Περιφερειακή γλώσσα είναι μια γλώσσα που μιλιέται σε μια περιοχή ενός έθνους-κράτους, είτε πρόκειται για μια μικρή περιοχή, είτε ένα ομόσπονδο κρατίδιο ή επαρχία, ή ακόμα και μια ευρύτερη περιοχή.

Διεθνώς, και για τους σκοπούς του Ευρωπαϊκού χάρτη περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, "περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες" νοούνται οι γλώσσες εκείνες που:

  1. χρησιμοποιούνται παραδοσιακά σε μια δοσμένη περιοχή ενός Κράτους από πολίτες του Κράτους αυτού που σχηματίζουν μια ομάδα αριθμητικά μικρότερη από τον υπόλοιπο πληθυσμό του, και
  2. είναι διαφορετικές από την επίσημη γλώσσα(ες) αυτού του Κράτους

Επίδραση του αριθμού των ομιλητών Επεξεργασία

Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που μια περιφερειακή γλώσσα μπορεί να διεκδικήσει μεγαλύτερα πλήθη ομιλητών από κάποιες γλώσσες που τυχαίνει να είναι επίσημες γλώσσες του κυρίαρχου κράτους. Για παράδειγμα, η Καταλανική (μια περιφερειακή γλώσσα της Ισπανίας και της Γαλλίας, αν και επίσημη στην Ανδόρρα) έχει περισσότερους ομιλητές από τη Φινλανδική ή τη Δανέζικη. Στην Κίνα, η κινεζική Wu, που μιλιέται στα νότια της επαρχίας Γιανγκτσού και στα βόρεια της επαρχίας Ζεϊγιάνγκ από περισσότερους από 90 εκατομμύρια ομιλητές, μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει περισσότερους γηγενείς ομιλητές από τα Γαλλικά, και η Καντονέζικη, μια περιφερειακή γλώσσα της επαρχίας Κουανγκτούνγκ, του Χονγκ Κονγκ και των γειτονικών περιοχών στην Κίνα με περισσότερους από 60 εκατομμύρια ντόπιους ομιλητές και μετανάστες (στη Βόρειο Αμερική και τμήματα της Μαλαισίας), ξεπερνά την Ιταλική σε αριθμό ομιλητών. Υποομάδες και διάλεκτοι της Κινεζικής Μιν (ομάδας γλωσσών) έχουν πάνω από 70 εκατομμύρια ομιλητές, κυρίως στην επαρχία Φουτζιάν και κοντά στην Ταϊβάν, αλλά και στις χώρες της νοτιοδυτικής Ασίας Μαλαισία και Σινγκαπούρη.

Σχέσεις με τις επίσημες γλώσσες Επεξεργασία

Σε κάποιες περιπτώσεις, μια περιφερειακή γλώσσα μπορεί να σχετίζεται στενά με την κύρια γλώσσα του κράτους ή την επίσημη γλώσσα. Για παράδειγμα:

Σε άλλες περιπτώσεις, η περιφερειακή γλώσσα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από την κύρια κρατική ή επίσημη γλώσσα. Για παράδειγμα:

Επίσημες γλώσσες ως περιφερειακές γλώσσες Επεξεργασία

Η επίσημη γλώσσα μιας χώρας μπορεί επίσης να μιλιέται ως περιφερειακή γλώσσα σε μια περιοχή μιας γειτονικής χώρας. Για παράδειγμα:

Δείτε επίσης Επεξεργασία