Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο τίτλος του κτήτορα (ον. κτήτωρ < κτῶμαι, άλλοτε ως έφορος, προνοητής, επίκουρος, αυθέντης) δινόταν στον ιδρυτή, προστάτη, χορηγό ή ιδιοκτήτη ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος (εκκλησίας, μονής, γηροκομείου, πτωχοκομείου). Τον τίτλο λάμβαναν συνήθως ανώτεροι κληρικοί και ιερείς που έχτιζαν νέες εκκλησίες ή μοναστήρια, ή παρείχαν πόρους για τη συντήρηση και τη διακόσμησή τους. Το κτητορικόν δίκαιον (τα δικαιώματα που συνόδευαν τον τίτλο δηλαδή) μπορούσαν να μεταβιβαστούν και να διαρκέσουν για γενιές. Ο κτήτωρ αποκτούσε θρησκευτικά και λειτουργικά προνόμια (όπως το διορισμό του ηγουμένου) αλλά και σημαντικές υποχρεώσεις. Το κτητορικόν δίκαιον ήταν πολύ διαδεδομένο καθώς συν τοις άλλοις αποτελούσε μια σχετικά ασφαλή επένδυση, αφού η εκκλησιαστική περιουσία ήταν και είναι λιγότερο ευάλωτη απέναντι στις κατασχέσεις απ'ότι στα κοσμικά κράτη.

Η Ντεσισλάβα, κτητόρισσα της εκκλησίας της Μπογιάνα στη Βουλγαρία

Πηγή Επεξεργασία

  • The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, New York & Oxford, 1991, ISBN 0-19-504652-8, σ.233: Ktetor