Κροίσος

βασιλιάς της Λυδίας

Ο Κροίσος (596 π.Χ. - 546 π.Χ.), γιος του Αλυάττη, ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας της δυναστείας των Μερμνάδων. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του η Λυδική επιρροή έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της αφού διοικούσε όλη την περιοχή δυτικά του ποταμού Άλυ.

Κροίσος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Κροῖσος (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση596 π.Χ. (περίπου)
Θάνατος546 π.Χ. (περίπου)
Σάρδεις
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακυβερνητικός υπάλληλος
Οικογένεια
ΤέκναΆτυς[1]
ΓονείςΑλυάττης Β'[2][1]
ΑδέλφιαAryenis
ΣυγγενείςΑγέλαος (πρόγονος)
ΟικογένειαΔυναστεία των Μερμνάδων[2][1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς της Λυδίας (560 π.Χ.–546 π.Χ.)[2][1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ήταν ξακουστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο για τα αμύθητα πλούτη του και το παλάτι του στις Σάρδεις ήταν ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομήματα της εποχής.

Από τους φόρους που του έδιναν οι ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας και από τα χρυσωρυχεία του Πακτωλού ποταμού, γινόταν όλο και πιο πλούσιος και πιο περήφανος για τα πλούτη του. Πίστευε μάλιστα ότι δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από αυτόν στον κόσμο. Γι' αυτό παραξενεύτηκε και θύμωσε πολύ όταν κάποτε πήγε στο παλάτι του ο Σόλων και όταν ο Κροίσος περηφανεύτηκε ότι είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου, ο σοφός Έλληνας του αποκρίθηκε: «μηδένα πρό του τέλους μακάριζε», δηλαδή, «μην καλοτυχίζεις κανέναν προτού δεις το τέλος του».

Και στ' αλήθεια πλήθος συμφορές βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του ο Άτυς σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος νικήθηκε από τον βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε. Τη στιγμή μάλιστα που ανεβασμένος στη φωτιά ο Κροίσος ετοιμαζόταν να πεθάνει, θυμήθηκε τα λόγια του Σόλωνα και φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!». Ο Κύρος, που τον άκουσε, ζήτησε να μάθει τι σήμαινε η επίκληση αυτή, και ακούγοντας την ιστορία, χάρισε στον Κροίσο τη ζωή και τον κράτησε κοντά του ως σύμβουλο.

Πολύτιμα αναθήματα του Κροίσου στους Δελφούς Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο [3], ο Κροίσος θέλησε κάποια στιγμή να ανακαλύψει ποιο από τα μεγάλα μαντεία του τότε γνωστού κόσμου ήταν αυτό που έδινε τους πιο αξιόπιστους χρησμούς. Έστειλε λοιπόν πρεσβείες στα σημαντικότερα μαντεία δίνοντας εντολή την εκατοστή ημέρα από την αναχώρησή τους από τις Σάρδεις να θέσουν το ερώτημα τι κάνει εκείνη τη στιγμή ο βασιλιάς των Λυδών, ο Κροίσος, γιος του Αλυάττη. Όταν οι Λυδοί απεσταλμένοι μπήκαν την εκατοστή ημέρα στο μαντείο των Δελφών για να ζητήσουν τον χρησμό, η Πυθία αποκρίθηκε έμμετρα: Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης. Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί. Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης, η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον. Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός. Οι απεσταλμένοι κατέγραψαν την απάντηση και επέστρεψαν στις Σάρδεις. Εκεί ο Κροίσος διάβαζε όλες τις απαντήσεις που του έφεραν οι άνθρωποί του από όλα τα μαντεία. Μόλις διάβασε την απάντηση της Πυθίας έσκυψε και προσκύνησε γιατί πείστηκε ότι ήταν το μόνο αληθινό μαντείο. Πράγματι, τη συγκεκριμένη ημέρα που είχε ορμηνέψει τους απεσταλμένους του να θέσουν το ερώτημα, ο Κροίσος έβαλε κομμάτια από χελώνα και αρνί να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι, σκεπασμένο με χάλκινο καπάκι. Στη συνέχεια ο Κροίσος θέλησε να ευχαριστήσει, αλλά και να προσεταιριστεί, το Μαντείο των Δελφών, αλλά και αυτό του Αμφιάραου, καθώς φαίνεται πως και αυτό είχε δώσει σωστή απάντηση (η οποία όμως δεν παραδίδεται). Έκανε λοιπόν κατ' αρχήν θυσία, τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια. Στη συνέχεια άναψε πυρά καίγοντας πολύτιμα αντικείμενα. Μετά τη θυσία έλιωσε χρυσάφι και έφτιαξε ράβδους, που καθεμιά ζύγιζε δυόμιση τάλαντα. Έφτιαξε επίσης και ράβδους από ήλεκτρο (χρυσάργυρο) που ζύγιζαν δύο τάλαντα. Έδωσε ακόμη εντολή στους τεχνίτες του να κατασκευάσουν ομοίωμα λιονταριού από ατόφιο χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα τάλαντα. Την εποχή του Ηροδότου βρισκόταν στον θησαυρό των Κορινθίων, αλλά μειωμένο κατά τρεισήμισι τάλαντα, τα οποία το ιερατείο του Δελφού είχε λιώσει για να χρησιμοποιήσει διαφορετικά. Όλα αυτά τα χρυσά αντικείμενα ο Κροίσος τα έστειλε στους Δελφούς μαζί και με ορισμένα πολύτιμα αναθήματα όπως δύο τεράστιους κρατήρες, έναν από χρυσό κι έναν από άργυρο, τους οποίους οι ιερείς είχαν τοποθετήσει εκατέρωθεν της εισόδου του ναού του Απόλλωνα. Μετά την πυρκαγιά που κατέκαυσε τον ναό οι κρατήρες αυτοί μετακινήθηκαν και ο χρυσός τοποθετήθηκε στον θησαυρό των Κλαζομενίων, ενώ ο αργυρός επανατοποθετήθηκε στη γωνία του πρόναου. Μέσα στον κρατήρα αυτόν γινόταν η κράση νερού και κρασιού κατά την εορτή των Θεοφανίων. Μάλιστα στους Δελφούς λεγόταν ότι τον κρατήρα αυτόν είχε φιλοτεχνήσει ο Θεόδωρος από τη Σάμο. Τα αναθήματα του Κροίσου περιλάμβαναν ακόμη τέσσερις ασημένιους πίθους, που βρίσκονταν στον θησαυρό των Κορινθίων, και δύο περιρραντήρια από πολύτιμα μέταλλα αλλά και το άγαλμα μιας γυναίκας,από χρυσάφι, που λεγόταν ότι απεικόνιζε τη γυναίκα που του ζύμωνε το ψωμί. Τέλος, ανέθεσε στο ιερό περιδέραια και ζώνες που ανήκαν στη γυναίκα του και διάφορα άλλα μικρότερα λειτουργικά σκεύη.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Croesus» (Ρωσικά)
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Крез, царь» (Ρωσικά)
  3. Ηροδότου, Ιστορίαι, 1.46-51

Πηγές Επεξεργασία

Κροίσος
Οίκος των Μερμνάδων
Γέννηση: 595 π.χ. Θάνατος: 546 π.χ.
Προκάτοχος
Αλυάττης Β΄
Βασιλιάς της Λυδίας
560 π.χ. - 546 π.χ.
Διάδοχος
Σατραπεία της Λυδίας