Ο Μιχαήλ Στρυφνός (άκμασε π. 1190-1203) ήταν ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός της Ρωμανίας, κατά τη δυναστεία των Αγγέλων.

Μιχαήλ Στρυφνός
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11ος αιώνας
Θάνατος13ος αιώνας[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Περίοδος ακμής1190 - 1203
Οικογένεια
ΣύζυγοςΘεοδώρα Καματηρίνα
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςναύαρχος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜέγας δουξ

Βιογραφία Επεξεργασία

Αναφέρεται πρώτα το 1192 ως σεβαστός και επικεφαλής του βεστιαρίου (θησαυροφυλακίου του Αυτοκράτορα) κατά τη βασιλεία του Ισαακίου Β΄ Αγγέλου (1185-1195).[2][3]

Νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα Καματηρά, κόρη του Ανδρονίκου και αδελφή της Ευφροσύνης Καματηράς (συζύγου του Αλεξίου Γ΄). Έτσι όταν τον Ισαάκιο Β΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Αλέξιος Γ΄, ο Στρυφνός έγινε μέγας δούκας (ναύαρχος) του στόλου τη Ρωμανίας.[2][3] Ο σύγχρονός του ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης τον περιγράφει ως "άνδρα εξαιρετικής αγριότητας και σπάνιας ατιμίας", που χρησιμοποίησε τη θέση του για να πωλήσει τα ιστία, τις άγκυρες και την άλλη σκευή των πλοίων, ακόμη και τους ήλους.[2][3] Οι ενέργειές του αυτές έπληξαν καίρια τον Ρωμαϊκό στόλο, που ήταν πια αμήχανο να αντισταθεί στη λίγο μετά επέλαση της Δ΄ Σταυροφορίας.[2]

Ως μέγας δούκας ήταν θεματοφύλακας των θεμάτων Ελλάδος (Στερεάς Ελλάδος και Θεσσαλίας) και Πελοποννήσου. Με την ιδιότητα αυτή μετέβη στην Αθήνα περί το 1201-1202· ο Μιχαήλ Χωνιάτης επίσκοπος Αθηνών συνέθεσε ένα εγκώμιο προς τιμήν του.[2][3] Ο σκοπός του Στρυφνού ήταν να αντιταχθεί στην αυξανόμενη δύναμη του Λέοντος Σγουρού, τοπικού άρχοντα, που έγινε αυτόνομος κυβερνήτης, αλλά δεν φαίνεται να κατάφερε να τον ελέγξει.

Έχουν διασωθεί τρεις σφραγίδες του Στρυφνού[3] και ένα μεγάλο χρυσό δακτυλίδι με σμάλτο, που μάλλον του δόθηκε κατά τον διορισμό του ως μεγάλου δούκα.[4]

Οικογένεια Επεξεργασία

Νυμφεύτηκε τη Θεοδώρα Καματηρά, κόρη του Ανδρονίκου επάρχου της Κωνσταντινουπόλεως, μεγάλου δρουγγάριου της βίγλας και συγγραφέα θεολογικής πραγματεάς.

Αναφορές Επεξεργασία

  1. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Brand & Cutler (1991), p. 1968
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Guilland (1967), pp. 546–547
  4. Ross (2005), pp. 108–109