Στο διεθνές Δίκαιο ο όρος προσχώρηση σημαίνει αποδοχή μιας Πολιτείας (κράτους) των όρων κάποιας σύμβασης ή συνθήκης που έχει συνομολογηθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων άλλων Πολιτειών.

Η ενός κράτους σε μια Συνθήκη που δεν έχει υπογράψει απ΄ την αρχή της σύστασής της, αποτελεί διαδικασία που συνήθως προβλέπεται από τη ίδια την Συνθήκη και βεβαίως μπορεί να επιτρέπει την διεύρυνση του αρχικού συμβατικού κύκλου. Η Προσχώρηση χαρακτηρίζεται πράξη μονομερής, δια της οποίας ένα Κράτος δηλώνει ότι υποβάλλεται στο θεσπιζόμενο υπό της συγκεκριμένης συνθήκης "νομικό καθεστώς".

Η προσχώρηση πραγματοποιείται με ειδική συνθήκη, με ανταλλαγή δηλώσεων δια μονομερούς πράξης που και αυτή ακολουθεί την οδό της επικύρωσή της προκειμένου να τεθεί σε ισχύ.