Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει

Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (El coronel no tiene quien le escriba) είναι νουβέλα του Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που γράφτηκε στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1956 και εκδόθηκε σε βιβλίο πρώτα στην Κολομβία το 1961. Είναι ένα από τα πιο διάσημα έργα του συγγραφέα, και ο πρωταγωνιστής, ένας γέρος συνταγματάρχης που περιμένει την σύνταξη που ποτέ δεν έρχεται, θεωρείται ως ένας από τους πιο προσφιλείς χαρακτήρες της ισπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το έργο συμπεριλήφθηκε στην λίστα με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της ισπανικής γλώσσας του 20ου αιώνα, του ισπανικού περιοδικού «Ελ Μούνδο».[3][4]

Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει
ΣυγγραφέαςΓκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
ΤίτλοςEl coronel no tiene quien le escriba
ΓλώσσαΙσπανικά Λατινικής Αμερικής
Ημερομηνία δημοσίευσης1961
Μορφήνουβέλα[1]
LC ClassOL468851W[2]
LΤ ID17075162
Πρώτη έκδοσηHarper
Norma Editorial
ΠροηγούμενοLeaf Storm

Ο ίδιος ο Γκαρσία Μάρκες παραδέχτηκε, αφού το έγραψε, ότι ήταν το πιο απλό από τα βιβλία που είχε γράψει μέχρι τότε. Παρόλα αυτά, σ’ αυτό δεν εντοπίζονται πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφέα, όπως είναι τα συχνά άλματα στην πλοκή, το περίεργο μπλέξιμο μεταξύ φανταστικών φαινομένων και αληθινών καταστάσεων, καθώς και κάποιες άλλες λεπτομέρειες που διακρίνονται συνήθως στην λογοτεχνία του. Η νουβέλα προσπαθεί να αντικατοπτρίσει την αίσθηση ανησυχίας λόγω της αναμονής, όπως ακριβώς το εξέφρασε ο συγγραφέας.

Ο Γκαρσία Μάρκες το θεώρησε ως το καλύτερο του βιβλίο: “Πιστεύω ότι είναι το καλύτερο μου βιβλίο, χωρίς περιθώριο αμφιβολίας. Επίσης, και αυτό που θα πω δεν είναι υπερβολή, χρειάστηκε να γράψω το «Εκατό χρόνια μοναξιά» για να διαβάσουν το «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει»." [5]

Πολλά χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, το 1999, ο Μεξικανός σκηνοθέτης Αρτούρο Ριπστέιν μετέφερε στον κινηματογράφο το έργο, με τον ίδιο τίτλο με το αρχικό.[6]

Υπόθεση Επεξεργασία

Βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1956 και ο συνταγματάρχης (που δεν κατονομάζεται αλλά σε όλα τα έργα του Μάρκες είναι αναφορά στον παππού του), ζει μαζί με την άρρωστη γυναίκα του, σε μια πόλη της Κολομβίας (που και αυτή δεν κατονομάζεται αλλά οι μελετητές του έργου του[7] συμφωνούν ότι είναι το Σούκρε, η πόλη που πέρασε τη νεανική του ηλικία) ζώντας στα όρια της φτώχειας και [8], περιμένοντας κάθε Παρασκευή που έφτανε το ταχυδρομείο το πολυπόθητο γράμμα που θα του έδινε ισόβια σύνταξη σαν παλαίμαχου των πολέμου.
Η πρώτη ελπίδα φούντωσε το 1902 αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Νεερλάντια που έδινε τέλος στον εμφύλιο πόλεμο των 1000 ημερών, με μια κυβερνητική ανακοίνωση οτι οι στρατιώτες των χαμένων (της φιλεύθερης παράταξης) θα πάρουν οδοιπορικά και αποζημιώσεις. Οι νεαροί πολεμιστές περίμεναν 3 μήνες στη Νεερλάνδια, και τελικά έφυγαν μόνοι τους και γύρισαν στα σπίτια τους για να περιμένουν εκεί. Δεκαπέντε χρόνια, από τη στιγμή που η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δώσει συντάξεις στους βετεράνους των πολέμων, ο συνταγματάρχης περίμενε τη στιγμή που θα τη λάμβανε. Με ελπίδα και αγωνία, περίμενε το ταχυδρομείο από την πρωτεύουσα που έφτανε με το καράβι κάθε Παρασκευή, για να πάρει το πολυπόθητο γράμμα που θα ανέφερε το όνομά του. Και δεκαπέντε χρόνια, γύριζε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος σπίτι, αφού ο υπάλληλος δεν είχε τίποτα να δώσει σε αυτόν.

Η χώρα βρίσκεται και πάλι σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, σε καθστώς στρατιωτικού νόμου που περιλαμβάνει -εκτός από τις διώξεις των ένοπλων αντιστασιακών- απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ και έντονη λογοκρισία. Όλοι διαβάζουν εφημερίδες, αλλά τις πραγματικές ειδήσεις τις μαθαίνουν από τα παράνομα φυλλάδια που κυκλοφορούν χέρι με χέρι.
Μόλις λίγο καιρό πριν ο γιός του Αγκουστίν, υπάλληλος σε ραφτάδικο και η μόνη πηγή εισοδήματος στην οικογένεια, σκοτώθηκε έναν χρόνο πριν σε αγώνα κοκορομαχίας. Μόνο ενθύμιο της οικογένειας ο πετεινός του Αγκουστίν, ο καλύτερος πετεινός στη πόλη, τον οποίο “κληρονόμησε” ο πατέρας του. Ο συνταγματάρχης έχει ποντάρει σε αυτόν τον πετεινό, όλες του τις ελπίδες. Τον ταϊζει μένοντας αυτός πεινασμένος γιατί πιστεύει οτι στους αγώνες που θα γίνουν τον Ιανουάριο, ο κόκκορας θα κερδίσει και όλα τους τα οικονομικά προβλήματα θα λυθούν. Αλλά το τώρα επείγει: δεν έχουν τι να φάνε. Έχουν πουλήσει οτιδήποτε αξίας υπήρχε στο σπίτι τους, έχουν μειώσει τα έξοδά τους στο ελάχιστο δυνατό, αλλά η πραγματικότητα, το τώρα, εξακολουθεί να πιέζει. Τα μόνα άξια λόγου αντικείμενα που έχουν μείνει στο σπίτι είναι ένα ρολόι τοίχου και ένας πίνακας ζωγραφικής. Όταν η γυναίκα του αναλαμβάνει πρωτοβουλία και πάει να τα πουλήσει ανακαλύπτει οτι δεν τα θέλει κανένας πια. Είναι περασμένης εποχής, αχρείαστα πια.
Με τις πιέσεις της γυναίκας του, πηγαίνει στον πλούσιο κουμπάρο του, νονό του γιού του, τον Δον Σάββα, και του ανακοινώνει ότι προτίθεται να πουλήσει τον πετεινό -. Ο δον Σάββας, του δίνει 400 πέσος. Αυτό το ποσό, -αν και στην αρχή ο κουμπάρος είχε μιλήσει για 900 πέσος, είναι ασύλληπτο για τον συνταγματάρχη. Θα τους έλυνε όλα τα προβλήματα. Η γυναίκα του αναθαρρεί, και πάει και του αγοράζει καινούρια παπούτσια. Όμως ο συνταγματάρχης αλλάζει γνώμη: δεν θέλει να τον πουλήσει. Δικαιολογείται στη γυναίκα του, οτι ο πετεινός θα νικήσει στους αγώνες και θα βγάλουν πολύ περισσότερα χρήματα, αλλά κατά βάθος ο συνταγματάρχης θέλει αυτό που έχει συνηθίσει: να περιμένει.

«Μια πόλη παρακμιακή, ο ηλικιωμένος συνταγματάρχης και η άρρωστη γυναίκα του ,ορφανεμένοι από τον θάνατο του γιου τους, με έναν κόκορα που είναι ό,τι τους άφησε η πώληση μιας ραπτομηχανής ,ζουν τη χαμοζωή τους , εξαθλιωμένοι ,σχεδόν οριακά συγκεντρώνοντας χρήματα για το φαί και τα φάρμακα της ημέρας. Πάντως κάθε Παρασκευή ο συνταγματάρχης πηγαίνει στο λιμάνι περιμένοντας το ταχυδρομείο . Ένα γράμμα , ένα «ευχαριστώ» από την πατρίδα για την προσφορά του, μια σύνταξη που δεν έρχεται κι όλο μεταθέτει δονκιχωτικά παραπέρα την ελπίδα, τη ζωή τους την ίδια Ο διάλογος με τη γυναίκα του είναι ακριβώς ο διάλογος του ιδαλγού με τον Σάντσο Πάντσα. «Τι μπορούμε να κάνουμε αν δεν μπορέσουμε να πουλήσουμε τίποτα» επανέλαβε η γυναίκα « Έχουμε ακόμα σαράντα πέντε μέρες για ν’ αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε αυτό», είπε ο συνταγματάρχης. «Και στο μεταξύ, τι θα τρώμε;».Ρώτησε κι άρπαξε το συνταγματάρχη από το γιακά της φανέλας. Τον τράνταξε με δύναμη «Πες μου τι θα τρώμε». Κι εκείνος αγνός, σαφής, ανίκητος, «ΣΚΑΤΑ», απάντησε. [...]έτσι κι ο συνταγματάρχης ένα σύμβολο πια, μεταθέτει διαρκώς το θάνατο και κάτω από το υπνοβατικό φως και την αγωνία της κάθε μέρας μάχεται μέχρις εσχάτων. Τελειώνει η μια μέρα κι αρχίζει η άλλη. Απελπισία και διάψευση αλλά μέχρι τον τελευταίο σπασμό σαρκάζει μαχόμενος.» [9]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ανακτήθηκε στις 13  Μαΐου 2020.
  2. archive.org/details/elcoronelnotiene00garc. Ανακτήθηκε στις 8  Μαρτίου 2019.
  3. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εφημερίδα της Ισπανίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1989 και το πλήρες όνομα του είναι El Mundo del Siglo Veintiuno. Είναι κεντροδεξιάς πολιτικής ιδεολογίας.
  4. Lista completa de las 100 mejores novelas
  5. Rentería Mantilla, Alfonso, ed. García Márquez habla de García Márquez. Bogotá: Rentería Editores, 1979.
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2016. 
  7. ...«το Σούκρε θα γεννούσε το χωριό που εμφανίζεται στα έργα «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», «Η κακιά ώρα» και στο «Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου»... Σαλντιβάρ Ντάσσο, «Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: ταξίδι στην πηγή», εκδ. "Α.Α.Λιβάνης", σελ.304
  8. πενήντα έξι ολόκληρα χρόνια από τότε που' χε τελειώσει ο τελευταίος εμφύλιος πόλεμος- ο συνταγματάρχης δεν έκανε τίποτα άλλο από το να περιμένει από το βιβλίο, σελ. 9
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2017.