Η Μάχη της Ναϊσού έλαβε χώρα το 268 ή το 269 μ.Χ. ανάμεσα στους Γότθους και τους Ρωμαίους, στην περιοχή της σημερινής Νις στη Σερβία, κατά τη βασιλεία του Γαλλιηνού ή, πιθανότερα, του Κλαύδιου Β' του Γοτθικού.

Οι επιδρομές Γότθων και Ερούλων, το 267-269 μ.Χ., που κατέληξαν στη μάχη της Ναϊσσού

Προκαταρκτικά Επεξεργασία

Η μάχη συνέβη εξαιτίας δύο μαζικών ναυτικών εισβολών Ερούλων και Γότθων σε ρωμαϊκό έδαφος, κατά τα έτη 267-269. Η πρώτη εισβολή, αυτή των Ερούλων, ξεκίνησε με λεηλασία πόλεων των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου. Στη συνέχεια, οι Έρουλοι επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στο Βυζάντιο και την Κύζικο. Αν και ηττήθηκαν από το ρωμαϊκό ναυτικό, κατάφεραν να περάσουν στο Αιγαίο όπου λεηλάτησαν τη Λήμνο και τη Σκύρο. Στη συνέχεια λεηλάτησαν την Κόρινθο, τη Σπάρτη, το Άργος και την Αθήνα από την οποία τους εκδίωξε η πολιτοφυλακή που οργάνωσε ο ιστορικός Δέξιππος. Απωθούμενοι προς βορρά, οι Έρουλοι συνάντησαν τον στρατό του επερχόμενου αυτοκράτορα Γαλλιηνού, από τον οποίο ηττήθηκαν στη μάχη του ποταμού Νέσσου (Νέστου), και συνθηκολόγησαν με τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια, ο Γαλιηνός αναχώρησε βιαστικά για την Ιταλία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον στασιαστή στρατηγό Αυρίολο. Τελικά, το καλοκαίρι του 268, ο Γαλλιηνός δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του ενώ πολιορκούσε το Μεδιόλανο (Μιλάνο) το οποίο κρατούσε ο Αυρίολος.

Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει η 2η, και μεγαλύτερη, εισβολή από Γότθους μαζί με Γέπιδες, Έρουλους και άλλους λαούς. Οι δυνάμεις των εισβολέων αριθμούσαν 2.000–6.000 πλοία και 325.000 άνδρες, κατά μεταγενέστερες πάντα πηγές οι οποίες πιθανώς υπερβάλλουν σοβαρά στις εκτιμήσεις αυτές, Οι εισβολείς επιτέθηκαν ανεπιτυχώς σε πόλεις των δυτικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου όπως η Τόμις και η Μαρκιανούπολη. Μετά από επίθεση εναντίον του Βυζαντίου και της Χρυσούπολης, ο στόλος των εισβολέων καταστράφηκε εν μέρει είτε κατά τη διέλευση από την τρικυμιώδη Προποντίδα είτε από επιτυχή επίθεση του ρωμαϊκού ναυτικού. Και πάλι όμως οι εισβολείς κατάφεραν να περάσουν στο Αιγαίο όπου ένα απόσπασμά τους έφτασε μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο. Το κύριο σώμα των εισβολέων πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη και την Κασσάνδρα τις οποίες έφτασαν πολύ κοντά στο να τις καταλάβουν. Στο άκουσμα όμως της προσέγγισης του ρωμαϊκού στρατού υπό τον νέο αυτοκράτορα, Κλαύδιο Β' τον Γοτθικό, οι εισβολείς έλυσαν αυτές τις πολιορκίες και πορεύθηκαν προς το εσωτερικό της Βαλκανικής χερσονήσου, αφού λεηλάτησαν την Πελαγονία και τη Δοβηρό (Παιονία;).

Η μάχη Επεξεργασία

Ο ρωμαϊκός στρατός, ερχόμενος από τα βόρεια, συνάντησε τουςΓότθους κοντά στη Ναϊσσό, κατά πάσα πιθανότητα το 269. Η μάχη ήταν αιματηρή με πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Στο κρισιμότερο σημείο της, οι Γότθοι έπεσαν σε ενέδρα των Ρωμαίων οι οποίοι προηγουμένως είχαν υποκριθεί πως τρέπονται σε φυγή. Είναι πιθανό πως ο μετέπειτα αυτοκράτορας Αυρηλιανός, επικεφαλής του ιππικού κατά τη βασιλεία του Κλαυδίου, ήταν αυτός που ηγήθηκε της τελικής επίθεσης των Ρωμαίων. Κατά τον Ζώσιμο, Οι απώλειες των Γότθων ήταν περίπου 50.000 νεκροί και αιχμάλωτοι.

Επίλογος Επεξεργασία

Μεγάλος αριθμός Γότθων αμύνθηκε πίσω από την οχυρωματική γραμμή τους από άμαξες και στη συνέχεια διέφυγε προς τη Μακεδονία. Σύντομα, πολλοί από τους ειβολείς, μαζί με τα υποζύγιά τους, πέθαναν, ταλαιπωρημένοι από τις στερήσεις και την παρενόχληση του ρωμαϊκού ιππικού. Οι Ρωμαίοι τους καταδίωξαν μεθοδικά και κατάφεραν να τους περικυκλώσουν στο όρος Αίμος. Εκεί μια επιδημία έπληξε τους παγιδευμένους Γότθους οι οποίοι όμως κατάφεραν να ξεφύγουν από τον κλοιό, μετά από αιματηρή μάχη. Οι Ρωμαίοι συνέχισαν να τους καταδιώκουν και τελικά τους εξανάγκασαν σε παράδοση. Οι αιχμάλωτοι ενσωματώθηκαν στον ρωμαϊκό στρατό ή έγιναν καλλιεργητές γης (κολονοί). Οι επιβαίνοντες στον πειρατικό στόλο, ο οποίος είχε επιτεθεί ανεπιτυχώς στην Κρήτη και τη Ρόδο, υποχώρησαν επίσης και πολλοί από αυτούς είχαν την ίδια τύχη με τους άλλους εισβολείς. Όμως η επιδημία έπληξε και τους ίδιους τους Ρωμαίους. Θύμα της ήταν και ο αυτοκράτορας Κλαύδιος, ο οποίος πέθανε το 270.

Τα προβλήματα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, όπου η βασίλισσα Ζηνοβία της Παλμύρας είχε καταλάβει πολλές επαρχίες και στη Δύση, όπου μεγάλο τμήμα είχε αποσχιστεί επίσης, ήταν τέτοιας έκτασης που η νίκη της Ναϊσσού μόνο ως προσωρινή ανακούφιση μπορούσε να λειτουργήσει για τους Ρωμαίους. Αν και οι Γότθοι νικήθηκαν, η απειλή δεν εξαφανίστηκε έως το 271, όταν ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός απώθησε μια ακόμη γοτθική εισβολή στα Βαλκάνια. Τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά η επαρχία της Δακίας και το σύνορο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επανήλθε στον ποταμό Δούναβη.