Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων

Προκαθήμενος του τέταρτου τη τάξει Ορθόδοξου Πατριαρχείου
(Ανακατεύθυνση από Πατριάρχης Ιεροσολύμων)

Πατριάρχης Ιεροσολύμων είναι ο τίτλος που φέρει ο επίσκοπος που ποιμαίνει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, τέταρτος τη τάξει των εννέα Πατριαρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από το 2005, Πατριάρχης Ιεροσολύμων είναι ο Θεόφιλος Γ΄. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων έχει τον επίσημο τίτλο «Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Συρίας, Αραβίας, πέραν του Ιορδάνου, Κανά της Γαλιλαίας και Αγίας Σιών». Είναι ηγούμενος της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας και ο πνευματικός ποιμένας περίπου 130.000 Ορθόδοξων Χριστιανών των Αγίων Τόπων,[1] οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Παλαιστίνιοι, καθώς και της αυτόνομης Εκκλησίας του Όρους Σινά.

Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Επισκοπή
Ορθόδοξη
Εν ενεργεία:
Πατριάρχης Θεόφιλος Γ'
Από 22 Αυγούστου 2005
ΠροσφώνησηΘεοφιλέστατος Μακαριώτατος
Καθεδρικός ναόςΝαός της Αναστάσεως
ΚατοικίαΙερουσαλήμ
Πρώτος επίσκοποςΙάκωβος ο Δίκαιος
Ιστότοποςjerusalem-patriarchate.info
Προσφωνήσεις του
Πατριάρχη Ιεροσολύμων
Προσφώνηση αναφοράςΜακαριώτατος
Προφορική προσφώνησηΜακαριώτατε
Θρησκευτική προσφώνησηἩ Αὐτοῦ Θειοτάτη Μακαριότης

Ιστορία Επεξεργασία

Στην Αποστολική Εποχή η Χριστιανική Εκκλησία οργανώθηκε ως ένας ακαθόριστος αριθμός τοπικών Εκκλησιών που, στα πρώτα χρόνια έβλεπαν σε αυτήν, την Ιερουσαλήμ ως το κύριο κέντρο και σημείο αναφοράς της. Ο Ιάκωβος ο Δίκαιος, που μαρτύρησε γύρω στα 62, περιγράφεται ως ο πρώτος Επίσκοπος της Ιερουσαλήμ. Οι ρωμαϊκοί διωγμοί που ακολούθησαν τις εβραϊκές εξεγέρσεις κατά της Ρώμης τον τελευταίο 1ο και 2ο αιώνα επηρέασαν επίσης τη χριστιανική κοινότητα της πόλης και οδήγησαν στο να επισκιαστεί σταδιακά η Ιερουσαλήμ σε εξέχουσα θέση από άλλες έδρες, ιδιαίτερα εκείνες της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Ρώμης. Ωστόσο, όταν αυξήθηκαν οι προσκυνητές κατά τη διάρκεια και μετά τη βασιλεία του Μέγα Κωνσταντίνου, υπήρξε αύξηση των περιουσίων της έδρας της Ιερουσαλήμ και το 325 η Α' Σύνοδος της Νίκαιας απέδωσε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων ιδιαίτερη τιμή, αλλά όχι μητροπολιτική ιδιότητα (τότε ο ανώτατος βαθμός στην Εκκλησία). [2] Η Ιερουσαλήμ συνέχισε να είναι επισκοπή μέχρι το 451, όταν η Σύνοδος της Χαλκηδόνας παραχώρησε στην Ιερουσαλήμ ανεξαρτησία από τον μητροπολίτη Αντιοχείας και από οποιονδήποτε άλλο υψηλόβαθμο επίσκοπο, παραχωρώντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως αυτοκεφαλία, στην έβδομη σύνοδο του συμβουλίου του οποίου το «Διάταγμα για τη δικαιοδοσία της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας» περιέχει: «Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων, ή μάλλον η αγιότατη Εκκλησία που είναι υπό αυτόν, θα έχει υπό τη δική του εξουσία τις τρεις Παλαιστίνες».[3] Αυτό οδήγησε στο να γίνει η Ιερουσαλήμ Πατριαρχείο, ένα από τα πέντε Πατριαρχεία γνωστά ως πενταρχία, όταν ο τίτλος του «Πατριάρχη» δημιουργήθηκε το 531 από τον Ιουστινιανό Α´.[4][5]

Μετά την κατάκτηση των Σαρακηνών τον 7ο αιώνα, οι Μουσουλμάνοι αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως έδρα του Χριστιανισμού και τον Πατριάρχη ως ηγέτη της. Όταν έλαβε χώρα το Σχίσμα του 1054, ο Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ και οι άλλοι τρεις Ανατολικοί Πατριάρχες σχημάτισαν την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Πατριάρχης της Ρώμης (δηλ. ο Πάπας) σχημάτισαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Το 1099 οι Σταυροφόροι διόρισαν Λατίνο Πατριάρχη. Ως αποτέλεσμα, οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Πατριάρχες έζησαν εξόριστοι στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1187.

Τρέχουσα θέση Επεξεργασία

 
Ναός της Αναστάσεως

Σήμερα, η έδρα του Πατριαρχείου είναι ο Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. Ο αριθμός των Ανατολικών Ορθοδόξων Χριστιανών στους Αγίους Τόπους υπολογίζεται σε περίπου 200.000. Η πλειοψηφία των μελών της Εκκλησίας είναι Παλαιστίνιοι Άραβες και υπάρχει επίσης ένας μικρός αριθμός Ασσύριων, Ελλήνων και Γεωργιανών.

Κατα τις αρχές τις δεκαετίας του 2000 το Πατριαρχείο ενεπλάκη σε μια σημαντική αντιπαράθεση. Ο Πατριάρχης Ειρηναίος, που εξελέγη το 2001, καθαιρέθηκε, με αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, μετά από σκάνδαλο που αφορούσε στην πώληση εκκλησιαστικής γης στην Ανατολική Ιερουσαλήμ σε Ισραηλινούς επενδυτές. Η κίνηση αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις 24 Μαΐου 2005 συγκλήθηκε ειδική Σύνοδος των προκαθημένων στην Κωνσταντινούπολη για να εξετάσει τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Ιερουσαλήμ. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη , Βαρθολομαίου, ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία την απόφαση της Ιεράς Αγιοταφιτικής Αδελφότητας και τη διαγραφή του ονόματος του Ειρηναίου από τα δίπτυχα και στις 30 Μαΐου, η Ιερά Σύνοδος Ιεροσολύμων επέλεξε τον Μητροπολίτη Πέτρας Κορνήλιο ως τοποτηρητή του θρόνου, μέχρι την εκλογή νέου Πατριάρχη[6].

Στις 22 Αυγούστου 2005, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ εξέλεξε ομόφωνα τον Θεόφιλο, πρώην Αρχιεπίσκοπο Θαβώρ, ως 141ο Πατριάρχη Ιεροσολύμων.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. «Greek Orthodox Patriarchate of Jerusalem». CNEWA. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2011. 
  2. Canon 7)
  3. «Philip Schaff: NPNF2-14. The Seven Ecumenical Councils - Christian Classics Ethereal Library». 
  4. L'idea di pentarchia nella cristianità
  5. The Oxford Dictionary of the Christian Church, s.v. patriarch (ecclesiastical), also calls it "a title dating from the 6th century, for the bishops of the five great sees of Christendom". And Merriam-Webster's Encyclopedia of World Religions says: "Five patriarchates, collectively called the pentarchy, were the first to be recognized by the legislation of the emperor Justinian (reigned 527–565)".
  6. Παπαχρήστου, Νίκος (31 Μαΐου 2005). «Ο μητροπολίτης Πέτρας εξελέγη τοποτηρητής». http://www.kathimerini.gr/218942/article/epikairothta/politikh/o-mhtropoliths-petras-e3elegh-topothrhths.