Το οβιδοβόλο είναι ένα είδος στοιχείου του πυροβολικού, ελαφρού και ευμετακίνητου, με σχετικά βραχεία κάνη, ικανό να συμπορεύεται με τα στρατεύματα, που δύναται να εκτελέσει επισκηπτική βολή, να εκτοξεύσει δηλαδή τα βλήματά του σε μεγάλο ύψος, παρέχοντας μεγάλη καμπυλότητα στην τροχιά του βλήματος, ώστε να πετύχει μεγάλη γωνία πτώσεως και/ή την προσβολή μη ορατών στόχων, πίσω από κάποιο ενδιάμεσο εμπόδιο, π.χ. ένα λόφο. Ένεκα της βραχύτητας του σωλήνα (κάνης) του, μπορεί να φέρει διαμέτρημα μεγαλύτερο των συνήθων πεδινών και ορειβατικών πυροβόλων, χωρίς σημαντική αύξηση του βάρους του και ως εκ τούτου, να βάλει βλήματα μεγαλύτερα και ισχυρότερα από εκείνα, όπως τα βαρέα πυροβόλα.

Οβιδοβόλα διαμετρήματος 155 mm
Καναδικό οβιδοβόλο C2 διαμετρήματος 105 mm
Βαρύ οβιδοβόλο Feldhaubitze 18, διαμετρήματος 15 cm
Προπολεμική πυροβολαρχία οβιδοβόλων οχυρού
Γαλλικό πυροβόλο/οβιδοβόλο TRF1 των 155 χιλ.

Υπάρχουν δύο τύποι οβιδοβόλων, το βαρύ και το ελαφρό. Το βαρύ οβιδοβόλο έχει βραχύ σωλήνα μεγάλου διαμετρήματος, για επισκηπτική βολή εναντίον καλυμμένων και οριζοντίων στόχων, ισχυρών σκεπάστρων κλπ. Η χρήση του περιορίστηκε με την γενικότερη αλλαγή στρατηγικής, που δεν στηρίζονταν πια σε ισχυρές μόνιμες οχυρώσεις, αλλά σε μεγάλους ελιγμούς μηχανοκίνητων μονάδων. Το ελαφρό οβιδοβόλο είναι βραχύκαννο πυροβόλο μικρότερου διαμετρήματος, κατάλληλο πάντα για βολές με μεγάλη γωνία ανύψωσης (έως και 63ο), που χρησιμοποιεί βαριά και συχνά κρουσιφλεγή βλήματα ποικίλων γομώσεων, με στόχο ελαφρά οχυρωμένες θέσεις.

Παραδοσιακά, σαν κατηγορία πυροβολικού, το οβιδοβόλο ταξινομείται μεταξύ του πυροβόλου ή τηλεβόλου (που χαρακτηρίζεται από μακριά κάνη, μεγαλύτερη προωθητική γόμωση και αναλογικά μικρότερα βλήματα, με απώτερο σκοπό να πετύχει πιο επίπεδη τροχιά και ανώτερη ταχύτητα πτήσης βλήματος) και του όλμου (που καί στην παραδοσιακή καί στη σημερινή μορφή του, επιδιώκει να πετύχει ακόμα πιο καμπύλες βαλλιστικές τροχιές από το οβιδοβόλο). Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου έκαναν την εμφάνισή τους και πυροβόλα δυνάμενα τόσο για «ευθείες» όσο και για καμπύλες βολές, με αποτέλεσμα, σταδιακά η ονομασία «οβιδοβόλο» να αποκτήσει μια λιγότερο προσδιοριστική σημασία.

Ετυμολογία Επεξεργασία

Ο γενικός όρος των Ευρωπαϊκών λαών για το εν λόγω όπλο, πρωτοεμφανίστηκε γλωσσικά νωρίς στην εποχή της πυρίτιδας. Κατά τους Χουσιτικούς Πολέμους (1419-1434) οι οπαδοί του Γιαν Ζίζκα χρησιμοποιούσαν μικρά εποχούμενα πυροβόλα που ονόμαζαν «houfnice», από τη λέξη «houf» που σημαίνει «πλήθος», για να αποδεκατίζουν τους μονίμως ισχυρότερους αντιπάλους τους (καθώς και φορητά πυροβόλα όπλα, που ονόμαζαν «píštala», απ’ όπου η λέξη «πιστόλι» προέρχεται). Η πολεμική τακτική του Ζίζκα έγινε διάσημη παγκοσμίως και το ίδιο συνέβη με τα ονόματα των πολύτιμων όπλων του. Τελικά, όλοι οι Ευρωπαϊκοί λαοί, θέσπισαν κάποια παραφθορά της Τσέχικης λέξης, σαν όνομα για τα μικρά κανόνια τους. Οι Γερμανοί κατέληξαν στη λέξη «Haubitze», που οι Ιταλοί έκαναν «obice» και οι Γάλλοι «obusier» και «obus» για το βλήμα του οβιδοβόλου, απ’ όπου προέκυψε στα Ελληνικά η λέξη «οβίς-οβίδα».

Ιστορία Επεξεργασία

Πρώιμη εποχή Επεξεργασία

Με τη σημερινή του ιδιότητα, το οβιδοβόλο πρωτοεμφανίστηκε στη Σουηδία, στα τέλη του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για κανόνι με μικρότερο κιλλίβαντα από τα πεδινά πυροβόλα, που προορίζονταν για πολιορκίες, αλλά αντίθετα από τους όλμους, δεν έβαλλε βαρέα βλήματα προς κατεδάφιση των οχυρώσεων, αλλά κοίλες σιδερένιες μπάλες, που γέμιζαν με πυρίτιδα ή εύφλεκτα υλικά, στοχεύοντας στο εσωτερικό των εγκαταστάσεων του αντιπάλου. Ακόμη, σε αντιδιαστολή με τους όλμους της εποχής, που διέθεταν σταθερή γωνία κλίσης και ρύθμιζαν την εμβέλεια με αυξομειώσεις της προωθητικής τους γόμωσης, τα οβιδοβόλα μπορούσαν να τροποποιήσουν την κλίση της κάνης τους κατά βούληση.

Στα μέσα του 18ου αιώνα, κάποιοι Ευρωπαϊκοί στρατοί άρχισαν να χρησιμοποιούν οβιδοβόλα αρκετά ευμετακίνητα, ώστε να μπορούν να ακολουθήσουν τα στρατεύματα στο πεδίο της μάχης. Προορισμός τους ήταν, αντίθετα με τα πεδινά πυροβόλα που απλώς σάρωναν τις εχθρικές θέσεις με συμπαγή βλήματα, να βομβαρδίζουν τους αντιπάλους με εκρηκτικές οβίδες, δυνατότητα που προφανώς εκτιμούνταν ιδιαίτερα και τελικά καθόρισε τις μελλοντικές εξελίξεις.

 
12λιβρο (οβίδας περίπου 5 χιλιογράμμων) ορειβατικό πυροβόλο του 19ου αι.

Στα 1758 ο Ρωσικός στρατός έθεσε σε χρήση τον «μονόκερο» (Единорог), που συνδύαζε χαρακτηριστικά τηλεβόλου και οβιδοβόλου. Με κάνη μήκους περίπου 10 διαμετρημάτων, διέθετε κωνικό θάλαμο πυρίτιδας που διευκόλυνε την προπαρασκευή βολής και μπορούσε να βάλει οβίδες, «μπάλες», ακόμα και κάνιστρο με γόμωση διασποράς. Στην πράξη, τα όπλα αυτά δεν είχαν ανταγωνιστικές επιδόσεις και σταδιακά καταργήθηκαν. Εγκαινίασαν όμως ένα ευρύτερο ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση.

Κατά το 19ο αιώνα, για προφανείς λόγους οικονομίας, άρχισε μια προσπάθεια να αντικατασταθούν τα εξειδικευμένα τηλεβόλα και οβιδοβόλα από ένα μόνο λειόκαννο πυροβόλο, που θα μπορούσε να βάλει τόσο εκρηκτικές οβίδες, όσο και συμπαγείς μπάλες. Στα 1859 όμως, νέες τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν τους Ευρωπαίους σε μια νέα στροφή στα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Ακόμα και όσοι είχαν ήδη αγοράσει τα καινούρια λειόκαννα πυροβόλα, άρχισαν να επανεξοπλίζονται με πεδινά πυροβόλα ραβδωτής κάνης. Αυτά τα νέα τηλεβόλα, είχαν μεν μικρότερη διάμετρο (με όλα τα συνεπακόλουθα, για ένα όπλο, οφέλη), αλλά έβαλαν κυλινδρικά βλήματα που έτσι εμπεριείχαν εφάμιλλη εκρηκτική γόμωση με τις μπάλες των λειόκαννων. Επιπλέον, η ανώτερη εμβέλειά τους επέτρεπε την εκτέλεση βολών που μέχρι τότε αποτελούσαν την ειδικότητα των οβιδοβόλων. Έτσι, για τα προσεχή έτη, τα ραβδόκαννα αυτά αντικατέστησαν όλους τους προηγούμενους τύπους πεδινών και ορειβατικών πυροβόλων.

Στην άλλη μεγάλη τότε κατηγορία, το πολιορκητικό πυροβολικό, η τεχνολογία της ραβδωτής κάνης έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Κατά τη δεκαετία του 1860, διαπιστώθηκε πως τα «βαρέα» οβιδοβόλα ραβδωτού σωλήνα ήταν πιο αποτελεσματικά ενάντια στις σύγχρονες οχυρώσεις από τα λειόκαννα και τους πολιορκητικούς όλμους. Έτσι, ενώ το πεδινό πυροβολικό καταργούσε το οβιδοβόλο, το πυροβολικό πολιορκίας στρέφονταν αποκλειστικά σε αυτό, ως ιδανική λύση. Τα πολιορκητικά οβιδοβόλα της εποχής ανήκαν σε τρεις κατηγορίες: ελαφρά, μέσα και βαρέα, με διαμέτρημα από 150 χιλ. με βάρος οβίδας 40-50 Χγρ μέχρι και 270 χιλ. με οβίδες βάρους 150 Χγρ.

Κατά το Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1877-78, η αναποτελεσματικότητα των νέων τηλεβόλων ενάντια στα εχθρικά χαρακώματα, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για πεδινά οβιδοβόλα. Κατά τη δεκαετία του 1890, εμφανίστηκαν στην Ευρώπη οβιδοβόλα διαμετρημάτων από 105 χιλ. έως και 155 χιλ.

Τα νέα πεδινά οβιδοβόλα μπορούσαν να βάλλουν οβίδες σε μεγάλο ύψος, επιτυγχάνοντας τέτοιες γωνίες πρόσπτωσης ώστε να δύνανται να προσβάλουν στόχους πίσω από ενδιάμεσα εμπόδια. Ακόμη, τα πυρομαχικά τους ήταν διπλάσιου βάρους από αυτά των ιδίου μεγέθους τηλεβόλων. Έτσι ένα τηλεβόλο των 75 χιλ. με βάρος ενός τόνου, έβαλε οβίδες ελαφρύτερες των 8 Χγρ, ενώ ένα οβιδοβόλο των 105 χιλ. ιδίου περίπου βάρους, χρησιμοποιούσε οβίδες των 15 Χιλιογράμμων. Αντίστοιχα, τα τηλεβόλα πλεονεκτούσαν σε βεληνεκές.

Εικοστός αιώνας Επεξεργασία

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, εμφανίστηκαν ακόμα μεγαλύτερα πολιορκητικά οβιδοβόλα, δημιουργώντας μια τέταρτη κατηγορία, αυτή των «υπερβαρέων». Η διάσημη «Χοντρή Μπέρτα» (Dicke Bertha) της Γερμανικής Κρουπ με διάμετρο 419 χιλ. και το Βρετανικό οβιδοβόλο των 15 ιντσών (381 χιλ.) είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο όγκος και το βάρος τους δεν επέτρεπαν τη μεταφορά τους με παραδοσιακές μεθόδους. Τα τμήματά τους μεταφέρονταν με μηχανικά μέσα στη θέση βολής, όπου και συναρμολογούνταν προς χρήση.

Τα βαρέα-πεδινά και τα ελαφρά-πολιορκητικά οβιδοβόλα των αρχών του εικοστού αιώνα χρησιμοποιούσαν παρόμοιου τύπου και βάρους πυρομαχικά, οπότε καλλιεργήθηκε η τάση ομογενοποίησης των δύο κατηγοριών. Με τη διάδοση της νέας τεχνολογίας υδραυλικών μηχανισμών χαλινωτηρίου/επανάκτη για ελεγχόμενη οπισθοδρόμηση της κάνης, κάθε εμπόδιο παρακάμφτηκε και μια νέα γενιά οβιδοβόλων, κατάλληλων και για τους δύο ρόλους, παρουσιάστηκε.

Ο νέος οικουμενικός προσδιορισμός που καθόριζε τις διαφορές ανάμεσα σε πεδινό πυροβόλο και οβιδοβόλο, διαμορφώθηκε πλέον ως εξής:

  • Πυροβόλο – υψηλή ταχύτητα βλήματος, μεγάλο βεληνεκές, πάγια γόμωση και μέγιστη ανύψωση κατώτερη των 35 μοιρών.
  • Οβιδοβόλο – χαμηλή ταχύτητα βλήματος, βραχύτερη εμβέλεια, σύνθετη γόμωση και μέγιστη τυπική γωνία ανύψωσης τουλάχιστον 45ο.

Η φύση του πολέμου χαρακωμάτων, στον οποίο παγιδεύτηκαν οι εμπόλεμοι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αύξησε τη ζήτηση σε οβιδοβόλα, που ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά στην προσβολή επίπεδων στόχων, έβαλαν οβίδες με πολύ μεγαλύτερη εκρηκτική γόμωση και με σημαντικά χαμηλότερη φθορά κάνης. Το Γερμανικό πυροβολικό, από αυτή την άποψη υπερείχε σημαντικά έναντι του Γαλλικού, διαθέτοντας πολύ περισσότερα και καλύτερα οβιδοβόλα.

 
Γερμανικό οβιδοβόλο 10.5 cm leFH 18/40 του Β΄ΠΠ διακοσμεί ένα μνημείο του Α΄ΠΠ

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίστηκαν οβιδοβόλα με μακρύτερη κάνη από τους προπολεμικούς τύπους. Π.χ. οι Γερμανοί αύξησαν από 16 σε 22 διαμετρήματα το μήκος κάνης των νέων οβιδοβόλων τους των 105 χιλ.

Ακόμη, τα νέα πεδινά πυροβόλα άρχισαν να εγκαθίστανται σε κιλλίβαντες οβιδοβόλου, με δυνατότητα ανώτερης γωνίας ανύψωσης, καθώς και με πυρομαχικά μεταβλητής γόμωσης. Δημιουργήθηκε λοιπόν η τάση να συνδυαστούν οι δύο κατηγορίες σε ένα στοιχείο, γεγονός που οδήγησε στην αναγέννηση του πυροβόλου/οβιδοβόλου.

Αυτό στάθηκε δυνατό και χάρη στις νέες μεταλλουργικές εξελίξεις που επέτρεψαν τη δημιουργία ανθεκτικότερων αλλά και ελαφρύτερων σωλήνων, τεχνολογικών βελτιώσεων όπως μηχανισμούς περιορισμού της οπισθοδρόμησης, καθώς και την εφεύρεση του χαλινωτηρίου επιστομίου κάνης, που μείωνε την ένταση οπισθοδρόμησης.

Τα νέα πυροβόλα/οβιδοβόλα αντικατέστησαν αμφότερους τους δύο προηγούμενους τύπους όπλων, απλοποιώντας την οργάνωση, την εκπαίδευση και τον εφοδιασμό του πυροβολικού. Αυτό βέβαια επέφερε και την παρακμή της αυστηρής κατηγοριοποίησης των στοιχείων πυροβολικού. Έτσι σήμερα, ο όρος οβιδοβόλο χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει όπλα που δε χαρακτηρίζονται πλέον από τη βραχύτητα της κάνης τους.

Το μεσοπολεμικό στρατιωτικό δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης, η τακτική της Βαθειάς Μάχης, σε αντίθεση με το Γερμανικό Κεραυνοβόλο Πόλεμο, στηρίζονταν στην ιδέα της διατήρησης ενός ευρέως μετώπου με τη μαζική χρήση πυροβολικού και τη δημιουργία τελικά ενός ρήγματος, από το οποίο θα πραγματοποιούνταν διείσδυση σε βάθος πίσω από τις εχθρικές γραμμές, με σκοπό την παράλυση του αντιπάλου. Λιγότερο ευκίνητο και αποφασιστικό από το «Blitzkrieg», υπολόγιζε σε τέτοιο βαθμό στο πυροβολικό, που ο Στάλιν το είχε αποκαλέσει «θεό του πολέμου».

Σαν αποτέλεσμα, το οβιδοβόλο πουθενά δεν είδε τόσο εκτεταμένη χρήση όσο στα χαρακώματα του Ανατολικού μετώπου, τα δε καλύτερα οβιδοβόλα του Β΄ΠΠ ήταν Σοβιετικής κατασκευής, καθώς τα άλλα έθνη έδωσαν βαρύτητα σε άλλα μέσα για την επίτευξη της νίκης.

Τυπικά παραδείγματα αποτελούν το οβιδοβόλο 152mm M1938 (M-10), το οβιδοβόλο 122mm M1938 (M-30) και το οβιδοβόλο 152mm M1943 (D-1).

Μετά το Β΄ΠΠ τα περισσότερα στοιχεία πυροβολικού που υιοθετήθηκαν από τους σύγχρονους στρατούς συνδυάζουν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά των τηλεβόλων και οβιδοβόλων, δηλαδή μεγάλη ταχύτητα βλήματος, μακριά κάνη, μεγάλο βεληνεκές, ρυθμιζόμενη γόμωση και γωνία ανύψωσης άνω των 45ο.

Μια άλλη σημαντική καινοτομία που καθιερώθηκε στο Β΄ΠΠ είναι η κατασκευή αυτοκινούμενων στοιχείων, με βελτιωμένη ευκινησία, που μπορούν να παρακολουθούν από κοντά τα προελαύνοντα στρατεύματα.


Σύγχρονα τεθωρακισμένα οβιδοβόλα Επεξεργασία

 
Οβιδοβόλο Panzerhaubitze 2000

Σήμερα στο πυροβολικό χρησιμοποιούνται σχεδόν μόνο τεθωρακισμένα οβιδοβόλα. Ανάλογα με τον τρόπο ανάρτησης του οβιδοβόλου διακρίνουμε τις εξής μορφές: αυτοκινούμενα οβιδοβόλα ονομάζονται οβιδοβόλα πεδίου μάχης (Feldhaubitzen), π.χ. FH 155-1, ενώ τεθωρακισμένα οβιδοβόλα είναι προσαρτημένα σε άρματα μάχης, π.χ. M109, Panzerhaubitze 2000 ή 2S19 Msta-S. Εκτός αυτών, υπάρχουν και ειδικοί τύποι, π.χ. τα αερομεταφερόμενα ή τα συναρμολογούμενα, για χρήση σε ορεινά πεδία μάχης.

Εικόνες Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία