Μανουήλ ο Αρμένιος

Βυζαντινός στρατηγός

Ο Μανουήλ ο Αρμένιος ήταν εξέχων Βυζαντινός στρατηγός Αρμενικής καταγωγής, ενεργός από το 810 περίπου μέχρι το τέλος του. Αφού έφτασε στις υψηλότερες στρατιωτικές βαθμίδες, μία συνωμοσία του παλατιού τον ανάγκασε να αναζητήσει καταφύγιο στην Αυλή των Αββασιδών το 829. Επέστρεψε στη Βυζαντινή υπηρεσία τον επόμενο χρόνο, λαμβάνοντας τη θέση του Δομεστίκου των Σχολών από τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος είχε νυμφευτεί την ανιψιά του Θεοδώρα. Ο Μανουήλ παρέμεινε στη θέση καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοφίλου και σύμφωνα με πληροφορίες έσωσε τη ζωή του Αυτοκράτορα στη μάχη του Δαζιμώνος (Ανζέν) το 838. Σύμφωνα με μία αναφορά, απεβίωσε στις 27 Ιουλίου 838 από τραύματα που έλαβε κατά τη διάρκεια της μάχης, αλλά άλλες πηγές καταγράφουν την επιβίωσή του μετά την ημερομηνία αυτή, αποδίδοντάς του έναν σημαντικό ρόλο στην αντιβασιλεία που κυβερνούσε την αυτοκρατορία μετά το τέλος του Θεοφίλου και αναφέρουν ότι απεβίωσε το έτος 860.

Μανουήλ ο Αρμένιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση8ος αιώνας[1]
Τέμενος Κεφελί
Θάνατος27  Ιουλίου 838
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Περίοδος ακμής810
Οικογένεια
ΓονείςΑρταβάζντ Μαμικονιάν
ΑδέλφιαΜαρίνος
ΟικογένειαΚατηγορία:Εικαζόμενοι Μαμικονιάν
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜάχη του Δαζιμώνος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρωτοστράτωρ

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Μανουήλ ήταν Αρμενικής καταγωγής και αδελφός του Μαρίνου, πατέρα της μελλοντικής Αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Θεοδώρας. [2] [3] Ο Μανουήλ εμφανίζεται για πρώτη φορά στη βασιλεία του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (κυβέρνησε 811–813), όταν κατείχε τη θέση του πρωτοστράτορα (επικεφαλής των Αυτοκρατορικών στάβλων). Τότε, πρέπει να ήταν ακόμα νέος, μάλλον στα είκοσί του. Αν και παρότρυνε τον Μιχαήλ Α΄ να αντιμετωπίσει τον Λέοντα (Ε΄) τον Αρμένιο, μετά την εκθρόνιση του Μιχαήλ Α΄ από τον Λέοντα Ε΄ (βασ. 813–820), ο Μανουήλ προήχθη στον βαθμό του πατρικίου και του ανατέθηκε η θέση του στρατηγού του Αρμενιακού ή του Ανατολικού θέματος. [4] [5] Η τελευταία θέση ήταν ο ανώτερος από τους θεματικούς κυβερνήτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο ίδιος ο Λέων Ε΄ είχε το αξίωμα αυτό πριν από την ενθρόνισή του. [6] Σύμφωνα με τους ιστορικούς Τζον Μπ. Μπιούρυ και Γουόρεν Τρέντγκολντ, στις αρχές του 819 και για περίπου ένα χρόνο, ο Λέων φαίνεται ότι διόρισε τον Μανουήλ στην εξαιρετική θέση του μονοστρατηγού των πέντε εδαφικών θεμάτων της Μικράς Ασίας, αλλά αυτή η ασυνήθιστη συγκέντρωση εξουσίας διοίκησης προφανώς κατευθυνόταν προς την αποτελεσματικότερη καταστολή της Εικονόφιλης αντίστασης ενάντια στην αποκατάσταση των Εικονομάχων από τον Λέοντα Ε΄, παρά για στρατιωτικούς σκοπούς. [7] Αυτός ο διορισμός είναι, ωστόσο, πιθανότατα μία εσφαλμένη ανάγνωση της κύριας πηγής, σύμφωνα με τους εκδότες της Προσωπογραφίας της Μεσο-Βυζαντινής Περιόδου. [8] Σύμφωνα με την ιστορία του Μιχαήλ του Σύρου, την ίδια περίπου περίοδο ο Μανουήλ ήταν υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις με τους Χουρραμίτες πρόσφυγες και τον αρχηγό τους Νασρ, ο οποίος βαπτίστηκε Θεόφοβος στη Βυζαντινή υπηρεσία. Ωστόσο, η χρονολογία του Mιχαήλ γι' αυτό το επεισόδειο είναι συγκεχυμένη και αμφίβολης ακρίβειας. [4]

Η σταδιοδρομία του Μανουήλ υπό τον διάδοχο τού Λέοντα Ε΄, τον Μιχαήλ Β΄ του Αμορίου (βασ. 820–829), είναι ασαφής, καθώς δεν αναφέρεται στις πηγές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σίγουρα την εποχή της έκρηξης της μεγάλης εξέγερσης του Θωμά του Σλάβου, στρατηγός των Αρμενίων ήταν ο Ολβιανός, ενώ οι Ανατολικοί προσχώρησαν στην εξέγερση. Ο ίδιος ο Μανουήλ, ωστόσο, προφανώς παρέμεινε πιστός στον Μιχαήλ Β΄ και πιθανότατα ο τελευταίος ήταν, που τον ανέβασε στον βαθμό του μαγίστρου. [9] Οι εκδότες της Προσωπογραφίας της Μεσο-Βυζαντινής Περιόδου προτείνουν, ότι ο Μανουήλ μπορεί να ανακλήθηκε από τον Μιχαήλ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη, ειδικά αν ο γάμος του γιου του Μιχαήλ Β΄ και κληρονόμου Θεόφιλου (βασ. 829–842) και της ανιψιάς του Μανουήλ, Θεοδώρας, έγινε γύρω στο 821, όπως προτείνεται από τον E. Γου. Μπρουκς, και όχι γύρω στο 830, όπως προτείνει ο Tράντγκολντ. [9]

Απόδραση στο Χαλιφάτο Επεξεργασία

 
Η πρεσβεία του Ιωάννη του Γραμματικού το 829 στον Mαμούν (αριστερά) από τον Θεόφιλο (δεξιά), όπως απεικονίζεται στη Σύνοψη Ιστοριών του Σκυλίτζη, στο χειρόγραφο της Μαδρίτης.

Το 829, είτε λίγο πριν (σύμφωνα με τονυς Συνεχιστές του Θεοφάνη, ακολουθούμενο από τον E. Γου. Μπρουκς και την Προσωπογραφία της Μ. Β. περιόδου και άλλους) είτε λίγο μετά (σύμφωνα με τον Συμεών Λογοθέτη, αποδεκτό από τον Tρέντγκολντ, το Λεξικό της Οξφόρδης για το Βυζάντιο και άλλους) το τέλος του Μιχαήλ και την άνοδο του Θεοφίλου, ο Μανουήλ αυτομόλησε στους Αββασίδες ως αποτέλεσμα μηχανορραφιών στην αυλή: ο λογοθέτης του Δρόμου Μύρων τον είχε κατηγορήσει στον νέο Αυτοκράτορα ότι σχεδίαζε την κατάληψη του θρόνου. [4] [10] [11] Χρησιμοποιώντας τις άμαξες του Αυτοκρατορικού ταχυδρομίου, διέσχισε τη Μ. Ασία βιαστικά και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον χαλίφη αλ-Μαμούν (βασ. 813–833), υπό τον όρο ότι δεν θα αναγκαζόταν να ασπαστεί το Ισλάμ. [10] Σύμφωνα με τον ιστορικό του 13ου αι. Βαρντάν Αρεβέλτσι, ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του Μαμούν γι' αυτή την αποστασία, που έδινε στον Μανουήλ ημερήσιο μισθό 1.306 αργυρά ντιράμ και του έκανε συνεχώς δώρα. [12]

Ο Θεόφιλος, με τη σειρά του, δίστασε να πιστέψει τις κατηγορίες και τελικά πείστηκε από τον πρωτοβεστιάριο Λέοντα Χαμοδράκωντα και τον σύγκελλο Ιωάννη τον Γραμματικό για την αθωότητα του στρατηγού του. [10] Ως εκ τούτου, αποφάσισε να κάνει τον Μανουήλ να επιστρέψει και έστειλε τον Ιωάννη τον Γραμματικό στη Βαγδάτη σε διπλωματική αποστολή τον χειμώνα του 829/830, φαινομενικά για να ανακοινώσει την προσχώρησή του. Ο Ιωάννης μπόρεσε πράγματι να δει τον Μανουήλ κατ' ιδίαν και του πρόσφερε τη χάρη του Αυτοκράτορα, την οποία ο Μανουήλ φάνηκε να αποδέχεται, αν και προς το παρόν, ο Μανουήλ παρέμεινε δημόσια πιστός στην πίστη του στους Αββασίδες. [11] [13]

Το καλοκαίρι του 830, ο Μανουήλ συμμετείχε σε μία εκστρατεία των Αββασιδών κατά των Χουρραμιτών ανταρτών του Μπαμπάκ Χοραμντίν στο Aνταρμπαγιτζάν, μαζί με μία ομάδα Βυζαντινών αιχμαλώτων. Στην εκστρατεία ηγήθηκε ονομαστικά ο γιος του Mαμούν, αλ-Αμπάς, αλλά είναι πιθανό, σύμφωνα με τον Tρέντγκολντ, ότι ο πιο έμπειρος Mανουήλ ήταν ο πραγματικός διοικητής, καθώς οι Αραβικές και Συριακές πηγές αναφέρουν ότι διοικούσε έναν "στρατό Αράβων και Περσών». Αφού κέρδισε μερικές μέτριες επιτυχίες, ο στρατός γύρισε πίσω νότια. Ο Μανουήλ, ο οποίος μέχρι τότε είχε κερδίσει προφανώς την εμπιστοσύνη των Αράβων υπαλλήλων του, πρότεινε αυτός και ο Αμπάς να πάρουν μέρος του στρατού και να επιδράμουν στο πέρασμα της Χαντάθ στη Βυζαντινή Καππαδοκία. Μόλις πέρασαν τα βουνά, αυτός και οι άλλοι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι εξουδετέρωσαν τον Αμπάς και τη συνοδεία του, πήραν τα όπλα τους και διέφυγαν. «Ο Αμπάς και οι σύντροφοί του έμειναν πίσω ανενόχλητοι και τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στην επικράτεια των Αββασιδών. [12] [13] [4]

Εσωτερικό των Σχολείων Επεξεργασία

Ο Θεόφιλος υποδέχτηκε τον Μανουήλ με ανοιχτές αγκάλες και τον ονόμασε Δομέστικο των Σχολών, διοικητή του επίλεκτου τάγματος των Σχολών και de facto αρχιστράτηγο όλου του στρατού. Ο Μανουήλ θα παρέμενε ο ηγετικός στρατηγός του Θεόφιλου για το υπόλοιπο της βασιλείας του. Επιπλέον, ως θείος της συζύγου του Θεοφίλου, της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η θέση του στην Αυλή ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας αργότερα έγινε ανάδοχος για τα παιδιά του Μανουήλ. [11] [14] [4] Οι Συριακές πηγές αναφέρουν μάλιστα, ότι ο Θεόφιλος έκανε τον Μανουήλ κυβερνήτη των «εσωτερικών περιοχών» της Αυτοκρατορίας. [9]

 
Ο Βυζαντινός στρατός και ο Θεόφιλος υποχωρούν προς ένα βουνό μετά τη μάχη του Aνζέν, μικρογραφία από τη Σύνοψη Ιστοριών του Σκυλίτζη, χειρόγραφο της Μαδρίτης.

Το 831 ο Μανουήλ συνόδευσε τον Θεόφιλο σε μία εκστρατεία κατά της επιδρομής των Αράβων της Κιλικίας. Οι Βυζαντινοί συνάντησαν τους Άραβες κοντά στο οχυρό Χαρσιανού και τους προκάλεσαν βαριά ήττα, σκοτώνοντας 1.600 και αιχμαλωτίζοντας περίπου 7.000. [15] Ο Μανουήλ καταγράφεται επίσης ως συνοδός του Θεοφίλου στην μεγάλη εκστρατεία του το 837 εναντίον των Αραβικών πόλεων της βόρειας Μεσοποταμίας, η οποία οδήγησε στην άλωση της Ζάπετρας και των Αρσαμοσάτων. [11] [9] [13] Αυτή η εκστρατεία, ωστόσο, και οι θηριωδίες που διέπραξαν τα πρώην στρατεύματα Χουρραμιτών των Βυζαντινών μετά την πτώση της Ζάπετρας, προκάλεσαν μία μεγάλης κλίμακας εκστρατεία αντιποίνων από τον χαλίφη αλ-Μουτασίμ (βασ. 833– 842). Ο Μανουήλ συνόδευσε και πάλι τον Αυτοκράτορα ως ανώτερος στρατηγός του, μαζί με τον Νασρ/Θεόφοβο ως διοικητή ενός μεγάλου σώματος αποτελούμενου από πρώην πρόσφυγες Χουρραμίτες. Ο Μανουήλ συμμετείχε στην καταστροφική μάχη του Aνζέν στις 22 Ιουλίου 838, όπου ο Θεόφιλος αντιμετώπισε τον στρατό του στρατηγού αλ-Αφσίν. [13] Κατά τη διάρκεια εκείνης της μάχης, ο Αυτοκρατορικός στρατός διερράγη και τράπηκε σε φυγή και ο Θεόφιλος με τη ακολουθία του περικυκλώθηκε από τους Άραβες σε έναν λόφο με περίπου 2.000 Χουρραμίτες. Όταν κάποιοι από τους τελευταίους φέρεται να άρχισαν να σχεδιάζουν να παραδώσουν τον Αυτοκράτορα στους Άραβες, ο Μανουήλ άρπαξε το άλογο του Αυτοκράτορα από το χαλινάρι και τον οδήγησε με τη βία. Μαζί με μερικούς άλλους αξιωματικούς κατάφερε να σπάσει τις Αραβικές γραμμές και έφερε τον Θεόφιλο σε ασφάλεια στο κοντινό χωριό Χιλιόκωμον. [9] [16] Κατά τη διάρκεια της μάχης, έλαβε βαριές πληγές και σύμφωνα με το χρονικό του Συμεών Λογοθέτη, απεβίωσε από αυτές πέντε ημέρες αργότερα, στις 27 Ιουλίου 838. Τάφηκε στο παλάτι του στην Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν κοντά στην Κινστέρνα του Άσπαρος και που έγινε μοναστήρι που πήρε το όνομά του, και παραδοσιακά ταυτίζεται πλέον με το Τζαμί Κεφελί. [11] [4] [17] [18]

Πιθανή ζωή μετά το 838 Επεξεργασία

Τα χρονικά του Γενέσιου και των Συνεχιστών του Θεοφάνη (και ακολουθώντας τους ο Σκυλίτζης και ο Ζωναράς), ωστόσο, αναφέρουν ότι επέζησε από τις πληγές του, υποτίθεται ότι θεραπεύτηκε θαυματουργικά, αφού αποκήρυξε την εικονομαχία κατ' εντολή μερικών μοναχών. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν, ότι μετά το τέλος του Θεοφίλου, ανέλαβε τη γενική αρχηγία του Βυζαντινού στρατού και διορίστηκε μέλος του συμβουλίου της αντιβασιλείας για τον ανήλικο νέο Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (βασ. 842–867) μαζί με τον Θεόκτιστο και τον Βάρδα. Η θέση του ήταν τόσο υψηλή, που ο λαός λέγεται ότι τον ανακήρυξε ως Αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο, αλλά αρνήθηκε να δεχτεί τη θέση. Οι ίδιοι συγγραφείς αναφέρουν, ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναστήλωση των εικόνων και ότι έγινε πρωτομάγιστος πριν διαφωνίσει με τον Θεόκτιστο, κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή στα κτήματά του. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στα τέλη της δεκαετίας του 850, έσωσε τη ζωή του Αυτοκράτορα σε άλλη μάχη στο Aνζέν και απεβίωσε λίγο μετά. [19] [17] [4] [20] Οι παραδοσιακή λόγιοι έχουν αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό αυτή την αφήγηση, αλλά ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν εκφράσει αμφιβολίες ως προς την ορθότητά της. Ο Βέλγος Βυζαντινιστής Ανρί Γκρεγκουάρ ήταν ο πρώτος, που τόνισε την ασυμβατότητά του με την αφήγηση του Συμεών Λογοθέτη, υποθέτοντας ότι επρόκειτο για μεταγενέστερη εφεύρεση, που πιθανόν έγινε από τους μοναχούς της Μονής του Μανουήλ, οι οποίοι τον τιμούσαν ως άγιο και προσπάθησαν να μετριάσουν το εικονομαχικό παρελθόν του. Ο Γουόρεν Τρέντγκολντ, ο οποίος θεωρεί τον Συμεών Λογοθέτη πιο αξιόπιστο, απέρριψε επίσης τις αναφορές για την επιβίωση του Mανουήλ μετά το 838 ως επινοήματα. [20] [13]

Άλλοι σύγχρονοι μελετητές συνεχίζουν να υποστηρίζουν τη δυνατότητα της συνέχισης της ζωής του μετά το 838, ιδίως δεδομένης της ύπαρξης μίας σφραγίδας, που χρονολογείται στα μέσα του 9ου αι., η οποία γράφει «Μανουήλ πατρίκιος, αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος, μάγιστρος και βαΐουλος [διδάσκαλος] του Αυτοκράτορα», φαίνεται να επιβεβαιώνει τόσο την επιβίωσή του τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄, όσο και τον αναφερόμενο ρόλο του ως μέλος της αντιβασιλείας. Ακόμα και έτσι, οι ιστορίες για τις δραστηριότητές του και ιδιαίτερα ο ρόλος του στην αποκατάσταση των εικόνων και την υποτιθέμενη δεύτερη μάχη στο Aνζέν (η οποία είναι σαφώς εμπνευσμένη από τα γεγονότα του 838), θεωρούνται σχεδόν σίγουρα επίπλαστες. Ωστόσο, μπορεί να είναι αξιόπιστη η ιστορία του τέλους του μετά την πτώση του Θεόκτιστου, κάτι που πιθανότατα θα το τοποθετούσε κάπου μεταξύ 855 και 863 [4]

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 8  Οκτωβρίου 2018.
  2. Treadgold 1988, σελ. 269.
  3. PmbZ, σελ. 136.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 PmbZ.
  5. Treadgold 1988, σελ. 198.
  6. ODB.
  7. Treadgold 1988, σελ. 222.
  8. PmbZ, σελ. 140.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 PmbZ, σελ. 137.
  10. 10,0 10,1 10,2 Treadgold 1988, σελ. 267.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 ODB.
  12. 12,0 12,1 Vasiliev 1935, σελ. 103.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Treadgold 1988.
  14. Treadgold 1988, σελ. 273.
  15. Treadgold 1988, σελ. 275.
  16. Treadgold 1988, σελ. 300.
  17. 17,0 17,1 van Millingen 1912.
  18. Treadgold 1988, σελ. 301.
  19. Guilland 1967, σελ. 437.
  20. 20,0 20,1 Treadgold 1979.

Πηγές Επεξεργασία

  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les institutions byzantines [Studies on the Byzantine Institutions]. Berliner byzantinische Arbeiten 35 (in French). Vol. I. Berlin and Amsterdam: Akademie-Verlag & Adolf M. Hakkert. OCLC 878894516.
  • (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2000). "Manuel (# 4707)". Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit: 1. Abteilung (641–867), Band 3: Leon (# 4271) – Placentius (# 6265) (in German). Berlin and Boston: De Gruyter. pp. 136–141. ISBN 978-3-11-016673-6.
  • Treadgold, Warren T. (1979). «The Chronological Accuracy of the "Chronicle" of Symeon the Logothete for the Years 813–845». Dumbarton Oaks Papers (Washington, DC: Dumbarton Oaks) 33: 157–197. doi:10.2307/1291437. 
  • Treadgold, Warren (1988). The Byzantine Revival, 780–842. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 978-0-8047-1462-4.
  • van Millingen, Alexander (1912). Byzantine Churches of Constantinople. London: MacMillan & Company. 
  • Vasiliev, Alexander A. (1935). Byzance et les Arabes, Tome I: La dynastie d'Amorium (820–867). Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae (in French). French ed.: Henri Grégoire, Marius Canard. Brussels: Éditions de l'Institut de philologie et d'histoire orientales. OCLC 181731396.