Η Νεροκοτσέλα είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Ραλλιδών (Ράλλοι, κν. πουλάδες), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Rallus aquaticus και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[3]

Νεροκοτσέλα
Ενήλικη νεροκοτσέλα
Ενήλικη νεροκοτσέλα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [2]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Γερανόμορφα (Gruiformes)
Οικογένεια: Ραλλίδες (Rallidae)
Γένος: Ράλλος (Rallus) (Linnaeus, 1758)
Είδος: R. aquaticus
Διώνυμο
Rallus aquaticus (Ράλλος ο φίλυδρος)[1]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Rallus aquaticus aquaticus
Rallus aquaticus hibernans
Rallus aquaticus indicus
Rallus aquaticus korejewi

Rallus aquaticus

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Rallus aquaticus aquaticus (Linnaeus, 1758).

Συστηματική ταξινομική Επεξεργασία

Η νεροκοτσέλα ανήκει σε μία οικογένεια πτηνών, τους ράλλους, που περιλαμβάνει περίπου 150 είδη. Αν και οι ρίζες της ομάδας βρίσκονται εξελικτικά πολύ παλαιά, ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών και οι πιο πρωτόγονες μορφές βρίσκονται στον Παλαιό Κόσμο, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή η οικογένεια προέρχεται από εκεί. Ωστόσο, το γένος Rallus, η ομάδα με τα μακριά ράμφη που ζουν σε καλαμιώνες, φαίνεται να προέρχονται από τον Νέο Κόσμο. Γενετικά στοιχεία δείχνουν ότι η νεροκοτσέλα έχει ως κοντινότερο συγγενή της το γένος του Ειρηνικού Gallirallus.[4]

Απολιθώματα Επεξεργασία

Τα παλαιότερα γνωστά απολιθώματα ενός προγόνου του είδους, είναι οστά από τα Καρπάθια χρονολογούμενα από το Πλειόκαινο, 1,8 έως 5,3 εκατομμύρια έτη πριν. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, τα απολιθώματα δείχνουν ότι το είδος ήταν ήδη παρόν στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής του επικράτειας.[5] Υπάρχουν αρκετές καταγραφές -πάνω από 30 από τη Βουλγαρία και μόνο-, και πολλές άλλες από τη νότια Ευρώπη [6][7] και την Κίνα.[8]

Γεωγραφική κατανομή Επεξεργασία

 
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Rallus aquaticus. Πράσινο: διαμονή και αναπαραγωγή όλο το έτος (επιδημητικό) Κίτρινο: καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής Μπλε: περιοχές διαχείμασης

Το είδος έχει εξάπλωση σε αρκετές περιοχές του Παλαιού Κόσμου όπου τοπικά, είναι κοινό. Είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό, με κάποιους πληθυσμούς να είναι μόνιμοι και, άλλους, να είναι αποδημητικοί ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.

Περιοχές αναπαραγωγής Επεξεργασία

Οι μόνιμες περιοχές αναπαραγωγής του είδους (επιδημητικό) βρίσκονται και στις 3 ηπείρους του Παλαιού Κόσμου. Στην Ευρώπη, καλύπτεται σχεδόν η μισή έκτασή της από τις χώρες της Ιβηρικής και το Ηνωμένο Βασίλειο στα δυτικά, μέχρι τα άκρα της κεντρικής ηπείρου στα ανατολικά και, από την Ισλανδία και τη Νορβηγία στα βόρεια, μέχρι την Ελλάδα στον νότο. Ωστόσο, αυτές οι περιοχές συνορεύουν με τις καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, έτσι ώστε να αλληλοεπικαλύπτονται και να υπάρχει συνέχεια στην επικράτεια του είδους, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, με εξαίρεση τη βόρεια Σκανδιναβία και τη βόρεια Ρωσία.

Στην Ασία, το είδος βρίσκεται όλο το χρόνο σε πολλές περιοχές της Τουρκίας, τις χώρες του Ευξείνου Πόντου, και της δυτικής Κασπίας, σε θύλακες του Ιράν, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, καθώς και σε μεγάλες εκτάσεις της δυτικής Κίνας, ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, «ανεβαίνει» μέχρι την κεντρική Σιβηρία στα βόρεια και, μέχρι την Κορέα και την Ιαπωνία στα ανατολικά.

Στην Αφρική, τέλος, είναι επιδημητικό σε βόρειες παραμεσογειακές περιοχές του Μαρόκου, της Αλγερίας, της Τυνησίας, της Λιβύης και της Αιγύπτου.[9]

Ωστόσο, τα στοιχεία από την ασιατική επικράτεια είναι ελλιπή και, θεωρείται ότι το είδος έχει μεγαλύτερη εξάπλωση από την καταγεγραμμένη.[10]

Περιοχές διαχείμασης Επεξεργασία

Οι περιοχές διαχείμασης των υποειδών της νεροκοτσέλας, βρίσκονται στην Αφρική (μέχρι τις παρυφές της Σαχάρας και κατά μήκος του Νείλου), και στην Ασία, σε θύλακες της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής χερσονήσου στα δυτικά, μέχρι τη ΒΔ Ινδία, την Ινδοκίνα και τις ακτές της νότιας Κίνας στα ανατολικά.

Μεταναστευτική συμπεριφορά Επεξεργασία

Οι δυτικοί και νότιοι πληθυσμοί του είδους είναι κατ’ουσίαν μόνιμοι (επιδημητικοί) (Snow and Perrins 1998), ενώ άλλοι είναι πλήρως αποδημητικοί, μετακινούμενοι διά ξηράς και, σε ευρύ μέτωπο, μεταξύ αναπαραγωγικών και χειμερινών εδαφών (del Hoyo et al. 1996). Όταν οι χειμώνες είναι ήπιοι, η εαρινή μετανάστευση ξεκινάει στα τέλη Φεβρουαρίου, αλλιώς αυτό συμβαίνει από τον Μάρτιο έως τα μέσα Απριλίου (Snow και Perrins 1998) ή τον Μάιο (del Hoyo et al. 1996). Στην Ευρώπη και τη Ρωσία, η φθινοπωρινή μετανάστευση ξεκινάει από τον Αύγουστο και διαρκεί έως τον Δεκέμβριο (del Hoyo et al. 1996, Snow και Perrins 1998). Το είδος αναπαράγεται κατά μεμονωνένα ζεύγη ή μικρές οικογενειακές ομάδες (Snow και Perrins 1998), αν και μεγάλες συγκεντρώσεις πουλιών αναπαραγωγής μπορεί να απαντούν σε εκτεταμένους υγρότοπους, με φωλιές 20-50 μέτρων μεταξύ τους, όπου η πυκνότητα του πληθυσμού είναι υψηλή (Taylor και van Perlo 1998). Αμέσως μετά την αναπαραγωγή, τα πουλιά μπορεί να συχνάζουν σε ευνοϊκά ενδιαιτήματα μεταξύ αρχών Ιουλίου και αρχών Σεπτεμβρίου (Taylor και van Perlo 1998), για να αλλάξουν πτέρωμα (Snow και Perrins 1998), πράγμα που μπορεί να διαρκέσει για 3 εβδομάδες, περίπου (Taylor και van Perlo 1998, Snow και Perrins 1998). Έξω από την περίοδο της αναπαραγωγής το είδος παραμένει μοναχικό (Taylor και van Perlo 1998, Snow και Perrins 1998), αλλά μπορεί περιστασιακά να συναθροίζεται σε μικρές ομάδες έως 30 άτομα κατά τη διάρκεια του χειμώνα (Taylor και van Perlo 1998). Το είδος χρησιμοποιεί, τακτικά, σαφώς καθορισμένα μονοπάτια μεταξύ των αγαπημένων του ενδιαιτημάτων προς αναζήτηση τροφής. (Snow και Perrins 1998).

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία και τα Σβάλμπαρντ, το Νεπάλ και τη Σρι Λάνκα, το Μπρουνέι και το Βιετνάμ.[2]

Στην Ελλάδα, η νεροκοτσέλα είναι επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στη χώρα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

Βιότοπος Επεξεργασία

 
Τυπικός βιότοπος της νεροκοτσέλας (Phragmites australis)

Το είδος απαιτεί, γενικότερα, λασπώδες έδαφος για αναζήτηση τροφής (del Hoyo et al. 1996) και δείχνει μια προτίμηση για τα ρηχά, στάσιμα ή με αργή ροή, ύδατα (del Hoyo et al. 1996), 5-30 εκατοστών βάθους (Taylor και van Perlo 1998), που περιβάλλονται από πυκνή παραποτάμια, αναδυόμενη, υποεπιφανειακή ή καθαρά υδρόβια βλάστηση (del Hoyo et al. 1996).

Αναπαράγεται σε καλαμιώνες και άλλου παρόμοιου τύπου αναδυόμενη βλάστηση, σε έλη με γλυκό ή αλμυρό νερό, βάλτους και τενάγη (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998) και στις παρυφές των ανοικτών λιμνών με γλυκό ή αλμυρό νερό (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998). Άλλοι οικότοποι περιλαμβάνουν αργιλώδεις ή με βότσαλα νερόλακκους, ανεσκαμμένους τυρφώνες (Taylor και van Perlo 1998), στροφές ποταμών και τα κανάλια τους, υγρά λιβάδια και ορυζώνες (del Hoyo et al. 1996). Αντί να καταλαμβάνει μεγάλες, ενιαίες υγρές περιοχές σε μεγαλύτερα ενδιαιτήματα, το είδος δείχνει προτίμηση για τους υγρότοπους που, σχηματίζουν ένα ψηφιδωτό με ξερά ξέφωτα και διάσπαρτα δένδρα (π.χ. ιτιάς -Salix spp. -[Taylor και van Perlo 1998]) ή θαμνώνες (Taylor και van Perlo 1998).

  • Τα φυτικά γένη που αποτελούν τη βλάστηση κάλυψης στις ηπειρωτικές περιοχές αναπαραγωγής είναι κυρίως τα Phragmites, Typha, Iris, Sparganium και Carex, ενώ στις παράκτιες περιοχές το είδος Juncus maritimus (Taylor και van Perlo 2000). Έρευνα στην Ολλανδία και την Ισπανία έδειξε ότι, το Juncus maritimus παρέχει καλύτερη κάλυψη από άλλα παραθαλάσσια φυτά. Επίσης, όπου υπάρχει, το Cladium mariscus με το ύψος του (1,5 μέτρο) αποτελεί εξαιρετική επιλογή κάλυψης των φωλιών της Νεροκοτσέλας (De Kroon & Mommers 2002).

Κατά τη μετανάστευση και το χειμώνα, το είδος συχνάζει σε όχθες ποταμών (Urban et al. 1986), κανάλια (Urban et al. 1986), νερόλακκους με χαλίκια (del Hoyo et al. 1996), αποχετευτικά δίκτυα αγροκτημάτων (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998), βαλτώδεις περιοχές (Ισλανδία) (del Hoyo et al. 1996), περιοχές με φτέρες στα νησιά (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998), πλημμυρισμένες εκτάσεις με συστάδες βάτων (Rubus spp.) (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998) και άλλες πολύ μικρές συστάδες υγροτόπων (del Hoyo et al. 1996).

Πάντως, ανεξάρτητα από την εποχή, το προτιμώμενο ενδιαίτημα είναι εκείνο με Phragmites spp. (καλαμιές), κυρίως με τα όρθια και όχι πλαγιασμένα φυτά (Jenkins & Ormerod 2002). Φινλανδική έρευνα έδειξε τη συσχέτιση μεταξύ βλάστησης και αναπαραγωγικών πληθυσμών του είδους: όσο πυκνότερη ήταν η βλάστηση, τόσο περισσότερες ήσαν οι φωλιές και οι πληθυσμοί του πουλιού (Virkkala et al 2005). Το βόρειο όριο των περιοχών αναπαραγωγής φαίνεται να καθορίζεται από την ποιότητα του νερού και, συγκεκριμένα, από την περιεκτικότητα των υδάτων σε πλούσια θρεπτικά στοιχεία σε σχέση με όξινα συστατικά. Έτσι, σε περιοχές όπου ευδοκιμούσε το είδος Comarum palustre (όξινα εδάφη) η νεροκοτσέλα αδυνατούσε να αναπαραχθεί (De Kroon & Mommers 2002).

Παρόλο που είναι είδος πεδινών περιοχών, η νεροκοτσέλα έχει βρεθεί να αναπαράγεται στα 1240 μέτρα (Άλπεις) και στα 2000 μέτρα (Αρμενία) (Taylor & van Perlo 2000). Τα άτομα του ισλανδικού υποείδους R. a. hibernans βασίζονται πολύ στα γεωθερμικά ύδατα του νησιού και, πολλές φορές, βρίσκουν δίοδο προς αυτά μέσω στοών που κατασκευάζουν κάτω από το χιόνι. Όταν δεν αναζητούν τροφή, κρύβονται σε κοιλότητες που σχηματίζει η στερεοποιημένη λάβα.[11]

Στην Ελλάδα απαντά συνήθως σε λιμνοθάλασσες, λίμνες και βαλτότοπους,[12] σε μικρούς σχετικά αριθμούς, μέσα στους καλαμιώνες και στη θαμνώδη βλάστηση που αναπτύσσεται κοντά στις όχθες.[13]

Μορφολογία Επεξεργασία

 
Πορτραίτο ενήλικης νεροκοτσέλας

Η νεροκοτσέλα είναι μετρίου μεγέθους πτηνό, αλλά η μεγαλύτερη από τις συγγενικές πουλάδες που, κρύβεται επισταμένα στην πυκνή βλάστηση, την οποία αποζητά ως ζωτικής σημασίας για την κάλυψή της. Πολλές φορές, καθίσταται δύσκολη η παρατήρησή της, ωστόσο είναι λιγότερο διακριτική από άλλες πουλάδες και, εμφανίζεται συνήθως κατά τη διάρκεια των ωρών με λιγοστό φως (λυκαυγές, λυκόφως), αν και είναι ευκολότερο να την ακούσει κάποιος παρά να τη δει.[14] Εμφανίζεται περισσότερο κατά τη διάρκεια κακών καιρικών συνθηκών, όταν βγαίνει από την κρυψώνα της για να αναζητήσει τροφή.[15]

Όταν εμφανιστεί, εύκολα μπορεί να την ξεχωρίσει κάποιος από τις άλλες πουλάδες, λόγω του μακρού κοκκινωπού ράμφους της και, όταν πετάει, από το λευκό μέρος στην κάτω κοιλιά. Η άνω επιφάνεια του σώματός της είναι ελαιοκαφετί με μαύρες ραβδώσεις, ιδιαίτερα στους ώμους. Οι πλευρές του κεφαλιού και το κάτω μέρος μέχρι την κοιλιά είναι σκούρο γκριζομπλέ, εκτός από μία μαυριδερή περιοχή μεταξύ ράμφους και οφθαλμού και τις καφετί πλευρές στο ανώτερο στήθος. Οι πλευρές κάτω από τις πτέρυγες (flanks) είναι ραβδωτές ασπρόμαυρες, ενώ η περιοχή της κοιλιάς κάτω από την ουρά είναι λευκή, με κάποιες πιο σκουρόχρωμες ραβδώσεις.

Το μακρύ ράμφος και η ίριδα είναι κόκκινου χρώματος, και οι ταρσοί είναι σαρκόχρωμοι. Τα φύλα είναι παρόμοια, αν και τα θηλυκά είναι, κατά μέσον όρο, λίγο μικρότερα από τα αρσενικά και με πιο λεπτό ράμφος.[11] Ωστόσο, ο καθορισμός του φύλου μόνο με μετρήσεις είναι μη αξιόπιστος.[16]

Τα νεαρά άτομα (juveniles) έχουν μαυριδερή κορυφή κεφαλιού και, λευκό πηγούνι και λαιμό. Το κάτω μέρος τους είναι καφετί ή λευκό με πιο σκούρες ραβδώσεις, ενώ οι πλευρές κάτω από τις πτέρυγες είναι ραβδωτές καφετί και όχι ασπρόμαυρες. Η περιοχή κάτω από την ουρά είναι καφετί, ενώ το μάτι, το ράμφος και οι ταρσοί έχουν πιο θαμπά χρώματα από εκείνα των ενηλίκων.

Βιομετρικά στοιχεία Επεξεργασία

  • Μήκος σώματος: 23-28 εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: 38-45 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό (88-) 114 έως 164 (-180) γραμμάρια, Θηλυκό (73-) 92 έως 107 (-160) γραμμάρια.[17][18]

Τροφή Επεξεργασία

 
Ενήλικη νεροκοτσέλα

Η νεροκοτσέλα θεωρείται είδος παμφάγο, με τη διατροφή της να αποτελείται τόσο από ζωική ύλη (Snow και Perrins 1998), όσο και φυτική. Η λεία της είναι κυρίως σκουλήκια, βδέλλες, μαλάκια, γαρίδες, καραβίδες, αράχνες, χερσαία και υδρόβια έντομα και προνύμφες, αμφίβια (del Hoyo et al. 1996, Taylor και van Perlo 1998) (βάτραχοι, φρύνοι και τρίτωνες) (Taylor και van Perlo 1998), ψάρια, πουλιά και μικρά θηλαστικά (del Hoyo et al. 1996). Λαμβάνει επίσης φυτική ύλη (κυρίως κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα), που συμπεριλαμβάνει βλαστούς, ρίζες, σπόρους, βατόμουρα και φρούτα (del Hoyo et al. 1996). Τα μικρά σπονδυλόζωα θανατώνονται με ραμφίσματα στη σπονδυλική στήλη τους, ενώ τα νεαρά πουλιά τρέφονται κυρίως με έντομα και αράχνες. Θηράματα που συλλαμβάνονται από το χώμα ή από τη λάσπη συνήθως πλένονται σε νερό πριν καταναλωθούν (Taylor και van Perlo 2000).

Ηθολογία Επεξεργασία

Η νεροκοτσέλα, όπως και οι άλλες πουλάδες, είναι είδος που εμφανίζει έντονη κρυπτική (secretive) συμπεριφορά, ενώ οι ραβδώσεις στο πτέρωμά της καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη την παρατήρησή της. Το πλευρικά συμπιεσμένο σώμα της, τής επιτρέπει να «γλιστρά» ακόμη και στην πυκνότερη βλάστηση, ενώ όταν αιφνιδιαστεί ακάλυπτη, έχει την ιδιότητα να «παγώνει», μένοντας εντελώς ακίνητη.[19] Συνηθίζει να περπατά με ψηλό, σταθερό βάδισμα, αλλά υιοθετεί μια σκυφτή στάση σώματος, όταν τρέχει προς τη βλάστηση για κάλυψη. Επίσης κολυμπάει, όταν είναι απαραίτητο, με τη σπασμωδική «πέρα-δώθε» κίνηση, χαρακτηριστική των ράλλων,[20] ενώ πετάει σε μικρές αποστάσεις, χαμηλά πάνω από τα καλάμια, με τα μακριά πόδια της να κρέμονται. Αν και η πτήση τους φαίνεται αδύναμη, οι νεροκοτσέλες είναι ικανές να εκτελούν μεγάλες πτήσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των νυκτερινών μεταναστεύσεών τους,[21] και, μερικές φορές σκοτώνονται σε προσκρούσεις με φάρους ή σύρματα.[19]

Υπερασπίζεται σθεναρά το ζωτικό της χώρο στα εδάφη αναπαραγωγής και διαχείμασης. Τα πουλιά συγκρούονται, το ένα με το άλλο με το λαιμό τεντωμένο, όταν αναπαράγονται, μερικές φορές, μάλιστα, και τα δύο μέλη του ζεύγους επιτίθενται ταυτόχρονα.

Αναπαραγωγή Επεξεργασία

 
Ενήλικο άτομο στον οικότοπό του

Οι νεροκοτσέλες είναι πουλιά μονογαμικά και ιδιαίτερα εδαφικά όταν αναπαράγονται. Τα ζευγάρια σχηματίζονται με την άφιξή τους στις περιοχές ωοτοκίας, ή, ενδεχομένως, ακόμη και πριν από την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Σε μεγάλους υγροτόπους με καλές συνθήκες, μπορεί να φωλιάζουν 20-50 μέτρα το ένα από το άλλο, ενώ ο ζωτικός χώρος ποικίλλει σε εμβαδόν, με τα 300 τμ να είναι η τυπική έκταση.

Το ζευγάρι φλερτάρει και επικοινωνεί με καλέσματα σε όλη την περίοδο της αναπαραγωγής. Το αρσενικό επιλέγει τη θέση φωλιάσματος, που δείχνει στο θηλυκό, ενώ ποζάρει με ανασηκωμένα τα φτερά της ράχης και τις πτέρυγες υψωμένες σε σχήμα αψίδας, την ουρά τεντωμένη και το ράμφος να βλέπει προς το έδαφος και, όλα αυτά να συνοδεύονται από δυνατές φωνές.[11]

Η φωλιά είναι κατασκευασμένη από υλικό παρακείμενης βλάστησης και, συνήθως, οικοδομείται από το αρσενικό μέσα σε μία (1) ημέρα. Είναι υπερυψωμένη κατά 15 εκατοστά, περίπου, πάνω από το επίπεδο του νερού, και δημιουργείται με καλάμια, συστάδες από ρίζες, πρέμνα δένδρων ή παρόμοια στήριξη, ενώ μπορεί να μεταφερθεί υψηλότερα, εάν τα νερά αρχίσουν να ανεβαίνουν. Έχει μήκος 13-16 εκατοστά και 7 εκ. ύψος, περίπου, ενώ είναι καλά κρυμμένη και προσεγγίζεται με προσοχή από στενές διόδους (για τα φυτά κάλυψης βλ. και Βιότοπος).[11][19][22]

Η νεροκοτσέλα ωοτοκεί 2 φορές σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, κατά μέσον όρο, μία τον Απρίλιο και μία τον Ιούνιο.[23] Η εποχή και το μέγεθος ωοτοκίας εξαρτάται από το υποείδος και το υψόμετρο (λιγότερα αβγά σε μεγάλα υψόμετρα), ενώ το μέγεθος μπορεί να είναι μικρότερο νωρίς ή αργά στην εποχή αναπαραγωγής.[24]

Και οι δύο γονείς επωάζουν τα αβγά, αν και το θηλυκό έχει το μεγαλύτερο μερίδιο αυτού του καθήκοντος.[21] Τα αβγά επωάζονται για 19-20 ημέρες (Harrison), με τουλάχιστον 87% επιτυχία, και οι φωλεόφυγοι (precocial) νεοσσοί, μπορούν να πετάξουν σε άλλες 20-30 ημέρες.[25] Το εκάστοτε μέλος που επιτηρεί τη φωλιά, εφοδιάζεται με τροφή από τον άλλο γονέα, αν και, τις περισσότερες φορές, οι νεοσσοί μπορούν να ακολουθούν τους γονείς τους, μετά από περίπου 5 ημέρες. Μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος, τα νεαρά πουλιά φροντίζουν τον εαυτό τους και, μπορούν να πετάξουν όταν είναι ηλικίας 7-9 εβδομάδων.[11] Εάν μια φωλιά φαίνεται να έχει ανακαλυφθεί, το θηλυκό μπορεί να μεταφέρει τους νεοσσούς ή/και τα αβγά ένα προς ένα σε άλλη θέση. Τα αβγά μεταφέρονται με το ράμφος,[19] αλλά οι νεοσσοί μπορούν να μπαίνουν κάτω από τις φτερούγες της μητέρας τους.[26]

Στην Ελλάδα, η νεροκοτσέλα απαντά καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, αναπαραγομένη κυρίως στην κεντρική και βόρεια χώρα, ενώ διαχειμάζει σε όλη την επικράτεια.[12]

Κατάσταση πληθυσμού Επεξεργασία

 
Ενήλικη νεροκοτσέλα

Γενικά, οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί της νεροκοτσέλας, βρίσκονται σε καλή κατάσταση, γι αυτό, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά με καθοδικές τάσεις.[2] Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι πληθυσμοί είτε είναι σταθεροί, είτε εμφανίζουν κάποια μείωση, λόγω κυρίως της υποβάθμισης των οικοτόπων τους.

Απειλές Επεξεργασία

Τα διάφορα εισηγμένα αρπακτικά αποτελούν την κυριότερη απειλή, για τους ευάλωτους πληθυσμούς των νησιών. Ιδιαίτερα το αμερικανικό βιζόν (Neovison vison) είναι υπεύθυνο για σημαντικές μειώσεις στους πληθυσμούς των πτηνών στις Εβρίδες. Το βιζόν προέρχεται από εκτροφεία γουνοφόρων ζώων στο Lewis, από όπου εξαπλώθηκε μέσω των άλλων νησιών.[27][28] Ωστόσο, έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται προγράμματα ελέγχου των πληθυσμών του σαρκοφάγου, τόσο στις Εβρίδες όσο και στην κυρίως Σκωτία, όπου υφίσταται το ίδιο πρόβλημα.[29][30]

Σε τοπικό επίπεδο, η ποιότητα των ενδιαιτημάτων μπορεί να επηρεαστεί από την αποξήρανση των ελών, της κοίτης των υδρορροών και τις αστικές καταπατήσεις,[31], ή από τη ρύπανση.[32]

  • Οι νεροκοτσέλες αποτελούσαν έδεσμα για τους ανθρώπους εδώ και χιλιάδες χρόνια,[6], με αναφορές από τους Ρωμαίους [33][34] και απεικονίσεις απο τοιχογραφίες στην Πομπηία,[35], ενώ η κατανάλωση συνεχίστηκε μέσα από το Μεσαίωνα έως τη σύγχρονη εποχή.[36] Ωστόσο, λόγω του οικοτόπου του πουλιού και της κρυπτικής φύσης του, το κυνήγι δεν φαίνεται να αποτελεί σοβαρή απειλή.

Άλλες ονομασίες Επεξεργασία

Στον ελλαδικό χώρο η Νεροκοτσέλα απαντάται και με τις ονομασίες Νεροπούλι, Νεροπούλα, Λουσίνα, Ορνίθι (Κρήτη), Κορίλα, Κυχραμόκοτα, Μπουντουβάνα, Βουρλολιάγκος (Λεσίνι Αιτωλοακαρνανίας) [37]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Austin, p. 135
  2. 2,0 2,1 2,2 BirdLife International (2012). Rallus aquaticus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  3. Howard and Moore, p. 121
  4. Christidis & Boles
  5. Tavares et al
  6. 6,0 6,1 Boev
  7. Sánchez
  8. Lucas
  9. BirdLife International and NatureServe (2012). «Rallus aquaticus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  10. Taylor & van Perlo (2000) pp. 293–299
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 Taylor & van Perlo 2000
  12. 12,0 12,1 Όντρια, σ. 96
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2013. 
  14. Bruun, p. 106
  15. Heinzel et al, p. 124
  16. Fuertes et al
  17. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob7240.htm
  18. CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Coward
  20. Snow & Perrins
  21. 21,0 21,1 Ali & Ripley
  22. Seebohm
  23. Harrison, p. 131
  24. Jenkins
  25. Perrins, p. 106
  26. Cocker & Mabey
  27. Moore et al
  28. "Outer Hebrides Biosecurity Plan 2010–2015". Outer Hebrides Fisheries Trust. Retrieved 21 April 2011
  29. Consultation draft - March 2001". The natural heritage of the Western Isles. Scottish Natural Heritage. Retrieved 21 April 2011
  30. "American mink 'safe haven' project under way". BBC News Scotland, 12 May 2011 (BBC). 12 May 2011. Retrieved 12 May 2011
  31. Gibbons et al
  32. Carpene et al
  33. Allason-Jones
  34. Grimm
  35. Watson
  36. Serjeantson
  37. Απαλοδήμος, σ. 45

Πηγές Επεξεργασία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 50, λήμμα «Πουλάδες»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Ali, Salim; Ripley, S Dillon (1980). Handbook of the Birds of India and Pakistan: Volume 2: Megapodes to Crab Plover (2 ed.). New Delhi: OUP India. pp. 149–151. ISBN 0-19-565935-X.
  • Allason-Jones, Lindsay (2005). Women in Roman Britain. York: Council for British Archaeology. p. 103. ISBN 1-902771-43-5.
  • Boev, Zlatovar (2005). "Fossil birds in the National Museum of Natural History, Sofia: composition, development and scientific value". Zoologische Mededelingen Leiden 79–3 (4): 35– 44.
  • Boev, Zlatovar (2006) "Gamefowl in Bulgaria over the last 8,000 years" pp. 398–389 in Botev, Nicola (ed) (1996). Proceedings of the 22nd Congress of the International Union of Game Biologists 1995: The game and the man. Sofia: Pensoft Publishers. ISBN 954-642-013-1.
  • Carpenè, E; Serra R; Isani G (1995). "Heavy metals in some species of waterfowl of northern Italy". Journal of Wildlife Diseases 31 (1): 49–56. PMID 7563424.
  • Christidis, Les; Boles, Walter (2008). Systematics and taxonomy of Australian birds. Collingwood, Victoria: CSIRO. p. 120. ISBN 0-643-06511-3
  • Cocker, Mark; Mabey, Richard (2005). Birds Britannica. London: Chatto & Windus. pp. 175–177. ISBN 0-7011-6907-9.
  • Coward, Thomas Alfred (1930). The Birds of the British Isles and their eggs (two volumes). London: Frederick Warne.
  • Elizabeth S. Austin (1962). Ο Κόσμος των Φυτών και των Ζώων. Αθήνα
  • Fuertes, Benito; García, Javier; Fernández, Juan; Suárez-Seoane, Susana; Arranz, Juan José (2010). "Can Iberian Water Rail Rallus aquaticus be sexed reliably using simple morphometrics?". Ringing & Migration 25: 42–46.
  • Gibbons, David Wingfield; Reid, James B; Chapman, Robert A (editors) (1993). The New Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1988-91. Calton, Staffordshire: T & A D Poyser. pp. 146–147. ISBN 0-85661-075-5.
  • Grimm, Jessica M (2010) "A bird for all occasions. The use of birds at the Romano-British sanctuary of Springhead, Kent, UK" pp. 187–195 in Prummel, W; Zeiler, J T; Brinkhuizen, D C. Birds in Archaeology: Proceedings of the 6th Meeting of the ICAZ Bird Working Group in Groningen 23.8-27.8.2008. Groningen Archaeological Studies, 12. Eelde: Barkhuis. ISBN 978-90-77922-77-4. Text " 2010 " ignored (help)
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Jenkins, Richard K B; Ormerod, Steve J (2002). "Habitat preferences of breeding Water Rail Rallus aquaticus: Surveys using broadcast vocalizations during the breeding season found that Water Rail were significantly more abundant at sites that contained the most wet reed Phragmites sp". Bird Study 49 (1): 2–10. doi:10.1080/00063650209461238.
  • de Kroon, Gerard Η J; Mommers, Maria Η J (2002). "Breeding of the Water Rail Rallus aquaticus in Cladium mariscus vegetation". Ornis Svecica 12: 69–74.
  • de Kroon, Gerard Η J; Mommers, Maria Η J (2003). "Why is the Water Rail Rallus aquaticus a very scarce breeder north of 61°N?". Ornis Svecica 13: 47–52.
  • Lucas, Spencer G (2002). Chinese fossil vertebrates. New York: Columbia University Press. p. 283. ISBN 0-231-08483-8.
  • Marco, Antonio Sánchez (2004). "Avian zoogeographical patterns during the Quaternary in the Mediterranean region and paleoclimatic interpretation". Ardeola 51 (1): 91–132.
  • Moore, N P; Roy, S S; Helyar, A (2003). "Mink (Mustela vison) eradication to protect ground-nesting birds in the Western Isles, Scotland, United Kingdom". New Zealand Journal of Zoology 30 (4): 443–452. doi:10.1080/03014223.2003.9518351.
  • Seebohm, Henry (1896). Coloured Figures of the Eggs of British Birds. Sheffield: Pawlson & Brailsford. p. 86.
  • Serjeantson, Dale 2006) "The consumption and supply of birds in Late Medieval England pp. 131–147 in Woolgar, C M; Serjeantson, Dale; Waldron, Tony (2006). Food in medieval England: diet and nutrition. Oxford: OUP. ISBN 0-19-927349-9.
  • Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition, volume 1). Oxford: Oxford University Press. pp. 584–587. ISBN 0-19-854099-X.
  • Tavares, Erika S; de Kroon, Gerard Η J; Baker, Allan J (2010). "Phylogenetic and coalescent analysis of three loci suggest that the Water Rail is divisible into two species, Rallus aquaticus and R. indicus". Evolutionary Biology 10 (226): 1–12. doi:10.1186/1471-2148-10-226.
  • Taylor, B.; van Perlo, B. 1998. Rails: a guide to the rails, crakes, gallinules and coots of the world. Pica Press, Robertsbridge, UK.
  • Taylor, Barry; van Perlo, Berl (2000). Rails. Robertsbridge, Sussex: Pica. ISBN 1-873403-59-3.
  • Virkkala, Raimo; Luoto, Miska; Heikkinen, Risto K; Leikola, Niko (2005). "Distribution patterns of boreal marshland birds: modelling the relationships to land cover and climate". Journal of Biogeography 32 (11): 1957–1970. doi:10.1111/j.1365-2699.2005.01326.x.
  • Watson, George E (2002) "Birds: evidence from wall paintings sculpture, skeletal remains, and ancient authors" pp. 360,394 in Jashemski, Wilhelmina Mary Feemster; Meyer, Frederick Gustav (2002). The natural history of Pompeii. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-80054-4.
 
 
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Water Rail της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).