Ο πολιτικός θάνατος (λατινικά: Civiliter mortuus) είναι ένας όρος που αναφέρεται στην απώλεια του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου των ατομικών δικαιωμάτων από ένα πρόσωπο, λόγω καταδίκης για κακούργημα (ή για έγκλημα που τιμωρείται με περισσότερο από ένα χρόνο φυλάκιση) ή για πράξη προερχόμενη από την κυβέρνηση μιας χώρας που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια των δικαιωμάτων των πολιτών. Συνήθως αναφέρεται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα κατά του κράτους ή σε περιπτώσεις ενηλίκων καταδικασθέντων όπου αποφασίζεται από το δικαστήριο ο καταδικασθείς να μην έχει νομικά δικαιώματα λόγω ψυχικής αναπηρίας.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι εγκληματίες έχαναν όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αυτός ο πολιτικός θάνατος οδηγούσε συνήθως σε φυσικό θάνατο, καθώς οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σκοτώσει το πρόσωπο που δεν είχε νομική υπόσταση, μένοντας ατιμώρητος. Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ένα πολιτικά νεκρό πρόσωπο ονομαζόταν "vogelfrei" (ελεύθερο πουλί) και θα μπορούσε ακόμη και να σκοτωθεί καθώς θεωρούταν εντελώς εκτός νόμου. Ιστορικά, η κήρυξη ενός προσώπου εκτός νόμου, ήταν η πιο κοινή μορφή του πολιτικού θανάτου.

Στην Ελλάδα ο πολιτικός θάνατος ήταν σε ισχύ από τη σύσταση του νέου κράτους μέχρι και την εποχή του Βασιλιά Όθωνα. Καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α' το 1864.