Με τον όρο οικοκοινότητες (ecovillages ή ecomunicipallities) εννοούμε κοινότητες που παρουσιάζουν λόγω της κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής τους οργάνωσης (μεθόδους κατασκευής, λειτουργίας και των δηλωμένων τους στόχων) κάποια σημαντικά διαφοροποιά χαρακτηριστικά από το μέσο όρο των ανθρώπινων κοινοτήτων σε μία ευρύτερη περιοχή προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων κοινοτήτων που έχουν δομηθεί από την αρχή ή αναδομηθεί σε υπάρχουσα υποδομή, και τα οποία διατείνονται ότι λειτουργούν ως ισχυρά εναλλακτικά εργαλεία αειφορικής ανάπτυξης.

Σε πολλές περιπτώσεις η στάση και η φιλοσοφία τέτοιων κοινοτήτων έχει διατυπωθεί ως ο αντίποδας πολλών χαρακτηριστικών μίας σύνθετης πραγματικότητας όπως αυτής της σημερινής μορφής του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη και του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι κάτοικοι τέτοιων κοινοτήτων έχουν συνειδητές θέσεις σε σχέση με την υπερκατανάλωση αγαθών, τη διατροφική και ενεργειακή αυτονομία, την τοπικότητα και την παγκοσμιότητα, τον σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος.

Οικοκοινότητες υπάρχουν πολλές σε όλα τα σημεία του πλανήτη, αλλά το κίνημα των οικοκοινοτήτων που αναπτύχθηκε κυρίως στη Βόρειο Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη, πρόσφατα γνωρίζει μία ραγδαία άνθηση κυρίως ως αντίδραση στις διεθνείς πολιτικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές εξελίξεις.

Μέγεθος Επεξεργασία

Βάσει του αριθμού τους, τέτοιες προσπάθειες χωρίζονται σε «οικοκοινότητες» (έως 50 άτομα), «οικοχωριά» (50-150 άτομα) και «οικοδήμους» (150-2000+ άτομα).

Η οικοκοινότητα ως μια συνειδητή κοινότητα Επεξεργασία

Οι οικοκοινότητες είναι - κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά - βιώσιμες συνειδητές κοινότητες. Οι περισσότερες στοχεύουν σε 50-150 κατοίκους γιατί αυτός είναι ο αριθμός που θεωρείται ως μέγιστος για ένα υγιές κοινωνικό δίκτυο, σύμφωνα με τα ευρήματα της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας.

Μια οικοκοινότητα συνήθως αποτελείται από άτομα που έχουν επιλέξει να δοκιμάσουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στον συγκεντρωτισμό και την κεντρική εξουσία. Κάποιοι άνθρωποι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση, τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την αυξανόμενη επέκταση των αστικών κέντρων, τη βιομηχανική γεωργία και κτηνοτροφία καθώς και την υπερεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα ως τάσεις που πρέπει να αλλάξουν για να αποφευχθεί η οικολογική καταστροφή. Βλέπουν τις κοινότητες με μικρό αριθμό κατοίκων και με μικρό οικολογικό αντίκτυπο ως μια εναλλακτική πρόταση. Παρόλα αυτά, πολλές από αυτές τις κοινότητες δεν ασπάζονται κάποιο είδος αναχωρητισμού αλλά συνεργάζονται μεταξύ τους για τη δημιουργία ενός δικού τους δικτύου.

Ο όρος συνειδητή κοινότητα χρησιμοποιήθηκε επίσημα έπειτα από μια συνάντηση το 1948 στις ΗΠΑ ατόμων που ενδιαφέρονταν για την ίδρυση εναλλακτικών κοινοτήτων. Ο όρος «συνειδητή» εκφράζει τη συνειδητή θέληση των ατόμων να βρεθούν μεταξύ τους. Η FIC (Fellowship of Intentional Communities), που γεννήθηκε τότε, διέκρινε τις εξής κατηγορίες συνειδητών κοινοτήτων: οικοδομικοί συνεταιρισμοί, κοινοπραξίες γης (land trusts), κομμούνες, κιμπούτς, άσραμς και κοοπερατίβες σπιτιών.

Ορισμός Επεξεργασία

Το 1991 ο Robert Gilman δημιούργησε έναν νέο όρο που τείνει να γίνει επίσημος: Τις οικοκοινότητες ή οικοχωριά. Έγινε ευρύτερα αποδεκτός ως μία ακόμα κατηγορία συνειδητής κοινότητας. Ο Gilman όρισε ένα οικοχωριό ως έναν οικισμό όπου:

  • Το πλήθος των κατοίκων επιτρέπει την υγιή κοινωνική και πολιτική δικτύωση (συνήθως έως 150 άτομα).
  • Υπάρχουν όλες οι βασικές και απαραίτητες δομές για να μπορεί να ζήσει κάποιος άνθρωπος.
  • Οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι ακίνδυνα ενσωματωμένες στον φυσικό κόσμο.
  • Είναι βιώσιμος, δηλαδή συντηρείται από μία υγιή ανθρώπινη ανάπτυξη η οποία μπορεί να συνεχίζεται επιτυχώς στο αόριστο μέλλον, χωρίς επιβλαβείς επιδράσεις στο περιβάλλον.
  • Πρέπει να έχει πολλαπλά κέντρα πρωτοβουλιών.

Οι αρχές στις οποίες βασίζονται οι οικοκοινότητες μπορούν να εφαρμοστούν σε αστικό και υπαίθριο περιβάλλον, όπως επίσης και σε «ανεπτυγμένες» όπως και σε «αναπτυσσόμενες» χώρες. Οι υποστηρικτές των οικοκοινοτήτων συνήθως αναζητούν δομική ανεξαρτησία και όσο το δυνατόν λιγότερο εμπόριο έξω από την οικοπεριοχή τους. Οι υπαίθριες οικοκοινότητες βασίζονται συνήθως σε βιολογική καλλιέργεια, μόνιμη καλλιέργεια (permaculture) καθώς και άλλες πρακτικές που λειτουργούν υπέρ του οικοσυστήματος και της βιοποικιλότητας.

Μια οικοκοινότητα βασίζεται συνήθως σε:

  • «Πράσινο» κεφάλαιο υποδομής.
  • Αυτόνομες κατοικίες για την ελαχιστοποίηση του οικολογικού ίχνους.
  • Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
  • Αεικαλλιέργεια (permaculture).
  • Διάφορες μορφές υποστηρικτικής κοινότητας και κοινοτικών πρακτικών.
  • Ο κεντρικός σκοπός πολλών οικοκοινοτήτων είναι να αποτελέσουν παράδειγμα βιώσιμου οικισμού, δηλαδή τα περισσότερα πράγματα που χρειάζονται να παράγονται εκεί επί μονίμου βάσεως.

Η οργάνωση μιας οικοκοινότητας στηρίζεται σε έναν ελάχιστο «κώδικα ηθικής» και το τελικό αποτέλεσμα έχει χαρακτηρισθεί ως οικοαναρχισμός (ή οικολογική αναρχία):

  • Αγορά από τα ίδια τα μέλη ώστε να ενισχυθεί η τοπική οικονομία.
  • Τοπική παραγωγή και διάθεση του φαγητού.
  • Περιορισμός της υπερκατανάλωσης αγαθών.
  • Συναινετική λήψη αποφάσεων.
  • Σεβασμός της διαφορετικότητας του κάθε ατόμου.

Η οικοαναρχία αποτελεί συγχρόνως κλάδο του σύγχρονου αναρχισμού και τάση του οικολογικού κινήματος.

Το παράδειγμα της Σενεγάλης Επεξεργασία

Οι οικοκοινότητες μπορούν να λειτουργήσουν ως μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης, εντούτοις το ζήτημα είναι πως μια τέτοια ιδέα μπορεί να εφαρμοσθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα χωρίς να χάσει τις βασικές αξίες της αυτό-οργάνωσης και της συμμετοχικότητας που χαρακτηρίζει μια συνειδητή κοινότητα. Το παράδειγμα της Σενεγάλης είναι ενδεικτικό. Η ιδέα χρονολογείται από το 1996 όταν μία μικρή ομάδα ανθρώπων στη Σενεγάλη είχε την πρωτοποριακή ιδέα δημιουργίας του δικτύου οικοχωριών της Σενεγάλης (GENSE) και του κέντρου εκπαίδευσης EcoYoff με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη και την παροχή εκπαίδευσης σχετικά με τη βιωσιμότητα. Το κίνημα είχε μεγάλη απήχηση και οδήγησε την κυβέρνηση να μετατοπίσει το αναπτυξιακό της πρότυπο αποδεχόμενη την ανάπτυξη των οικοχωριών και οικοκοινοτήτων, στηρίζοντας και χρηματοδοτώντας αρχικά την επέκταση της λειτουργίας του Δικτύου GENSE. Σύντομα τέθηκε ως πρώτη προτεραιότητα, η δημιουργία και η επέκταση ενός δικτύου οικοχωριών που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη της χώρας. Το 1996, 45 χωριά αποτέλεσαν το πρωταρχικό δίκτυο, ενώ μέχρι το 2015 περίπου 100 χωριά έχουν ενταχθεί και ο στόχος είναι ο αριθμός να υπερβεί τα 500 χωριά μέχρι το 2018.[1]

Η οικοκοινότητα του Lakabe Επεξεργασία

Το Lakabe [2] ("η Γη των Δασών") είναι μια οικοκοινότητα σαράντα ατόμων, η οποία χτίστηκε στα ερείπια της ομώνυμης μεσαιωνικής πόλης στην επαρχία Navarra των Πυρηναίων της Ισπανίας, μέσα στην κοιλάδα Arce-Artzibar της χώρας των Βάσκων. Το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για ανεύρεση εργασίας στα βιομηχανικά αστικά κέντρα και κατοικήθηκε ξανά το 1980 από μια μικρή ομάδα νέων με όραμά τους το χτίσιμο ενός εναλλακτικού κοινοτικού χώρου σε αρμονία με τη Φύση και τους ρυθμούς της.

Στο επίκεντρο της κοινοτικής ζωής του Lakabe τοποθετείται η από κοινού διαχείριση των πόρων και της εργασίας για τη συντήρηση και ευημερία της κοινότητας. Οι αποφάσεις για την κατανομή των εργασιών λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση των κατοίκων, με μόνη βασική αρχή τη “μη βίαιη επικοινωνία” και με στόχο την αυτάρκεια της κοινότητας σε πόρους και αγαθά, εντός ενός κοινού περιβάλλοντος με απούσα την ατομική ιδιοκτησία.

Οι βασικές εργασίες και υποχρεώσεις εντός της κοινότητας περιλαμβάνουν:

  • Την παρασκευή ψωμιού από βιολογικό αλεύρι ολικής άλεσης (από την πώληση του οποίου εξασφαλίζουν το 70% των εσόδων), τυριών, κρέατος, μπύρας και σαπουνιών
  • Τη φροντίδα των ζώων και των αγρών
  • Την αναδάσωση και υλοτομία
  • Τη συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων, κτιρίων και υποδομών
  • Τη συμμετοχή στις ομάδες διεργασιών
  • Την οικονομική διαχείριση εντός της κοινοτικής περιουσίας
  • Τη λειτουργία του σχολείου της κοινότητας

Η αποφυγή συγκρούσεων και αντιδικιών μεταξύ των κατοίκων κατέχει εξέχουσα σημασία στον τρόπο ζωής εντός του Lakabe. Η ομοψυχία, ο αλληλοσεβασμός και το κοινό όραμα στην επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία κοινωνικότητας. Επιπλέον, η συλλογική εμπειρία των κατοίκων μεταδίδεται και στην κοινωνία εκτός του Lakabe, μέσα από κοινωνικά εργαστήρια και συμβουλευτικές ομάδες παρεμβάσεων[3] που λειτουργούν τακτικά και με αξιοσημείωτη επιτυχία.

'Υστερα από ένα μεγάλο διάστημα εργασιών οι κάτοικοι του Lakabe έχουν εξασφαλίσει την πλήρη ενεργειακή τους αυτάρκεια, κάνοντας έλλογη χρήση της τεχνολογίας σε λειτουργική αρμονία με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς να επιβαρύνεται το φυσικό περιβάλλον γύρω τους.

Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουν κατασκευαστεί ανεμογεννήτριες και υδρογεννήτριες μικρής κλίμακας, ηλιακοί συλλέκτες και νερόμυλοι. Οι πρώτες ύλες που λαμβάνονται από το φυσικό περιβάλλον επιστρέφουν σε αυτό (αναδάσωση, κομποστοποίηση) και η χρήση βαρεών μηχανημάτων και αυτοκινήτων περιορίζεται στο ελάχιστο με ανανεώσιμα καύσιμα. Η κατασκευή και συντήρηση των κτιρίων του Lakabe επιτελείται με βιοκλιματικές μεθόδους και η ρύπανση είναι σχεδόν μηδαμινή.

Η ενεργειακή αυτονομία και η αυτο-διαχείριση των κοινών εντός της κοινότητας του Lakabe, την καθιστούν ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιώσιμου κοινωνικού οικοσυστήματος σε πλήρη αρμονία με τη Φύση και τις πραγματικές ανάγκες των μελών του.

Στην Ελλάδα Επεξεργασία

Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο ένα οικοχωριό, το Οικοχωριό Σκάλα, που βρίσκεται στον Νομό Θεσσαλονίκης, κοντά στο φαράγγι της Σκάλας και ιδρύθηκε το 2004 με την κατασκευή του πρώτου οικήματος. Το 2012 δυο οικογένειες αποφάσισαν να κατοικήσουν μόνιμα.[4]

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Οικοχωριά: ένα διαφορετικό μονοπάτι ανάπτυξης...». 
  2. «Lakabe – Tierra de bosques» (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  3. «Actividades – Lakabe» (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2020. 
  4. «Ποιοι είμαστε - Οικοχωριό Σκάλα - Skala Ecovillage». Οικοχωριό Σκάλα - Skala Ecovillage. http://skalaecovillage.com/el/about. Ανακτήθηκε στις 2017-09-30. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία