Η πολίτικη λύρα ή λύρα της Πόλης ή ρωμέϊκη λύρα/λυράκι (τουρκ. Klasik kemençe (κλασικός κεμετζές) ή Armudî kemençe (αχλαδόσχημος κεμετζές) είναι λυροειδές χορδόφωνο μουσικό όργανο. Eίναι απόγονος της Βυζαντινής Λύρας και παίζει ένα ευρύ ρεπερτόριο τραγουδιών με αναφορές τόσο στη λόγια μουσική της ανατολής (λόγια μουσική της Κωνσταντινούπολης), όσο επίσης και στη λαϊκή μουσική της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το κατεξοχήν μουσικό όργανο της Κωνσταντινούπολης το οποίο ήκμασε στα χέρια Ελλήνων/Ρωμηών δεξιοτεχνών αλλά και πολιτών άλλων εθνικοτήτων μέσα στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον της Πόλης. Οι πρώτες ηχογραφήσεις με πολίτικη λύρα εντοπίζονται κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα με τραγούδια από το λόγιο ρεπερτόριο αλλά και το ρεπερτόριο ταβέρνας της Πόλης το οποίο αποτελούνταν από τραγούδια και οργανικούς σκοπούς υψηλών απαιτήσεων. Τις δεκαετίες 1920 και 1930 η πολίτικη λύρα ηχογραφεί πολλά γνωστά Σμυρναίικα, Ρεμπέτικα και Πολίτικα τραγούδια, δηλαδή τραγούδια των Ελλήνων Μικρασιατών και Κωνσταντινουπολιτών. Συνήθως, παίζεται με άλλο ένα όργανο. Η πολίτικη λύρα είναι αχλαδόσχημη, όπως και η Κρητική, η Θρακιώτικη, η Μακεδονική και η Νησιώτικη λύρα, καθώς και η βουλγαρική Γκαλντούκα, ενώ η Λύρα Καππαδοκίας (Κεμανές) και η ποντιακή λύρα (Κεμετζές) είναι φυαλόσχημες.

Πολίτικη λύρα

Τεχνικά στοιχεία Επεξεργασία

 
Σμυρναίικο τρίο (1930): Λάμπρος Λεονταρίτης (πολίτικη λύρα), Ρόζα Εσκενάζυ, Αγάπιος Τομπούλης (ούτι).

Η πολίτικη λύρα κατασκευάζεται από δύο κομμάτια ξύλου (συνήθως πεύκη): το μεν για το μπροστινό μέρος (το λεγόμενο καπάκι), το οποίο δεν φέρει γλώσσα (γέφυρα-ταστιέρα), ενώ στο ύψος του καβαλάρη διαθέτει δύο τρύπες "μάτια" σχήματος D εν είδη ηχείων· το δε για το όπισθεν μέρος (σκάφος), το οποίο σκαλίζεται σε σκυφοειδές σχήμα και φέρει στην κορυφή μία τριγωνική κεφαλή. Σε κάποιες περιπτώσεις το όργανο διακοσμείται με ενθέματα από ελεφαντόδοντο ή φίλντισι, χωρίς αυτό να ενέχει διαφορά στο ηχοπαραγωγικό αποτέλεσμα. Το συνολικό μήκος του οργάνου συνήθως δεν ξεπερνά τα 40 εκ.

Διαθέτει τρεις χορδές, τις οποίες ο εκτελεστής πιέζει επί του σώματος του οργάνου με τα νύχια του αριστερού χεριού (ανατολικός τρόπος έναντι του ευρωπαϊκού τρόπου με το «μαλακό» μέρος, π.χ. βιολί), τεχνική που απαντάται σε πολλά παρόμοια έγχορδα όργανα, όπως την κρητική λύρα και το ινδικό σαράγγι. Οι χορδές (παραδοσιακά εντέρινες, πλέον συνθετικές ή και με μεταλλική περιέλιξη) χορδίζονται σε διάστημα τετάρτης, με τις δύο πρώτες να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στη μελωδία και την τελευταία να χρησιμοποιείται περισσότερο για να κρατάει το ίσο.

Όπως και τα περισσότερα είδη λύρας στον κόσμο, παίζεται με δοξάρι (τουρκ. yay), με το σώμα του οργάνου να ακουμπά σε όρθια θέση τα γόνατα του εκτελεστή, ή κρατώντας τη στο ύψος του στήθους (όταν ο εκτελεστής παίζει όρθιος ή περπατώντας). Το δοξάρι αποτελείται από μια ελαστική ξύλινη βέργα, στην οποία στερεώνεται μια δέσμη από τρίχες αλόγου. Την τάση των τριχών αυτών ρυθμίζει ο εκτελεστής χρησιμοποιώντας τον αντίχειρά του, ενώ αλείφονται με κολοφώνιο για την πιο άμεση τριβή επί των χορδών.

Τα κλειδιά της είναι ξύλινα ή κοκκάλινα, αλλά πάνω στις χορδές φέρει μικρούς ρυθμιστήρες που βοηθούν πολύ στο κούρδισμα.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Baines, A. The Oxford companion to musical instruments, λήμμα Kemancha, Οξφόρδη, 1992 ISBN 0-19-311334-1