Ο Πιερ-Ζαν ντε Μπερανζέ (19 Αυγούστου 1780-16 Ιουλίου 1803) ήταν ένας πολυγραφότατος ποιητής και συνθέτης μουσικής γαλλικής καταγωγής, ο οποίος ενώ βίωσε αρκετή δημοτικότητα και επιρροή κατά τη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο πέρασε στην αφάνεια δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Πιστεύεται ότι είναι "Ο πιο δημοφιλής Γάλλος τραγουδοποιός".

Πιερ-Ζαν ντε Μπερανζε
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Pierre-Jean de Béranger (Γαλλικά)
Γέννηση19 Αυγούστου 1780
Παρίσι
Θάνατος16 Ιουλίου 1857 (76 χρονών)
Παρίσι
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο του Περ-Λασαίζ και Grave of Manuel-Béranger
ΚατοικίαFontainebleau
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΓαλλικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[1][2]
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΣυνθέτης,ποιητής,συγγραφέας,πολιτικός
Αξιοσημείωτο έργοNegaraku
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Είναι γνωστός για τη δημιουργία του εθνικού ύμνου της Μαλαισίας (Negaraku) και του ύμνου του Perak (Allah Lanjutkan Usia Sultan), μιας χερσονήσου της Μαλαισίας.

Βιογραφία Επεξεργασία

Πρώιμη ζωή και καριέρα, 1780-1803

Ο Μπερανζέ γεννήθηκε στην οικία του παππού του, στην οδό Montorgueil στο Παρίσι την οποία αργότερα περιέγραψε ως "μια από τις πιο βρώμικες και ταραχώδης οδούς του Παρισιού". Δεν ήταν πραγματικά γαλαζοαίματος, παρά τη χρήση του “de” στο οικογενειακό όνομα από τον πατέρα του, που είχε υιοθετήσει το όνομα Béranger de Mersix. Κατάγεται, από τη μια πλευρά της οικογένειάς του, από έναν ξενοδόχο και από την άλλη από έναν ράφτη, τον οποίον εξύμνησε στο τραγούδι, "Le tailleur et la fée"(ο ράφτης και η νεράιδα). Η ταπεινή καταγωγή του έγινε γνωστή στο ποίημα "Le Villain"

(Ο Κακός).

« Moi, noble ? oh ! vraiment, messieurs, non.

Non, d'aucune chevalerie

Je n'ai le brevet sur vélin.

Je ne sais qu'aimer ma patrie... (bis.)

Je suis vilain et très-vilain... (bis.)

Je suis vilain,

Vilain, vilain. »

“Εγώ, ευγενής; στ’ αλήθεια κύριοι όχι.

Δεν είμαι ιππότης

Δεν έχω δίπλωμα σε περγαμηνή.

Δεν ξέρω παρά ν ’αγαπώ την πατρίδα μου...(2 φορές)

Είμαι μιας ράτσας χαμηλής ..(2 φορές)

Όντως χαμηλή, κύριοι, πολύ χαμηλή’’


Σαν παιδί ήταν ντροπαλός και επιρρεπής στις ασθένειες, αλλά επιδέξιος στις χειροτεχνίες και έμαθε να σκαλίζει κουκούτσια κερασιών. Το σχολείο του βρισκόταν σε ένα προάστιο του Παρισιού το Faubourg St. Antoine, από το οποίο έζησε τη Άλωση της Βαστίλης το 1789, την οποία κατέγραψε στο ποίημά του «Le quatorze juillet» (Στις 14 Ιουλίου).Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας, αλλά εξαιτίας των δεσμών του με τους ευγενείς αναγκάστηκε να κρυφτεί κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Έτσι, ο Μπερανζέ αναγκάστηκε να μείνει με τη θεία του, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια ενός πανδοχείου (auberge) στο Περόν, (στο νομό του Σομ). Εκείνη του δίδαξε δημοκρατικές αρχές, και από το κατώφλι της άκουσε πυροβολισμούς στο Βαλανσιέν (κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Πρώτου Συνασπισμού). Επίσης, ανέπτυξε μια μεγάλη αγάπη για τη Γαλλία και μίσος για όλους τους ξένους.

Το σχολείο στο οποίο φοίτησε (L'Institut Patriotique) ιδρύθηκε από τον M. Ballue de Bellenglise (που είχε πολιτική εμπειρία), και είχε υιοθετήσει τις εκπαιδευτικές αρχές του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Στο σχολείο, τα αγόρια οργανώνονταν σε ομάδες και συντάγματα και διδάσκονταν να παίζουν παιχνίδια σχετικά με την πολιτική και στον πόλεμο. Ο Πιερ ήταν ο πρόεδρος της ομάδας και εκφώνησε ομιλίες σε μέλη της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης που πέρασαν από την Περόν και συνέθεσε ομιλίες για πρόσωπα όπως τον Ζαν-Λαμπέρ Ταλιέν και τον Ροβεσπιέρο.

Στο σχολείο δεν διδάσκονταν ούτε Ελληνικά ούτε Λατινικά, στην πραγματικότητα δεν διδάσκονταν ούτε Γαλλικά - ο Μπερανζέ έμαθε Γαλλική γραμματική αργότερα στη ζωή του από έναν συντάκτη τον Λενέζ. Ο Μπερανζέ ήταν μαθητής του συντάκτη από μικρή ηλικία κι εκεί ανέπτυξε την αγάπη του για τη στιχουργία. Ενώ ποτέ δεν διάβασε έργα του Οράτιου, διάβασε βιβλία όπως το “Les aventures de Télémaque, fils d'Ulysse” (Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου, γιού του Οδυσσέα) από τον Φενελόν, έργα του Ρακίνα και δράματα του Βολταίρου.[3]

Αφού πέρασε λίγο χρόνο στο τυπογραφείο του Lainez, κλήθηκε στο Παρίσι, το 1796, για να υπηρετήσει ως βοηθός στην επιχείρηση του πατέρα του. Το 1798, η εταιρεία χρεοκόπησε και ο Μπερανζέ βρέθηκε σε δύσκολες συνθήκες, αν και τώρα είχε περισσότερο χρόνο από ποτέ για να συνθέσει ποιήματα. Ποιήματα όπως το «Le Grenier» (Η σοφίτα) και το «Mon Habit» (Το παλτό μου) δημιουργήθηκαν σε αυτήν την περίοδο. Έγραψε λογοτεχνικά και ιερατικά βιβλία, έπη και άλλα έργα. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 1803, ο Μπερανζέ ήταν πάμφτωχος και η υγεία του ήταν κακή. Καθημερινά φορούσε ένα ζευγάρι μπότες, ένα μεγάλο παλτό, ένα παντελόνι με τρύπα στο γόνατο και τρία άσχημα πουκάμισα που ένας φίλος προσπάθησε να μπαλώσει. Το φιλικό αυτο χέρι ήταν η Judith Frere, την οποία γνώριζε από το 1796, και η οποία συνέχισε να είναι η πιστή του σύντροφος μέχρι το θάνατό της, τρεις μήνες πριν από τον δικό του. Δεν ήταν η Lisette που αναφέρεται στα τραγούδια του, αλλά ήταν η έμπνευσή του για το La Bonne Vieille και το Maudit printemps.[4]


Επιτυχίες 1804-1821

Απελπισμένος ο Μπερανζέ έγραψε μια επιστολή στον Λουκιανό Βοναπάρτη, αδελφό του Ναπολέοντα, επισυνάπτοντας μερικά από τα έργα του. Ο Λουκιανός έδειξε ενδιαφέρον για τον νεαρό ποιητή, στέλνοντας στον Πιερ το ποσό των χιλίων φράγκων από το Ινστιτούτο της Γαλλίας και τον έπεισε να γράψει ένα ποίημα για τον θάνατο του Νέρωνα. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1809, με την υποστήριξη του ίδιου, αλλά έμμεσα, έγινε ταχυδρόμος στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο της Γαλλίας με μισθό χιλίων φράγκων. Έτσι η ζωή του ξεκίνησε να παίρνει μια πιο ομαλή ροή.

Εν τω μεταξύ, συνέθεσε πολλά τραγούδια για φιλικές περιστάσεις και για να παρηγορήσει τον εαυτό του τις δύσκολες στιγμές, ένας μεγάλος αριθμός εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν από τον πατέρα του. Ωστόσο, ο Μπερανζέ δεν τα εκτιμούσε ιδιαίτερα. Την επόμενη χρονιά διακρίθηκε στην Caveau Moderne και η φήμη του ως συνθέτης άρχισε να εξαπλώνεται. Κάποια από τα έργα στα οποία οφείλεται η επιτυχία του είναι τα χειρόγραφα αντίγραφα των :Les Gueux,Le pettite homme gris,Le Sénateur και το πιο δημοφιλές το Le Roi d'Yvetot μια κωμωδία με τον Ναπολέοντα επιτυγχάνοντας φήμη και αναγνώριση. Εκείνη την εποχή γνώρισε τον Désaugiers, διάσημο συνθέτη της εποχής.

Τα καταστροφικά γεγονότα των Ναπολεόντιων πολέμων με την εισβολή των συμμαχικών στρατών στη Γαλλία, η υποχώρηση του Παρισιού το 1814 και η ήττα στο Βατερλώ το 1815 επηρέασαν βαθιά τον Μπερανζέ στον τρόπο σύνθεσης. Μετά την αποκατάσταση της Μοναρχίας της Βουρβόνης, ο Μπερανζέ εναντιώθηκε στο κατεστημένο αντιτασσόμενος στις αντιεθνικιστικές τάσεις της κυβέρνησης, επαναστατώντας στους παραλογισμούς της εποχής και γιορτάζοντας τις πρώην δόξες της Δημοκρατίας. Έτσι, έγινε ο εθνικός ποιητής της Γαλλίας.

Ο πρώτος ποιητικός τόμος του Μπερανζέ "Τραγούδια ηθικά, και άλλα" ("Chansons morales et autres") δημοσιεύτηκε το 1815 και παρόλο που πραγματευόταν κάποια πολιτικά θέματα, προκάλεσε υποψίες στον χώρο εργασίας του εξαιτίας της δημοφιλίας του. Μάλιστα ο εργοδότης του τον συμβούλευσε να μην δημοσιεύσει άλλα παρόμοια έργα στο μέλλον. Ο Μπερανζέ αγνοώντας τη συμβουλή του δημοσίευσε άλλο έναν τόμο παρόμοιου περιεχομένου το 1821, αφού είχε ήδη παραιτηθεί από την καθημερινή του δουλειά.

[5] Επεξεργασία

Φυλάκιση

Η δεύτερη έκδοση των τραγουδιών του γνώρισε μεγάλη επιτυχία κάνοντας πολύ μεγάλο αριθμό πωλήσεων, πράγμα πρωτόγνωρο για τον καλλιτέχνη. Παρόλα αυτά προκάλεσε έντονες κριτικές, με αποτέλεσμα ο Πιερ να οδηγηθεί στα δικαστήρια. Στη δίκη που ακολούθησε ο Μπερανζέ καταδικάστηκε σε πρόστιμο 500 φράγκων και σε φυλάκιση τριών μηνών στη φυλακή του Sainte Pelagie. Aπο κάθε άποψη, όμως, οι συνθήκες διαβίωσής του στη φυλακή ήταν πολύ καλύτερες από αυτές που είχε έξω από αυτή. Ακόμη και στη φυλακή συνέχισε να συνθέτει τραγούδια όπως τα "Les Adieu à la Campagne," "La Chasse," "L'Agent Provocateur," και "Mon Carnaval". Η τρίτη συλλογή του Μπερανζέ έμεινε ατιμώρητη, αλλά η τέταρτη έκδοση, που δημοσιεύτηκε το 1828, αντιμετωπίστηκε πολύ αυστηρά και ο συγγραφέας καταδικάστηκε σε εννέα μήνες φυλάκιση στη φυλακή La Force και πρόστιμο 1100 φράγκων. Αυτό συνέβη αφού η κυβέρνηση του είχε προσφέρει τη μικρότερη ποινή, αν δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό του. Ο Μπερανζέ φυσικά, απέρριψε την προσφορά χωρίς να ζητήσει την επιλογή του να περάσει την ποινή του στο Maison de Sante, τη γαλλική εκδοχή του αγγλικού "φρενοκομείου".

Το σημαντικότερο σημείο της καριέρας του

Αυτή ήταν η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του Μπερανζέ. Ο Μπερανζέ είχε επιρροή στην αντιπολίτευση. Οι συμβουλές του θεωρούνταν πολύτιμες και οι απόψεις του ήταν σεβαστές. Η ευθυκρισία του, η αγάπη του για την ελευθερία του λόγου, η ευγένεια, η έλλειψη προσωπικής φιλοδοξίας, ο γενναιόδωρος χαρακτήρας του και η έντονη συμπάθεια για τους νέους τον έκαναν αγαπητό στο έθνος, ιδιαίτερα στον απλό λαό.

Τα τραγούδια του, όπως "Η Παλιά Σημαία" (Le Vieux Drapeau), βοήθησαν στην έναρξη της επανάστασης το 1830 και έπαιξαν ρόλο, με τους φίλους του Λαφίτ(Lafitte) και Λαφαγιέτ(Lafayette), στην τοποθέτηση του Λουδοβίκου Φιλίππου Α΄ στο θρόνο, αλλά αρνήθηκε όλες τις προτάσεις πολιτικών θέσεων που του προσφέρθηκαν από τον βασιλιά και τους υπουργούς καθώς ήθελε απλώς να ζήσει ως φιλόσοφος, ικανοποιημένος με τα έσοδα από την πώληση των τραγουδιών του και διατηρώντας την προσωπική του ανεξαρτησία. Ζήτησε, ωστόσο, σύνταξη για τον φίλο του, Ρουζέ ντε Λισλ, συγγραφέα του εθνικού ύμνου της Γαλλίας, που ήταν πλέον ηλικιωμένος και φτωχός και εξαρτιόταν από αυτόν για πέντε χρόνια. Το 1833 εκδόθηκε ο 5ος τόμος τραγουδιών του.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1848, και παρότι ήταν απρόθυμος, εξελέγη στη Συντακτική Συνέλευση της Γαλλίας με έναν τόσο μεγάλο αριθμό ψήφων (204.471) που αισθάνθηκε υποχρεωμένος να αποδεχθεί τη θέση. Λίγο αργότερα και με μεγάλη δυσκολία, πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αυτό ήταν το τελευταίο δημοσίως γνωστό γεγονός της ζωής του Μπερανζέ.

Συνταξιοδότηση

Κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής του ο Μπερανζέ προσπάθησε να ζήσει όσο το δυνατόν πιο ήρεμα και απομονωμένα. Συνέχισε να γράφει τραγούδια και είχε πολλούς επιφανείς επισκέπτες μεταξύ των οποίων ήταν οι: Chateaubriand, Adolphe Thiers, Jacques Laffitte, Jules Michelet, La Μennais, Mignet. Λέγεται πως ήταν πολύ φιλικός και πρόθυμος να βοηθήσει αλλά και να βοηθηθεί αν υπήρχε ανάγκη. Σημαντικό είναι επίσης πως στην αλληλογραφία του διακρίνεται τόσο η σοφία, όσο και η ευγένειά του ενώ θυμίζει τον Μονταίν και τον Charles Lamb.

Την περίοδο αυτή έγινε υποστηρικτής του επίδοξου καλλιτέχνη Antoine Chintreuil, αγοράζοντας τη δουλειά του, πληρώνοντας για τις προμήθειές του και γράφοντας συστατικές επιστολές σε συλλέκτες και ειδήμονες.

Έγραψε ένα βιβλίο με απομνημονεύματά του, το οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά και ξεκίνησε τη συγγραφή μια πραγματείας πάνω την Κοινωνική κι Πολιτική Ηθική, η οποία έμεινε ημιτελής μετά τον θάνατό του. Κατά την έσχατη ασθένειά του, ο δρόμος που ζούσε ήταν γεμάτος απο υποστηρικτές και ο θάνατός του υπήρξε αφορμή για εθνική θλίψη και πένθος. Υπήρχε ο φόβος πως το γεγονός αυτό θα σηματοδοτούσε πολιτική αναταραχή, αλλά η κυβέρνηση έλαβε άμεσα μέτρα και τα πράγματα εξομαλύνθηκαν. Η πόλη ήταν γεμάτη στρατιώτες και απλούς πολίτες, οι οποίοι φώναζαν "Δόξα, δόξα για τον Μπερανζέ!".

Τα τραγούδια του Επεξεργασία

Ο Μπερανζέ έχει περιγραφεί ως "ο πιο δημοφιλής Γάλλος τραγουδοποιός όλων των εποχών" και είναι αλήθεια ότι τον 19ο αιώνα κανένα έθνος δεν είχε στιχουργό με επιρροή στους συμπατριώτες του τόσο μεγάλη, όσο αυτή που άσκησε ο Μπερανζέ στους πολίτες του Παρισιού. Όπως όλοι οι τραγουδοποιοί (chansonniers), έγραψε στίχους αλλά δεν συνέθεσε μουσική, έθεσε τις λέξεις σε μια προϋπάρχουσα μελωδία, όπως μια λαϊκή μελωδία. To "Le Roi d' Yvetot", για παράδειγμα, τραγουδήθηκε σε παραδοσιακή νότα "Quand un tendron vient en ces lieux", ενώ σε άλλα τραγούδια μπορεί να έχουν χρησιμοποιηθεί πιο γνωστές μελωδίες απο γνωστούς συνθέτες.

Τα τραγούδια του Μπερανζέ είναι περίτεχνα, γραμμένα με ξεκάθαρο ύφος, γεμάτα εξυπνάδα και ακρίβεια. Τα τραγούδια του ήταν ξεχωριστά τόσο για τη λυρική ροή όσο και για τη χαρούμενη στροφή που παίρνουν. Είτε το θέμα είναι χαρούμενο είτε σοβαρό, ελαφρύ ή γεμάτο με πάθος, το μέτρο παραμένει αδιάφορο. Δούλευε σκληρά, χωρίς να γράφει ποτέ περισσότερα από 15 τραγούδια το χρόνο, και συχνά λιγότερα, και ήταν τόσο σχολαστικός που δεν χρησιμοποιούσε περισσότερο απο το ένα τέταρτο της παραγωγής του.

"Είμαι λιγάκι καλός ποιητής" έλεγε ο Πιερ για τον εαυτό του " έξυπνος στην τέχνη και ένας ευσυνείδητος εργάτης, στον οποίο οι παλιές εποχές και μια ταπεινή επιλογή θεμάτων (le coin que me suis confine) έχουν φέρει μια επιτυχία". Η ταπεινή αυτοεκτίμησή του διαψεύδει τη σημασία του στην ιστορία της λογοτεχνίας. Όταν άρχισε για πρώτη φορά να καλλιεργεί τη στιχουργία, ήταν μια μικρή και ελάχιστα θεωρημένη μορφή, που περιοριζόταν σε μικρά θέματα με αρκετή δόση χιούμορ. Ο Μπερανζέ ανέβασε τον πήχη της τέχνης αυτής και την εμπότισε με μεγαλύτερο συναίσθημα.

Από σχετικά νωρίς, αποφάσισε να γράψει τραγούδια για τον λαό. Σε αυτό τον βοήθησε ο Εμιλ Ντεμπρό, ο οποίος συχνά βρισκόταν ανάμεσα σε αυτόν και τις μάζες ως διερμηνέας, και του έδωσε την κεντρική ιδέα του δημοφιλούς χιούμορ. Είχε παρατηρήσει στα τραγούδια των ναυτικών και των εργατών, έναν τόνο θλίψης που κυριαρχούσε. Έτσι, όσο άρχισε να έχει εμπειρία σε αυτό το είδος έκφρασης, αναζητούσε όλο και περισσότερο ό,τι ήταν βαθύ, σοβαρό και σταθερό στις σκέψεις των απλών ανθρώπων. Η εξέλιξη ήταν αργή και μπορούμε να δούμε στα δικά του έργα παραδείγματα κάθε σκηνής, από αυτό της πνευματώδους αδιαφορίας σε πενήντα κομμάτια της πρώτης συλλογής του, μέχρι αυτό του σοβαρού και ακόμη και τραγικού συναισθήματος στο Les Souvenirs du peuple(τα αναμνηστικά του λαού) ή στο Le Vieux Vagabond(ο νεαρός αλήτης). Και αυτή η καινοτομία περιλάμβανε μια άλλη, που ήταν σαν ένα είδος προοίμιου για το μεγάλο ρομαντικό κίνημα.

Γιατί το τραγούδι, όπως λέει ο ίδιος, του άνοιξε έναν δρόμο στον οποίο η ιδιοφυΐα του μπορούσε να αναπτυχθεί άνετα. Δραπέτευσε, με αυτή τη λογοτεχνική πύλη, από αυστηρές ακαδημαϊκές απαιτήσεις και είχε στη διάθεσή του ολόκληρο το λεξικό, τέσσερα πέμπτα απο το οποίο, σύμφωνα με τον Λα Χάρπ, απαγορευόταν να χρησιμοποιούνται στην πιο τακτική και επιτηδευμένη ποίηση. Αν και διατηρούσε ακόμα λίγο από το παλιό λεξιλόγιο, μερικές από τις παλιές εικόνες, μάθαινε στους ανθρώπους να εκτίθενται σε συναισθηματικά θέματα και να αντιμετωπίζονται με τρόπο πιο ελεύθερο και απλό από πριν, έτσι ώστε το δικό του ήταν ένα είδος συντηρητικής μεταρρύθμισης, που προηγήθηκε της βίαιης επανάστασης του Βίκτωρος Ουγκώ και του στρατού των ασυμβίβαστων ρομαντικών. Φαίνεται ότι ο ίδιος είχε αναλαμπές κάποιας τέτοιας ιδέας αλλά αρνήθηκε την πλήρη έγκρισή του από το νέο κίνημα για δύο λόγους: πρώτον, επειδή η ρομαντική σχολή κακοποίησε βάναυσα τον ευαίσθητο οργανισμό της γαλλικής γλώσσας και δεύτερον, όπως έγραψε στον Σεντ-Μπεβ το 1832, επειδή υιοθέτησαν το σύνθημα «Η Τέχνη για την τέχνη» και δεν έθεσαν κανένα αντικείμενο δημόσιας χρησιμότητάς τους όταν έγραφαν. Ο ίδιος είχε (και αυτό είναι το τρίτο σημαντικό στοιχείο) έντονο αίσθημα πολιτικής ευθύνης. Το δημόσιο συμφέρον πήρε πολύ υψηλότερη θέση στην εκτίμησή του από οποιοδήποτε ιδιωτικό θέμα. Είχε ελάχιστη ανοχή για εκείνους τους ερωτικούς ποιητές που τραγουδούν τους δικούς τους έρωτες και όχι τις κοινές θλίψεις της ανθρωπότητας, που σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «ξεχνούν όσους εργάζονται ενώπιον του Κυρίου και νοιάζονται μόνο για την ερωμένη τους». Για αυτόν τον λόγο, τόσα πολλά από τα έργα του είναι πολιτικά, και τόσα πολλά, τουλάχιστον στα μετέπειτα χρόνια εμπνευσμένα από ένα σοσιαλιστικό πνεύμα αγανάκτησης και εξέγερσης. Με αυτόν τον σοσιαλισμό ο Μπερανζέ γίνεται πραγματικά σύγχρονος και ταυτίζεται με τον Burns.

Στο μυθιστόρημα του Εμίλ Γκαμποριό(Émile Gaboriau), Monsieur Lecoq, που δημοσιεύτηκε το 1868, σύμφωνα με το βιβλίο, ο κύριος Λεκόκ διαπιστώνει ότι ένας κρατούμενος επικοινωνεί με τον συνάδελφό του χρησιμοποιώντας ένα κρυπτογραφημένο αλφάβητο βασισμένο στην ποίηση του Μπερανζέ. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη σύνθεση της πλοκής του βιβλίου, ο Γκαμποριό θεώρησε αναγκαίο να απεικονίσει τα "Τραγούδια του Μπαρανζέ", ένα έργο του Μπερανζέ, ως το μόνο βιβλίο που κατείχε ο κρατούμενος.

[6]

Παραπομπές Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές πηγές Επεξεργασία

Βιογραφία και έργα

Βιογραφία και εκθέσεις Επεξεργασία
    • Edwards, Amelia. Béranger and his poetry (article from "The ladies' companion", pub. Bradbury and Evans, 1855, Vol. VIII, 2nd series) pp. 119–122.
    • De Béranger. Ma biographie (Paris: Perrotin,1858). French text.
    • De Béranger. Memoirs of Béranger (London: Hurst & Blackett, 1858). English translation.
    • Boiteau, Dieudonné A. P. Correspondance de Béranger (Letters of Beranger): Volume 1, Volume 2, Volume 3, Volume 4 (Paris: Garnier, 1860).
    • Coquelin, Constant. Béranger, un poete national (Paris: Paul Ollendorff, 1884). French text.
    • Causeret, Charles. Béranger (Paris: Lecène et Oudin, 1895).
    • Henriet, Frédéric. "Chintreuil" in l'Artiste, October 24, 1858; reprinted as a monograph, Esquisse biographique, Chintreuil, Paris: J. Claye, 1858.*Mansion, J. E. (Jean Edmond). Chansons choisies de Béranger (Selected songs of Berenger) (Oxford: Clarendon Press, 1908). Includes detailed autobiography. French.
    • Touchard, Jean. La Gloire de Béranger (A. Colin, 1968). French text.
    • Rieger, Dietmar. La chanson française et son histoire (Gunter Narr Verlag, 1988) p. 103 ff.
    • Portis, Larry. French Frenzies: A Social History of Pop Music in France (Virtualbookworm Publishing, 2004) p. 11 ff.


Τραγούδια και άλλα

  • Οeuvres complètes de P.-J. de Béranger (Paris : Perrotin, 1847). French text:
Volume 1. Lyrics.
Volume 2. Lyrics.
Volume 3. Melodies of the songs.
Volume 4
Volume 5. Autobiography of Béranger.
  • Young, William. One hundred songs of Pierre-Jean de Béranger (London: Chapman and Hall, 1847). English and French text.
  • Young, William. Béranger: two hundred of his lyrical poems (G.P. Putnam, 1850). Includes biography. English.
  • Brough, Robert B (trans.). Béranger's songs of the empire, the peace, and the restoration (Addey and co., 1856). In English.
  • Toynbee William (trans.). Songs of Béranger (London & New York: W. Scott, ltd., 1892). In English.