Κωνσταντίνος Μήτσου

Έλληνας στρατιωτικός και αξιωματικός της Ελληνικής Χωροφυλακής

Ο Κωνσταντίνος Μήτσου (Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας, 1909 — Θεσσαλονίκη, 27 Ιουνίου 1985) ήταν αντιστράτηγος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, κυρίως γνωστός για την εμπλοκή του στην δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ως προστάτης των διάφορων παρακρατικών οργανώσεων. Όταν έγινε η δολοφονία Λαμπράκη ήταν γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, ενώ είχε διατελέσει και διοικητής της προσωπικής ασφάλειας του διαδόχου και στη συνέχεια βασιλέως Παύλου.

Κωνσταντίνος Μήτσου
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1909
Θάνατος27  Ιουνίου 1985
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός Αστυνομικού Σώματος
στρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΕλληνικός Στρατός

Στην βραβευμένη με Όσκαρ ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά, η οποία είναι βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού αναφέρεται ο Μήτσου απλά ως «ο Στρατηγός» και τον υποδύεται ο Γάλλος ηθοποιός Pierre Dux.

Βιογραφικά στοιχεία Επεξεργασία

Πρώτα χρόνια Επεξεργασία

Ο Κωνσταντίνος Μήτσου γεννήθηκε το 1909 στο Χαλκιόπουλο της επαρχίας Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Γονείς του ήταν ο Βασίλειος και η Βασιλική Μήτσου.

Ο Μήτσου υπηρέτησε αρχικά στον ελληνικό Στρατό Ξηράς από το 1930 ως το 1932, με το βαθμό του λοχία Πεζικού. Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικής του θητείας, διορίστηκε χωροφύλακας στις 31 Οκτωβρίου 1932 με αριθμό κατάταξης 2322. Σύμφωνα με το αρχείο της Ελληνικής Χωροφυλακής, τον Ιούνιο του 1933 προβιβάστηκε στο βαθμό του υπενωμόταρχη και έπειτα στον βαθμό του ενωμοτάρχη την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, αφού πρώτα αποφοίτησε από τη Σχολή Ενωμοταρχών.

Αξιωματικός της Χωροφυλακής Επεξεργασία

Κατά την υπηρεσία του στο Σώμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, ο Κωνσταντίνος Μήτσου παρασημοφορήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1936 για την καταπολέμηση ληστών στο Πολυνέρι Γρεβενών. Το 1937 έγινε ανθυπασπιστής[1]. Δύο χρόνια αργότερα, στις 26 Μαΐου 1939 παρασημοφορήθηκε ακόμα μια φορά για την υπέρτατη υπηρεσία του στο Σώμα, βράβευση που του εξασφάλισε την προαγωγή του στο βαθμό του ανθυπομοίραρχου.[2] Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 πολέμησε ως επικεφαλής στρατονομικού αποσπάσματος της 16ης Μεραρχίας.

Δράση επί Κατοχής Επεξεργασία

Κατά την περίοδο της Κατοχής υπηρέτησε στη Μακεδονία και προήχθη λόγω παλαιότητας στον βαθμό του υπομοίραρχου στις 31 Οκτωβρίου 1942.[3] Ενδιάμεσα, το καλοκαίρι του 1941 συμμετείχε σε σύσκεψη διαφόρων παραγόντων που στρέφονταν προς την κατεύθυνση αντιστασιακής δράσης ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής, στην οποία συμμετείχαν - μεταξύ άλλων - μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και στελέχη του ΚΚΕ.[4] Από το πρώτο εξάμηνο του 1942, έχοντας ήδη δημιουργήσει μικρό ένοπλο σώμα το οποίο συνεργαζόταν με την τοπική δύναμη χωροφυλακής που διοικούσε ο ίδιος στην περιοχή της Κερκίνης, αντιμετώπιζε Βούλγαρους λαθρέμπορους και στρατιώτες που παραβίαζαν τα όρια ανάμεσα στη γερμανοκρατούμενη και βουλγαροκρατούμενη ζώνη της Μακεδονίας, ενώ πριν λήξει το έτος μετατέθηκε στη Δοϊράνη. Στις αρχές του 1943 πραγματοποίησε συνάντηση με στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, όπου συζήτησε ενδεχόμενη συνεργασία του με τον ΕΛΑΣ, χωρίς όμως αποτέλεσμα και τον Απρίλιο του ίδιου έτους εντάχθηκε στην ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις), αναλαμβάνοντας από τον Ιούλιο μαζί με τον Άιαντα Τζαμαλούκα τη διοίκηση αντάρτικου σώματος στην περιοχή του Μπέλλες και των Κρουσσίων.[4][5]

Σύντομα η ΠΑΟ ήρθε σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ, ενώ μέλη της (πριν και μετά τη διάλυσή της) συνεργάστηκαν με τους γερμανικές αρχές Κατοχής, με αποτέλεσμα η οργάνωση να κατηγορηθεί ως δοσιλογική. Τον Νοέμβριο το τμήμα του Μήτσου διατάχθηκε από την οργάνωση να μετεγκατασταθεί για λόγους ανεφοδιασμού στη Χαλκιδική, όπου πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις με απεσταλμένους των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής, οι οποίες ωστόσο ναυάγησαν: ο Μήτσου υποστήριξε πως απέκρουσε την πρόταση συνεργασίας, ενώ σύμφωνα με την άλλη πλευρά, ο Μήτσου ισχυρίστηκε πως δεν ήταν αρνητικός αλλά δίσταζε φοβούμενος τις αντιδράσεις των ανδρών του και ζητούσε η όποια ενίσχυση να γινόταν με κάθε μυστικότητα. Παράλληλα απέρριψε προτάσεις του ΕΛΑΣ περί προσχώρησης σε αυτόν.[6] Κατόπιν οι δυνάμεις των Μήτσου-Τζαμαλούκα επέστρεψαν στην περιοχή των Σερρών, όπου εν τέλει αυτοδιαλύθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου του 1944 με απόφαση των δύο αρχηγών του. Μετά τη διάλυση της ΠΑΟ, ο Μήτσου κατέφυγε στην Ήπειρο, όπου προσχώρησε στον ΕΔΕΣ.[7]

Ανώτερος και ανώτατος αξιωματικός του Σώματος Επεξεργασία

Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, προήχθη στο βαθμό του μοίραρχου το Σεπτέμβριο του 1946,[8] και στο βαθμό του ταγματάρχη του Σώματος το Μάρτιο του 1949[9]. Από το Νοέμβριο του 1946 ως τον Οκτώβριο του 1949 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Ασφαλείας Υψηλών Προσώπων, ως επικεφαλής της ασφάλειας του διαδόχου και στη συνέχεια Βασιλέα Παύλου. Μεταπολεμικά ο Μήτσου ήταν ένα από τα πολλά στελέχη της ΠΑΟ που αντέδρασαν στην αναγνώριση του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου και του ένοπλου δοσιλογικού του τμήματος ως αντιστασιακού.[10]

Ο Μήτσου προήχθη στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη το Μάιο του 1950[11] και πέντε χρόνια αργότερα στο βαθμό του συνταγματάρχη.[12] Ως αντισυνταγματάρχης διετέλεσε διοικητής Χωροφυλακής Μαγνησίας (1950-53) και διοικητής Χωροφυλακής Σερρών (1953-55), όπου γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Από το 1955 ως το 1958 διετέλεσε διοικητής της Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής Κρήτης και από το 1958 ως το 1961 διευθυντής της Διευθύνσεως Αστυνομίας Θεσσαλονίκης (η οποία, παρά το όνομα «Αστυνομία», υπαγόταν στη Χωροφυλακή). Στις 23 Ιουλίου 1961, προήχθη στο βαθμό του υποστράτηγου[13] και ως το 1963 διετέλεσε γενικός επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, ή, όπως λεγόταν επίσημα, γενικός επιθεωρητής της Β΄ Επιθεωρήσεως Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής.

Το 1963 ως γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος ενεπλάκη στην υπόθεση δολοφονίας του βουλευτή Λαμπράκη ως οργανωτής «αντισυγκεντρώσεων» και ως προστάτης ακροδεξιών οργανώσεων και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης διέταξε την προφυλάκισή του (με την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη), γεγονός που προκάλεσε πάταγο στην ελληνική κοινή γνώμη, καθώς ο Μήτσου δεν ήταν τυχαίος αξιωματικός: συνδεόταν φιλικά με τον Κ. Καραμανλή, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ήταν επικεφαλής της ασφάλειας του βασιλιά Παύλου.

Στην απολογία του στον Σαρτζετάκη, ο Μήτσου υποστήριξε:

«Εξ αγάπης προς το Σώμα της Χωροφυλακής, ησθανόμην πάντοτε την αποστολήν μου ευρυτέραν της συνήθους υπηρεσιακής, και προσεπάθουν να εξυπηρετώ πάντα προσερχόμενον εις μικράς τινάς εκδουλεύσεις, εξικνουμένας μέχρι σημείου ώστε να προέρχομαι προσωπικώς εις παρακλήσεις προς τρίτους. Κατ' αυτόν τον τρόπον εδημιουργήθη ευρυτάτη λαϊκή βάσις συμπαθείας προς το πρόσωπόν μου, τοσούτο μάλλον ώστε οι παρ' εμού παρεχόμεναι εξυπηρετήσεις παρείχοντο ανεξαρτήτως πολιτικού φρονήματος του εξυπηρετουμένου, ιδίως μάλιστα προς τους Αριστερίζοντας, επί τω τέλει, όπως διά του παραδείγματος της συμπονοίας προς αναξιοπαθούντα πρόσωπα, επαναφέρω τούτους εις την οδόν του Εθνικώς Σκέπτεσθαι, καταδεικνύων άμα ότι το Κράτος, του οποίου μίαν εκδήλωσιν δραστηριότητος εξεπροσώπουν, προσατενίζει μετά συμπαθείας προς τους έχοντας ανάγκην πολίτας του.»

Όταν ο ανακριτής Σαρτζετάκης του ανακοίνωσε την προφυλάκισή του, δήλωσε ότι θα αυτοκτονήσει και έβαλε τα κλάματα. Μετά την αποφυλάκισή του έγινε στόχος χλευαστικών σχολίων νεαρών φοιτητών της Θεσσαλονίκης, που του έλεγαν «στρατηγέ, ακόμα δεν αυτοκτόνησες;» Κατοικούσε σε ρετιρέ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Αγγελάκη 19.[14]

Στις 6 Ιουλίου 1964 αποστρατεύθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ ήδη από τον Δεκέμβριο του 1963 του είχε επιβληθεί ποινή εξάμηνης αργίας, πάλι από την κυβέρνηση Παπανδρέου.[15]

Χούντα και θάνατος Επεξεργασία

Επί χούντας των συνταγματαρχών, στις 12 Νοεμβρίου 1969, ακυρώθηκε η αποστρατεία του Κωνσταντίνου Μήτσου και με βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Παναγιώτη Τζεβελέκο του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστράτηγου.

Ο Μήτσου σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1985, σε ηλικία 76 ετών, σε τροχαίο δυστύχημα στο 26ο χιλιόμετρο του δρόμου Θεσσαλονίκης - Πολυγύρου: το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε σφοδρά με άλλο ΙΧ, το οποίο «καρφώθηκε» σε αυτό του Μήτσου. Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου, Θεόδωρος Μπαμπατσιάνης, νοσηλεύτηκε και αυτός στο νοσοκομείο.[16]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Β.Δ. της 08/05/1937 ΦΕΚ 93 (τ. Γ΄) της 08/06/1937
  2. Β.Δ. της 01/09/1939 ΦΕΚ 228 (τ. Γ΄) Γ΄) της 28/10/1939
  3. Δ/γμα της 31/10/1942 ΦΕΚ 210 (τ. Γ΄) της 05/11/1942
  4. 4,0 4,1 Σπύρος Κουζινόπουλος, Δράμα 1941. Μια παρεξηγημένη εξέγερση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 82-83.
  5. Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, δ΄ έκδοση, Αθήνα 2007, σελ. 132-137.
  6. Μαραντζίδης (επιμ.), 2007, σελ. 139-140.
  7. Μαραντζίδης (επιμ.), 2007, σελ. 140-141.
  8. Β.Δ. της 25/09/1946 ΦΕΚ 269 (τ. Γ΄) της 07/10/1946
  9. (Β.Δ. της 18/03/1949 ΦΕΚ 119 (τ. Γ΄) της 06/05/1949)
  10. Στράτος Ν. Δορδανάς, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011, σελ. 254-256.
  11. (Β.Δ. της 24/05/1950 ΦΕΚ 120 (τ. Γ΄) της 25/05/1950)
  12. (Β.Δ. της 28/07/1955 ΦΕΚ 167 (τ. Γ΄) της 08/08/1955)
  13. Β.Δ. της 23/07/1961 ΦΕΚ 169 (τ. Γ΄) της 02/08/1961)
  14. Απολογία Κωνσταντίνου Μήτσου στο Παύλος Β. Πετρίδης, Δολοφονία Λαμπράκη,Ανέκδοτα Ντοκουμένα (1963-1966), Εκδόσεις Προσκήνιο, 1995
  15. (Β.Δ. της 06/07/1964 ΦΕΚ 210 (τ. Γ΄) της 10/17/1964)
  16. Η Καθημερινή, 28/6/1985