Η ξανθίνη είναι μια ετεροκυκλική χημική ένωση με χημικό τύπο C5H4N4O2. Σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών, και στον οργανισμό μετασχηματίζεται σε ουρικό οξύ. Παράγωγα της ξανθίνης είναι τα αλκαλοειδή καφεΐνη, θεοφυλλίνη και θεοβρωμίνη, τα οποία βρίσκονται στον καφέ, το τσάι και το κακάο.

Ξανθίνη
Γενικά
Όνομα IUPAC 3,7-διυδροπουρινο-2,6-διόνη
Άλλες ονομασίες 2,6-διυδροξυπουρίνη (ενολική μορφή)
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύπος C5H4N4O2
Μοριακή μάζα 152,11 amu
Φυσικές ιδιότητες
Σημείο τήξης 350 °C
Διαλυτότητα
στο νερό
69 mg/l (στους 16 °C)
Εμφάνιση λευκό στερεό
Χημικές ιδιότητες
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

Βιοχημικές ιδιότητες Επεξεργασία

Η ξανθίνη σχηματίζεται στον ανθρώπινο οργανισμό ως μεταβολικό παράγωγο της αδενίνης, της γουανίνης, της υποξανθίνης και της ξανθοσίνης. Το ένζυμο ξανθινοξειδάση (οξειδάση της ξανθίνης) μετατρέπει την ξανθίνη σε ουρικό οξύ, το οποίο αποβάλλεται από τον οργανισμό μέσω των νεφρών στα ούρα.

Σε άτομα που πάσχουν από την σπάνια γενετική διαταραχή ξανθινουρία, δεν υπάρχει επαρκής ποσότητα του ενζύμου ξανθινοξειδάση, με συνέπεια να δυσχεραίνεται ο μεταβολισμός της ξανθίνης σε ουρικό οξύ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση της ξανθίνης στο αίμα και τα αυξημένα επίπεδά της στα ούρα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό λίθων ξανθίνης στους νεφρούς.

Παράγωγα της ξανθίνης Επεξεργασία

Γνωστές ενώσεις που περιέχουν μεθύλια ως υποκαταστάτες σε κάποια από τα άτομα αζώτου του πουρινικού δακτυλίου της ξανθίνης είναι η καφεΐνη (1,3,7-τριμεθυλοξανθίνη), η θεοφυλλίνη (1,3-διμεθυλοξανθίνη) και η θεοβρωμίνη (3,7-διμεθυλοξανθίνη):

     
Καφεΐνη Θεοφυλλίνη Θεοβρωμίνη

Τα μεθυλιωμένα αυτά παράγωγα της ξανθίνης έχουν παρόμοια φυσιολογική δράση ως διεγερτικές, καρδιοτονωτικές και αγγειοσυσταλτικές ουσίες.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • R. F. Murray, H. W. Harper, D. K. Granner, P. A. Mayes, V. W. Rodwell, Harper's Illustrated Biochemistry, McGraw-Hill, 2006.
  • L. Stryer, Βιοχημεία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997.