη σύχρονη κρητική ορχήστρα συνοδεύεται από το λαούτο και τελευταία, από δυό λαούτα εκ των οποίων συνήθως το ένα παίζει πρίμα τη μουσική και το άλλο παίζει "πάσο" δηλ. ακομπανιάρει σε συγχορδίες (μινόρε - μαντζόρε ή απλές) παίζοντας και το ρόλο του κρουστού οργάνου. Οι παλιότεροι μουσικοί, κούρδιζαν σε άλλες νότες, ο καθένας ανάλογα με τη φωνή του. π.χ. ο Δερμιτζογιάννης από τη Σητεία είχε κουρδισμένη τη λύρα του, έτσι, ώστε έπαιζε στη μεσαία χορδή ό,τι παίζουν οι άλλοι λυράρηδες στην "ψιλή", ώστε να έχει και την επόμενη ψιλή, όπως στο βιολί, για να ελίσσεται αυτοσχεδιαστικά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία