Πολιορκία της Θεσσαλονίκης (617)

πολιορκία από τους Αβαροσλάβους

Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 617 ή 618 ήταν μια αποτυχημένη πολιορκία της πόλης της Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο βυζαντινό φρούριο στην περιοχή, από τους Αβάρους και τα σλαβικά υποτελή τους φύλα (Σκλαβηνίες). Η επίθεση ήταν η τελευταία και καλύτερα οργανωμένη προσπάθεια από τους Αβάρους να καταλάβουν την πόλη. Κράτησε για 33 ημέρες και περιελάμβανε τη χρήση πολιορκητικών μηχανών, αλλά στο τέλος απέτυχαν. Η κύρια πηγή για τα γεγονότα αυτά είναι το βιβλίο «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου», που πήρε το όνομα του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου.

Ιστορικό Επεξεργασία

Στο τελευταίο τρίτο του 6ου αιώνα, τα βυζαντινά Βαλκάνια απειλούνταν από μεγάλης κλίμακας επιδρομές των Αβάρων, με έδρα την παννονική πεδιάδα, και τους Σλάβους συμμάχους τους, που βρίσκονταν στα βόρεια του Δούναβη, o οποίος σηματοδοτούσε τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί, εστιάζοντας στα ανατολικά τους σύνορα, όπου αντιμετώπιζαν τους Σασσανίδες Πέρσες σε έναν παρατεταμένο πόλεμο, δεν ήταν σε θέση να διατηρήσουν μια αποτελεσματική άμυνα στην περιοχή, μετά την πτώση του Σίρμιου το 582 και της Σιγγιδών ένα χρόνο μετά, τα Βαλκάνια έμειναν ανοιχτά στις Αβαρικές επιδρομές[1][2]. Μαζί με τους Αβάρους, η παραβίαση των συνόρων άνοιξε και για τα σλαβικά φύλα που λεηλατούν περαιτέρω και νοτιότερα στην Ελλάδα[3]. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, πιθανότατα το 586 (αν και το 597 είναι μια πιθανή εναλλακτική ημερομηνία), η Θεσσαλονίκη, η πιο σημαντική βυζαντινή πόλη στα Βαλκάνια μετά την αυτοκρατορική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, πολιορκήθηκε από τους Αβάρους και τους Σλάβους υποτελείς τους για επτά ημέρες, όπως περιγράφεται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, μια συλλογή θαυμάτων που αποδίδονται στην πόλη του πολιούχου σε δύο βιβλία, το ένα γραμμένο περίπου το 610 και το άλλο γύρω στο 680[4][5].

Μετά την ειρήνη που έγινε με τους Πέρσες στην Ανατολή το 591, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μαυρίκιος και οι στρατηγοί του κατόρθωσαν να οδηγήσουν κατά των Σλάβων και Αβάρων μια σειρά από εκστρατείες. Ωστόσο, οι νίκες του Μαυρίκιου τελικά απέτυχαν να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα του συνόρου του Δούναβη λόγω της στάσης του στρατού το 602, η οποία οδήγησε στην δολοφονία του Μαυρίκιου, και την άνοδο στον θρόνο του σφετεριστή Φωκά[6][7]. Η ανανέωση των πόλεμων με την Περσία σήμαινε την ταχεία και πλήρη κατάρρευση των συνόρων του Δούναβη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, όταν οι αυτοκρατορικές δυνάμεις αποσύρθηκαν προς την Ανατολή. Ο Φωκάς και ο διάδοχός του Ηράκλειος εξαγόρασαν την ειρήνη με τους Αβάρους, μέσω ετήσιων φόρων υποτέλειας, αλλά οι Σλάβοι είχαν και πάλι ελεύθερο έδαφος για επιδρομές στα Βαλκάνια, και το 604, μια δύναμη 5.000 ανδρών ξαφνικά επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη το βράδυ, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν[8][9].

Μετά την πολιορκία Επεξεργασία

Μέχρι το 610, ωστόσο, οι Άβαροι και οι Σλάβοι ξεκίνησαν τις επιδρομές τους εκ νέου και φαίνεται να έχουν καταλάβει και λεηλατήσει αρκετές πόλεις, με πολλούς πρόσφυγες να κατευθύνονται νότια στα βυζαντινά εδάφη[10]. Το 615 ένας συνασπισμός από σλαβικά φύλα, προφανώς ανεξάρτητα από τους Αβάρους, επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχαν[11][12]. Μετά από αυτή την αποτυχία, οι Σλάβοι στράφηκαν προς τους Αβάρους, και έστειλαν απεσταλμένους στον χαγάνο, προσελκύοντας τον με υποσχέσεις για μεγάλα πλούτη που θα βρεθούν στην πόλη[13][14].

Η επίθεση των Αβάρων έλαβε χώρα το 617 (ή ενδεχομένως το 618), δεδομένου ότι απαιτείτο χρόνος για να κινητοποιηθούν οι διάφορες φυλές που αποτελούσαν το αβαρικό χαγανάτο. Σύμφωνα με την αφήγηση των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, η επίθεση ήταν αναπάντεχη, οι Άβαροι έστειλαν αρχικά μικρές ομάδες σαν πρόσφυγες όπου η καθεμία εγκαταστάθηκε έξω από τα τείχη της πόλης. Ο χαγάνος με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων πολιορκητικών μηχανών, καταπέλτες, πολιορκητικούς κριούς και πολιορκητικούς πύργους, έφτασε λίγες ημέρες αργότερα. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, έκπληκτος από την επίθεση των Αβάρων και αυστηρά προσηλωμένος εναντίον των Περσών, δεν μπόρεσε να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια εκτός από μερικά πλοία εφοδιασμού, που έφτασαν στην ώρα τους, η πόλη αναγκάστηκε να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις[15][16]. Αν και η τεχνική πολυπλοκότητα των πολιορκητών ήταν πρωτοφανής και ήταν σε θέση να κάνουν πλήρη χρήση τους, λόγω απειρίας ένας πύργος πολιορκίας κατέρρευσε και σκότωσε το πλήρωμά του, ενώ οι πολιορκητικές μηχανές αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές εναντίον των τειχών της πόλης. Η πολιορκία ήταν πολύ καλύτερα οργανωμένη από τις προηγούμενες προσπάθειες και διήρκεσε για 33 ημέρες. Στο τέλος, ο χαγάνος κατέληξε σε διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων με τους Θεσσαλονικείς και αναχώρησε σε αντάλλαγμα με χρυσό, αλλά και καταστρέφοντας εκκλησίες στη γύρω εξοχή. Η Σλάβοι, από την άλλη πλευρά, πώλησαν αιχμαλώτους στους Θεσσαλονικείς. Για μια γενιά, μέχρι την μεγάλη σλαβική πολιορκία του 676-678, η Θεσσαλονίκη θα παραμείνει σε ειρήνη με τους Σλάβους γείτονές της[15][17].

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 13–14
  2. Pohl (1988), σελ. 70–89
  3. cf. Pohl (1988), σελ. 94–128
  4. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 15, 22
  5. Pohl (1988), σελ. 101–107
  6. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 14–17
  7. Pohl (1988), σελ. 128–162
  8. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 19, 24–25
  9. Pohl (1988), σελ. 237–241
  10. Pohl (1988), σελ. 241–242
  11. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 25
  12. Pohl (1988), σελ. 241
  13. Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 25–26
  14. Pohl (1988), σελ. 241
  15. 15,0 15,1 Χριστοφιλοπούλου (2006), σελ. 26
  16. Pohl (1988), σελ. 242
  17. Pohl (1988), σελ. 242–243

Πηγές Επεξεργασία

  • Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη (2006). «Βυζαντινή Μακεδονία. Σχεδίασμα για την εποχή από τα τέλη του Στ 'μέχρι τα μέσα του Θ' αιώνος».Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Νεώτερος Ελληνισμός, Τόμος Γ '(στα ελληνικά). Αθήνα: Ηρόδοτος. σελ. 9-68. ISBN 960-8256-55-0.
  • Pohl, Walter (1988). Die Awaren. Ein Steppenvolk in Mitteleuropa 567–822 n. Chr (στα Γερμανικά). Munich: Verlag C.H. Beck. ISBN 3-406-33330-3.